Ο φόβος των συνταγματολόγων μπροστά στο δημοψήφισμα*
Γιώργου Κατρούγκαλου, καθηγητή Δημοσίου Δικαίου, αν. Υπουργού Εξωτερικών
«Από μόνος του ο λαός πάντα θα επιλέξει αυτό που είναι καλό, αλλά δεν μπορεί πάντα από μόνος του να το διακρίνει. Γι αυτό πρέπει να δείξουμε στον λαό τα πράγματα όπως είναι και ορισμένες φορές όπως θα έπρεπε να είναι. Γι’αυτό το λόγο χρειάζεται ένας νομοθέτης, με υπέρτερη νοημοσύνη, που καταλαβαίνει τα ανθρώπινα πάθη χωρίς να τα ενστερνίζεται, που έχει αντιλαμβάνεται την πραγματική φύση των ανθρώπων αλλά που ξέρει να αποστασιοποιείται από αυτή και που θα κάνει την ευτυχία τους το βασικό του μέλημα».
J.J. Rousseau, Du contrat social, 1762[1]
« Οι μεροκαματιάρηδες και οι εμπορευόμενοι, οι γεροντοκόρες και οι καμαριέρες δεν μπορούν να αποφασίσουν, πρέπει να τους λέει κανείς τι να πιστεύουν, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας δεν μπορεί να έχει ουσιαστική γνώση και γι αυτό το λόγο πρέπει να πιστεύει ».
J. Locke, The reasonableness of Christianity, 1695[2]
Πολλοί συνταγματολόγοι μοιράζονται το φόβο των πολιτικών ελίτ απέναντι στα δημοψηφίσματα, ως θεσμικού εργαλείου έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας. Δεν πρόκειται για πρόσφατη διαμάχη. Από τον ώριμο Διαφωτισμό και εντεύθεν, ειδικά μετά τις μεγάλες επαναστάσεις, αμερικανική και γαλλική, ένα από τα βασικά ζητήματα αντιπαράθεσης των θεωρητικών της πολιτικής φιλοσοφίας είναι αν ο λαός μπορεί να ασκεί άμεσα την κρατική εξουσία ή αν αυτό θα πρέπει να γίνεται μέσω των αντιπροσώπων του. Για τον Ρουσσώ για παράδειγμα, ο λαός ο ίδιος είναι αυτός που πρέπει να αποφασίζει για όσα τον αφορούν, χρειάζεται όμως γι’αυτό την απαραίτητη καθοδήγηση, πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί και να του υποδειχθούν τα δεδομένα, οι όροι του προβλήματος[3]. Αυτή παραμένει η βασική επιλογή της Αριστεράς σε όλες τις διαστάσεις της, από τους Ιακωβίνους μέχρι τη λενινιστική αντίληψη για το κόμμα ή την αντίστοιχη γκραμσιανή θεώρηση για τους « οργανικούς διανοούμενους».
Αντίθετα, οι περισσότεροι αστοί θεωρητικοί θα συμφωνούσαν με τον Λοκ ότι « το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας δεν μπορεί να έχει ουσιαστική γνώση, και γι’αυτό το λόγο πρέπει απλώς να πιστεύει » [4]. Με άλλα λόγια μόνον οι κοινωνικές ελίτ έχουν την δυνατότητα ορθολογικών αποφάσεων και αυτές πρέπει να αποφασίζουν ενώ ο λαός μπορεί μόνον θυμικά να επιλέγει μεταξύ των επιλογών που οι γνωσιοκράτες θέτουν ενώπιον του. Πρόκειται για την αντίληψη που ονομάζουμε στην τρέχουσα πολιτική επιστήμη σουμπετεριανή δημοκρατία ή δημοκρατία των ελίτ[5]. Όπως έγραφε, για παράδειγμα, ο Γ. Λίππμαν στο κλασικό έργο του Public Opinion. «από την κοινή γνώμη διαφεύγει η ουσία του δημοσίου συμφέροντος, κάτι που μπορεί να αναδείξει μόνο από μια εξειδικευμένη τάξη, η οποία μπορεί να θέσει τα προσωπικά της συμφέροντα πάνω από τη σύγκρουση των μερικών συμφερόντων»[6].
Σε αυτό το μήκος κύματος, οι περισσότεροι συνταγματολόγοι και στη χώρα μας υποστηρίζουν ότι η κυριαρχία του πολίτη εξαντλείται τη στιγμή των εκλογών και θεσμικά αντίβαρα στην εξουσία μπορούν να βρουν έρεισμα στο εσωτερικό των ελίτ, για παράδειγμα με την θέσπιση ανεξάρτητων αρχών για τον αυτοέλεγχο της κρατικής εξουσίας. Σημαντική εξαίρεση στην εν λόγω τοποθέτηση αποτελεί ο σημαντικότερος μεταπολιτευτικά συνταγματολόγος, ο Δημήτρης Τσάτσος, ο οποίος ανέδειξε στο έργο του το δημοψήφισμα ως έκφραση της σύγκρουσης της αντιπροσωπευτικής αρχής με το ιστορικό αίτημα της διεύρυνσης της δημοκρατίας και τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης.
Όπως έγραφε: «Ο μεγάλος ιστορικός αντίλογος στο αντιπροσωπευτικό σύστημα και στον σύμφυτο με αυτό φιλελευθερισμό, υπήρξε η σοσιαλιστική ιδεολογία και η σοσιαλιστική πρακτική». Αντίθετα, «η προβολή του γνωσιοκράτη, με το αίτημα του απόλυτου κύρους της θεμελιωμένης στην ειδική γνώση γνώμης του πάνω στο πολιτικά δέον, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία πολιτικά εσκεμμένη υπονόμευση, μια συνειδητή σχετικοποίηση της αξίας της δημοκρατικής αρχής.»[7]
Αυτή είναι άλλωστε και η πάγια θέση της Αριστεράς, που θέλει τον πολίτη ενεργό διαρκώς, όχι μόνον κατά τη στιγμή της εκλογικής διαδικασίας και τάσσεται υπέρ της καθοριστικής, άμεσης, λαϊκής λογοδοσίας των συγκροτημένων οργάνων της πολιτείας. Στο πλαίσιο αυτό, τα δημοψηφίσματα συμβάλλουν στην μετάβαση από την τυπική στην ουσιαστική δημοκρατία, από την απλή ισονομία στην πραγματική ισότητα. Άλλωστε, η έννοια του δημοψηφίσματος προέρχεται από την λατινική λέξη referendum, παράγωγη του ρήματος refero, που σημαίνει, επιστρέφω, δίνω πίσω. Πράγματι, περί αυτού πρόκειται. Το δημοψήφισμα υποδηλώνει την επιστροφή στο λαό της εξουσίας που εξαρχής του ανήκει, σε πολιτεύματα που η βάση των εξουσιών είναι η λαϊκή κυριαρχία.
Ωστόσο, κρίσιμο μέγεθος για το δημοκρατικό χαρακτήρα ενός δημοψηφίσματος είναι η φύση του τιθέμενου ερωτήματος. Το δημοψήφισμα είναι παραγωγική μέθοδος δημοκρατικής λήψης αποφάσεως μόνο όταν ο χαρακτήρας του ερωτήματος είναι α πό τη φύση του διλημματικός, ανταποκρίνεται σε μία επιλογή μεταξύ εναλλακτικών πολιτικών που δεν είναι δεκτικές συμβιβασμών. Αντίθετα, όταν υπάρχει η δυνατότητα συνθέσεων εκεί, προφανώς, το δημοψήφισμα δεν αποτελεί την προσφορότερη λύση.
Στην Ελλάδα ο αριθμός των δημοψηφισμάτων που έχουν λάβει χώρα από τις αρχές του 20ου αιώνα είναι πολύ περιορισμένος και με πολύ συγκεκριμένο αντικείμενο: Μόλις επτά, εκ των οποίων όλα, πλην εκείνο του Ιουλίου 2015, αφορούσαν τη μορφή του πολιτεύματος. Το τελευταίο δημοψήφισμα αντίθετα εξέφρασε ακριβώς αυτή την διαχωριστική γραμμή διλημματικού χαρακτήρα μεταξύ μιας πολιτικής νεοφιλελεύθερης λιτότητας και μιας κοινωνικής Ευρώπης. Αυτή η έλλειψη μορφών άμεσης δημοκρατίας είναι ενδεικτική της δυσπιστίας της ελληνικής άρχουσας τάξης απέναντι στη δυνατότητα του κάθε πολίτη να προσδιορίζει μόνος τη μοίρα τη δική του και της χώρας του.
Η δημοκρατική αξία του δημοψηφίσματος καταδεικνύεται εντονότερα σε μια κοινωνία όπου η πολιτική αποτελεί πεδίο σύγκρουσης συμφερόντων, και μάλιστα ταξικών συμφερόντων, όχι απλώς επιχειρημάτων. Για το λόγο αυτό αποτελεί φαινόμενο κυρίως του 20ού αιώνα, σχεδόν απόν κατά τη χρυσή εποχή του κοινοβουλευτισμού. Κατά τον 19ο αιώνα τα κοινοβούλια είναι εν πολλοίς μονοταξικά, εξαιτίας του τιμοκρατικού εκλογικού συστήματος που αναγνωρίζει δικαίωμα ψήφου μόνον σε όσους έχουν ιδιοκτησία. Την περίοδο εκείνη παρατηρούνται τα κατεξοχήν «διαλογικά» κοινοβούλια όπου διεξάγεται κυρίως σύγκρουση επιχειρημάτων και όχι συμφερόντων, για τον απλό λόγο ότι στο εσωτερικό της η κοινότητα των ταξικών συμφερόντων είναι δεδομένη. Εκπροσωπείται ουσιαστικά μόνο μια τάξη η οποία συνομιλεί με τον εαυτό της αναζητώντας τον καλύτερο τρόπο να διαχειριστεί τα συμφέροντα της.
Η ταξική αυτή ομοιογένεια διαταράσσεται με την κομματική δημοκρατία που παράλληλα με άλλα πολιτειακά φαινόμενα, όπως η εισαγωγή του κράτους πρόνοιας, αλλάζει το πολιτειακό παράδειγμα και συνιστά τη μετάβαση από το τυπικό, φιλελεύθερο κράτος δικαίου του 19ου αιώνα στην μαζική δημοκρατία του κράτους πρόνοιας του 20ου . Επομένως, η εισαγωγή θεσμών άμεσης δημοκρατίας τοποθετείται χρονικά στη μετάβαση από το φιλελεύθερο κράτος στο σύγχρονο οικονομικό κράτος του 20ου. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η μαζική εισαγωγή δημοψηφισμάτων, θεσμών αρνησικυρίας και θεσμών ανάκλησης αρχόντων παρατηρείται κατά την περίοδο της «Επίχρυσης εποχής» («Gilted Age»[8]) από το κίνημα των προοδευτικών (progressive)[9].
Πρόκειται για την εποχή όπου οι «ληστές-βαρόνοι», οι κροίσοι των πετρελαιοπηγών, των σιδηροδρόμων και των τραπεζών, συγκεντρώνουν στα χέρια τους όχι μόνον την οικονομική εξουσία, αλλά μέσω «μαύρου χρήματος» και την πολιτική εξουσία. Σε συνθήκες λοιπόν ακμάζουσας διαπλοκής, θα λέγαμε με τη σημερινή ορολογία, και μάλιστα στη Μέκκα του καπιταλισμού, αλλά και στην κατεξοχήν χώρα που η συνταγματική εθνογένεση είχε στην καρδιά του προβληματισμού της την προστασία των δικαιωμάτων της μειοψηφίας και τα όρια της δικτατορίας της πλειοψηφίας, εισάγεται μια σειρά αμεσοδημοκρατικών θεσμών, όπως ο θεσμός της ανάκλησης των Κυβερνητών των Πολιτειών και το δημοψήφισμα λαϊκής πρωτοβουλίας. Αρχικά στη Ν. Ντακότα, στο Όρεγκον και στην Καλιφόρνια, στη συνέχεια σε 20 άλλες Πολιτείες των ΗΠΑ καθιερώθηκαν δημοψηφίσματα της μορφής αυτής.
Το δημοψήφισμα δεν αποτελεί φυσικά προνόμιο της αμερικανικής ηπείρου. Οι περισσότερες δυτικές δημοκρατίες έχουν ενσωματώσει στην πολιτική κουλτούρα τους τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων, συνδυάζοντας τις αρχές της αντιπροσωπευτικής και της άμεσης δημοκρατίας. Ο Θεμελιώδης Νόμος ορίζει στο άρθρο 20 ότι οι εξουσίες ασκούνται από τον λαό «με εκλογές και δημοψηφίσματα»[10]. Οι χώρες που έχουν το μεγαλύτερο αριθμό δημοψηφισμάτων είναι η Αυστραλία σε διεθνές επίπεδο και η Ελβετία σε ευρωπαϊκό, με πάνω από 600 δημοψηφίσματα από την γένεση της ελβετικής συνομοσπονδίας. Πρόκειται αναμφισβήτητα για δύο χώρες που αποτελούν υπόδειγμα σταθερών και φιλελεύθερων δημοκρατιών, και την καλύτερη διάψευση του επιχειρήματος ότι το δημοψήφισμα λειτουργεί αποσταθεροποιητικά.
Και νεότερες όμως δημοκρατίες επιλέγουν συχνά την οδό των δημοψηφισμάτων για την επίλυση σημαντικών πολιτικών θεμάτων. Τα τελευταία τριάντα χρόνια προκηρύχθηκαν δώδεκα δημοψηφίσματα στη Λιθουανία, εννέα στη Λετονία, έξη στη Ρουμανία και την Ουγγαρία, τέσσερα στην Πολωνία, δύο στην Εσθονία και τη Μολδαβία. Συνολικά στο ίδιο διάστημα έχουν διοργανωθεί στην Ευρώπη 116 δημοψηφίσματα ενώ πολλά είναι τα κράτη-μέλη που προβλέπουν συνταγματικό δημοψήφισμα, υποχρεωτικού συχνά χαρακτήρα, για ολική ή μερική αναθεώρηση ή ακόμα και για υιοθέτηση νέου Συντάγματος[11]. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέταση του αντικειμένου των δημοψηφισμάτων αυτών τα οποία ως επί το πλείστον μαρτυρούν διλημματικού χαρακτήρα επιλογές. Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν το δημοψήφισμα για τη μη ιδιωτικοποίηση του νερού στην Ιταλία και το Βερολίνο (2011), το καθεστώς της δημόσιας περιουσίας στην Πολωνία (1996) και την Ισλανδία (2011) ή αυτό για το εκλογικό σύστημα στη Ρουμανία (2007), τη Μεγάλη Βρετανία (2011) και το Λουξεμβούργο (2015).
Aκόμα ένα κρίσιμο ζήτημα είναι αυτό της δυνατότητας διεξαγωγής δημοψηφίσματος με αντικείμενο ατομικό δικαίωμα. Η βασική θέση των πολέμιων αυτής της δυνατότητας επικεντρώνεται στο ότι δεν δύναται να τεθεί στην κρίση της πλειοψηφίας ένα ατομικό δικαίωμα που από την φύση του προορίζεται για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας. Το επιχείρημα όμως αυτό δεν ευσταθεί. Για οτιδήποτε μπορεί να αποφασίσει η Βουλή, ως αντιπροσωπευτικό όργανο, πρέπει να μπορεί να το αποφασίσει απευθείας και ο λαός μέσω δημοψηφίσματος. Άλλωστε και το πεδίο αρμοδιότητας του κοινού νομοθέτη περιορίζεται από τη μη δυνατότητα προσβολής του πυρήνα ενός δικαιώματος.
Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα της συνταγματικής κατοχύρωσης του δικαιώματος, να μη μπορεί αυτό ουσιωδώς να περιοριστεί ούτε από την πλειοψηφία, είτε αυτή εκφράζεται κοινοβουλευτικά είτε με άλλο τρόπο. Η άρνηση λοιπόν της δυνατότητας του λαού να αποφασίζει για θέματα για τα οποία η Βουλή έχει αρμοδιότητα ισοδυναμεί με υιοθέτηση της άποψης που διατύπωνε ο Λοκ ότι «οι μεροκαματιάρηδες και οι εμπορευόμενοι, οι γεροντοκόρες και οι καμαριέρες δεν μπορούν να αποφασίζουν» για τα πολιτικά θέματα.
Σήμερα, το δημοψήφισμα αποτελεί έναν από τους βασικότερους θεσμούς συμπλήρωσης και αναζωογόνησης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σε όλο τον πλανήτη. Το παράδειγμα της ελληνικής κρίσης επιβεβαιώνει αυτή την διαπίστωση. Διότι στην Ελλάδα, η οικονομική κρίση συνοδεύεται και από μια κρίση του πολιτικού συστήματος, που λόγω των χρόνιων, εγγενών αδυναμιών του, κατέρρευσε. Η κατάρρευση αυτή, που σφραγίστηκε με το τέλος του δικομματισμού, σηματοδοτεί την ανάγκη συμβολικής αλλά και πραγματικής αλλαγής σελίδας.
Ανάλογη ήταν η περίπτωση της Γαλλίας κατά την περίοδο της κρίσης στην Αλγερία, όταν ο στρατηγός De Gaulle προχώρησε στην βαθειά τομή αλλαγής Συντάγματος, μολονότι το Σύνταγμα του 1946 δεν προσμετρούσε παρά μόνον δώδεκα έτη ζωής. Με το δημοψήφισμα που διοργάνωσε έθεσε στην κρίση του λαού την ψήφιση νέου συνταγματικού χάρτη, σηματοδοτώντας έτσι τη μετάβαση από την IV στην V γαλλική Δημοκρατία ως έξοδο από την κρίση.
Στην Ελλάδα ωστόσο, η έλλειψη συμφωνίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων δεν αφήνει περιθώρια για τη σύγκληση συντακτικής Βουλής, την ορθότερη, κατά τη γνώμη μου, λύση που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για ριζικές θεσμικές αλλαγές. Ακόμα όμως και στο πλαίσιο της αναθεωρητικής διαδικασίας, μπορεί να επιτευχθεί η δυνατότητα του κάθε πολίτη να συμμετέχει στην άσκηση της εξουσίας. Διότι η ενίσχυση της θέσης του, θα επιτρέψει το ξεπέρασμα της βασικότερης κρίσης που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή το πολιτικό σύστημα, που είναι κρίση νομιμοποίησης, κρίση ουσιαστικά ηθική, όπου ο μέσος πολίτης δεν αναγνωρίζει στους αντιπροσώπους του την ικανότητα να τον κυβερνούν. Πρόβλημα που επιτείνεται εξάλλου από τις συνεχείς δοκιμασίες που επιβάλλονται από τον εξωτερικό έλεγχο της χώρας, που, εκ των πραγμάτων, σχετικοποιεί τη λαϊκή κυριαρχία.
Στο πλαίσιο αυτό της επερχόμενης αναθεώρησης, η συνταγματική κατοχύρωση των αρχών της απλής αναλογικής θα συμβάλλει στην εκτόνωση των πολωτικών εντάσεων αλλά και στην ενίσχυση της δυνατότητας των κομμάτων να διαμεσολαβούν αποτελεσματικότερα τη λαϊκή βούληση. Διότι το παρόν εκλογικό σύστημα επιτρέπει και πολλές φορές απαιτεί «κόμματα φρανκενστάιν», δηλαδή χιμαιρικά κόμματα φτιαγμένα από μέλη διαφορετικών όντων. Το παράδειγμα της Νέας Δημοκρατίας σήμερα είναι χαρακτηριστικό. Το κόμμα αυτό απαρτίζεται από τρία διαφορετικά, και όχι απαραίτητα ιδεολογικά συγγενή, ρεύματα: το παραδοσιακό ρεύμα της «λαϊκής-καραμανλικής» δεξιάς, το νεοφιλελεύθερο ρεύμα που εκφράζει ο αρχηγός της και μία ακροδεξιά τάση, που ενισχύθηκε από τις μεταγραφές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη φάση της προηγούμενης διακυβέρνησης. Ο λόγος που αυτές οι τρεις «φυλές» βρίσκονται κάτω από την ίδια στέγη είναι γιατί η προσμονή της εξουσίας λειτουργεί σαν συγκολλητική ύλη, που κρατάει τρεις εντελώς ασύμβατους πολιτικούς οργανισμούς στο εσωτερικό του ίδιου κόμματος.
Επιπλέον, όπως διαμορφώνεται η νέα πολιτική γεωγραφία στην Ελλάδα, κανένα αριθμητικό bonus δεν φαίνεται να μπορεί να εξασφαλίσει σε κάποιο από τα δύο μεγάλα κόμματα αυτοδυναμία. H αδυναμία αυτή μαρτυρά την αναγκαιότητα μιας νέας αρχιτεκτονικής του πολιτεύματος. Ως εκ τούτου, η απλή αναλογική θα πρέπει να συνδυάζεται με εισαγωγή νέων θεσμών ισχυροποίησης της Βουλής και του βουλευτή, που θα επιτρέπουν ταυτόχρονα την δημιουργία σταθερών κυβερνήσεων. Προς αυτή την κατεύθυνση χρήσιμος θα είναι, για παράδειγμα, ο γερμανικής προελεύσεως θεσμός της «εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας»[12], που θέτει την υποχρέωση να συνοδεύεται η πρόταση δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης και από πρόταση για ανάδειξη νέας. Η μη δυνατότητα διάλυσης της Βουλής οποτεδήποτε ή σε περίπτωση διάλυσης, η διάρκεια της νέας Βουλής να καλύπτει μόνο το υπόλοιπο της βουλευτικής περιόδου, βρίσκονται επίσης στην ίδια κατεύθυνση. Επιπλέον, πρέπει να καταστεί σαφές ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να ελέγχεται μόνο όταν το επιθυμεί, θέση που συνεπάγεται την υποχρέωση συγκρότησης εξεταστικών επιτροπών όταν το ζητούν τα 2/5 τουλάχιστον της Βουλής.
Ακόμα ένα ουσιώδες στοιχείο που θα συμβάλλει αποφασιστικά στην ανανέωση του πολιτικού συστήματος είναι η ισχυροποίηση των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας ως ρυθμιστή του πολιτεύματος, όχι ως ανταγωνιστικού προς τον πρωθυπουργό πόλο της εκτελεστικής λειτουργίας. Η ισχυροποίηση αυτή μεταφράζεται κατεξοχήν στη δυνατότητα άμεσης εκλογής του από το λαό, κατά το πρότυπο της Γαλλίας, ή, έστω, σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η εκλογή του από την Βουλή με μεγάλη πλειοψηφία. Η δυνατότητα αυτή θα επιτρέψει την αναμέτρηση μεταξύ των δύο αντιτιθέμενων σήμερα κυρίαρχων πολιτικών τάσεων, που εξειδικεύουν το δίπολο δεξιάς και αριστεράς, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας. Θα επιτρέψει με άλλα λόγια τη σύγκρουση μεταξύ των υπέρμαχων του νεοφιλελευθερισμού και εκείνων που υπεραμύνονται μιας κοινωνικής Ευρώπης καθώς και την ανάδειξη μιας σαφούς διαχωριστικής γραμμής μεταξύ τους. Μέσω αυτού του τρόπου εκλογής, θα μπορούσε να εκφραστεί η συνολική κατεύθυνση των επιλογών της κοινωνίας, ενόψει της αδυναμίας ανάδειξης αυτοδύναμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Η νέα λοιπόν αρχιτεκτονική του πολιτεύματος πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία ενίσχυσης της ίδιας της Βουλής και θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, λογοδοσίας και λαϊκής συμμετοχής. Γιατί αν η ενίσχυση του νομοθετικού σώματος επιτρέψει την δημοκρατικότερη λειτουργία του κοινοβουλευτικου πολιτεύματος, οι θεσμοί άμεσης δημοκρατίας θα επιφέρουν την απαιτούμενη ηθική ανατροπή και επανανομιμοποίηση της εν γένει πολιτικής εξουσίας.
Η βασική διαφωνία του εάν δείχνουμε περισσότερη εμπιστοσύνη στο λαό ή στις ελίτ, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, αντανακλάται ακόμα και στην αναθεωρητική διαδικασία. Οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης θεωρούν ότι θεσμικά αντίβαρα, όπως η εισαγωγή ανεξάρτητων διοικητικών αρχών ή, ενδεχομένως, Γερουσίας, επαρκούν για την πλήρωση των προϋποθέσεων εκδημοκρατισμού. Ωστόσο, η δημιουργία παρόμοιων δικαιοκρατικών νησίδων δεν αρκεί για την καταπολέμηση ενός κράτους βαθειά πελατειακού, που χαρακτηρίζεται από την κομματοκρατία και έλλειψη δικαιοκρατικών αρχών. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο καθίσταται επιτακτική η ανάγκη επιστροφής στον πολίτη της τελικής μορφής λογοδοσίας. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να καθιερωθεί, μεταξύ άλλων, και η δυνατότητα ανάκλησης των εκλεγμένων αντιπροσώπων, και κυρίως του Προέδρου της Δημοκρατίας, ειδικά αν έχει ισχυροποιημένο ρόλο, όπως προτείνω παραπάνω. Στην ίδια λογική κινείται άλλωστε τόσο η εισαγωγή μορφών αρνησικυρίας σε ψηφισμένους νόμους όσο και η δυνατότητα νομοθετικής πρωτοβουλίας και δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία.
Με όλους αυτούς τους τρόπους και για όλους τους παραπάνω λόγους πρέπει να δίνεται στο λαό η δυνατότητα να ασκεί την εξουσία, που τυπικά του ανήκει, συνεχώς, ουσιαστικά και όχι μόνο τη στιγμή των εκλογών. Η θέση αυτή δεν συνιστά άρνηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αλλά αντιθέτως συνιστά σύνθεση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με τη δυνατότητα του πολίτη να είναι ενεργός, όχι μόνο την ελάσσονα στιγμή της ψηφοφορίας αλλά καθόλη τη διάρκεια του πολιτικού βίου. Συνιστά, εν τέλει, ύψιστη δημοκρατική επιταγή.
* Το κείμενο αποτελεί γραπτή απόδοση εισήγησης του συγγραφέα στο Συνέδριο του Ιδρύματος Τσάτσου, Αναθεώρηση και λαϊκή συμμετοχή, Αθήνα, 11 Οκτωβρίου 2016. Διατηρείται ο προφορικός χαρακτήρας της, εισήγησης με τον απολύτως αναγκαίο υπομνηματισμό.
[1] J.J. Rousseau, Du Contrat Social, London, Penguin, 1968, pp. 83-84,
[2] J. Locke, The reasonableness of Christianity, as delivered in the Scriptures, 1695, §243.
[3] J.J. Rousseau, op. cit. σημ. 1.
[4] J. Locke, op. cit., σημ. 2.
[5] J.A Schumpeter, Capitalism, Socialism and Democracy N. York, Harper & Brothers,1950
[6] W. Lippman, Public Opinion, Free Press, Reissue edition June 1997, p. 287
[7] Δ. Θ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο Α, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1985, σ. 330.
[8] Η «Gilted Age» πήρε το όνομα της από το ομώνυμο βιβλίο του Mark Twain και καλύπτει την περίοδο μεταξύ 1870-1900 στις Η.Π.Α. Αποτελεί μια από τις πιο κρίσιμες περιόδους της αμερικανικής ιστορίας καθώς χαρακτηρίζεται από ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας η οποία όμως οδήγησε σταδιακά σε μεγάλη αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και της ισχύος των μεγιστάνων των σιδηροδρόμων, του πετρελαίου και των τραπεζών (robber barons).
[9] Αξίζει να σημειωθεί ότι οι progressive συνήθως δεν προέρχονταν από τους Δημοκρατικούς όπως θα περίμενε κανείς, ενώ ο επιφανέστερος εκπρόσωπος τους ήταν ο πρόεδρος των Ρεπουμπλικάνων Theodore Roosevelt.
[10] Συγκεκριμένα το άρθρο 20§2 του Συντάγματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ορίζει ότι: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό. Πρέπει να ασκούνται από το λαό μέσω εκλογών και δημοψηφισμάτων και μέσω ειδικών νομοθετικών, εκτελεστικών και δικαστικών σωμάτων ».
[11] Λ. Παπαδοπούλου, «Αναθεωρητικά δημοψηφίσματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση», Εθνος, 9/9/2016
[12] Η εισαγωγή του εν λόγω θεσμού αποτελεί πρόταση τόσο της επιτροπής αναθεώρησης που έχει συσταθεί με πρωτοβουλία της κυβέρνησης όσο και πολλών άλλων συνταγματολόγων. Βλ. Ν. Αλιβιζάτος, Φ.Σπυρόπουλος, Γ. Γεραπετρίτης κ.α. «Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα», Αθήνα, 2015.