ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΖ΄ – ΣΥΝΟΔΟΣ Δ΄
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΡΑΚΤΙΚΟ
Στην Αθήνα σήμερα, 22 Νοεμβρίου 2019, ημέρα Πέμπτη και ώρα 11.16΄ στην Αίθουσα Γερουσίας του Μεγάρου της Βουλής, συνεδρίασε η Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, υπό την προεδρία του Προέδρου αυτής κ. Νικόλαου Παρασκευόπουλου.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών):
«Κύριε Πρόεδρε, νομίζω ότι θα πρέπει να κάνετε δεκτές ως Προεδρείο -και στο εξής να συμφωνήσουμε ότι το Προεδρείο θα χειρίζεται τέτοιου είδους θέματα- εκείνες τις προτάσεις που πράγματι πρέπει να διευκολύνουν συναδέλφους από κόμματα που έχουν μικρή εκπροσώπηση στην Επιτροπή. Άρα θεωρώ λογικό να υπάρχει μια προσπάθεια συγχρονισμού των ωρών. Απογευματινά να ξεκινούν οι συνεδριάσεις της Τρίτης και της Τετάρτης, πρωί της Πέμπτης για να εξυπηρετούνται, επίσης, και οι Βουλευτές από την επαρχία.
Αντίθετα, δεν μπορώ να διαβλέψω όχι απλώς μια τακτική παρελκυστική να μιλάμε για τη διαδικασία, αλλά για την ουσία, αλλά κι ένα πραγματολογικό οξύμωρο και μια πολιτική υποκρισία στις προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας. Το οξύμωρο είναι προφανές. Μας λέει ο κ. Τασούλας ότι θέλει ευρυχωρία και αυτή την ευρυχωρία επιδιώκει να την πετύχει στενεύοντας το χρονικό εύρος που θα συζητάμε.
Ως ράφτης θα είχε αποτύχει και νομίζω και ως πολιτική πρόταση δεν είναι ιδιαίτερα πετυχημένη αυτή.
Νομίζω ότι το οξύμωρο είναι προφανές. Πολιτικά είναι υποκρισία, γιατί δεν μπορεί να λένε από μεριάς αντιπολίτευσης ότι θέλουμε να κουβεντιάσουμε σε βάθος και να περιορίζουν τον πολιτικό χρόνο.
Επίσης, νομίζω ότι η υποκρισία επιτείνεται από τη μεριά της Νέας Δημοκρατίας, αν δούμε τη δική της πρακτική όταν κατέθεσε το 2014 πρόταση για αντισυνταγματική αναθεώρηση, προφανώς για το θεαθήναι, χωρίς να επιδιώξει να συζητηθεί και να καταλήξει.
Επειδή εμείς προσανατολιζόμαστε στην ουσία και το έχουμε δείξει και με το μεταρρυθμιστικό μας έργο σε επίπεδο νομοθετικής πρωτοβουλίας και θέλουμε και η συνταγματική αναθεώρηση να ολοκληρωθεί, επιθυμούμε να ολοκληρωθεί με τους καλύτερους δυνατούς όρους ποιότητας του διαλόγου κι αυτό το εξασφαλίζει η πρόταση την οποία καταθέσατε.
Θα πρότεινα στο πνεύμα του Παναγιώτη Κουρουμπλή να δείξουμε κι εμείς μια ευελιξία. Να πούμε ας ξεκινήσουμε με τις τρεις συνεδριάσεις και αν δούμε πράγματι ότι καλύπτεται το έργο της Επιτροπής, που πραγματικά θα με εξέπληττε πολύ, γιατί θέλουμε να συζητήσουμε πολύ και γιατί θέλουμε να συζητήσουμε επί της ουσίας, στο μέλλον τις περιορίζουμε.
Επίσης, κύριε Πρόεδρε, και κυρίως γι’ αυτό πήρα τον λόγο, ακριβώς για να μην αναλωθεί η συζήτηση σε επιχειρήματα που κανέναν ουσιαστικά δεν ενδιαφέρουν, αλλά να διοργανώσουμε τη συζήτηση. Όλα τα άλλα διαδικαστικά θέματα που έχετε να θέσετε, να τα θέσετε unblock, να τοποθετηθούμε unblock και να ολοκληρώσουμε το διαδικαστικό θέμα για να μπούμε επιτέλους στην ουσία.»
« Κύριε Πρόεδρε, η προσπάθειά μας είναι η διαδικασία να υπηρετεί την ουσία. Γι’ αυτό και θέλαμε να ρυθμιστεί αυτό το ζήτημα μέσω του Προεδρείου. Όπως ορθά είπε ο κ. Παπαθεοδώρου, η πρότασή σας φαίνεται ότι απορρίφθηκε και γι’ αυτό την εισάγατε την πρότασή σας αυτή ξανά εσείς. Δεν υπήρχε κατά τη γνώμη μου, επομένως, καμία παραβίαση της κοινοβουλευτικής τάξης.
Προφανώς, αυτήν την πρόταση την υιοθετούμε και εμείς ως Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί εδώ δεν λειτουργούμε ως Κοινοβουλευτική Ομάδα. Γιατί την υιοθετούμε; Υπάρχουν απαιτήσεις της διαδικασίας που απορρέουν από το Σύνταγμα και των αναγκαίων συγκλίσεων που αυτό απαιτεί και επίσης πολιτικές ανάγκες που απορρέουν τόσο από τον μακρό, όσο και από τον βραχύ χρόνο. Ο μακρός χρόνος είναι αυτός που επιβάλλει στα θέματα ότι μπορούμε να έχουμε συγκλίσεις επί της ουσίας, χωρίς προφανώς να συγκαλύπτουμε τις πολιτικές και ιδεολογικές μας διαφορές. Ο βραχύς χρόνος απαιτεί να ανταποκριθούμε και στις απαιτήσεις αυτές που η κοινή γνώμη τάσσει ως προτεραιότητες.
Η πρότασή μας για την πρόταξη των θεμάτων που αφορούν την τιμή του πολιτικού κόσμου ανταποκρίνεται και στις δυο αυτές λογικές, του Συντάγματος -εννοώντας τη συναίνεση- και της συγκυρίας, διότι ελπίζω ότι κανείς δεν θέλει να συνεχίζεται αυτή η κατάσταση που, δυστυχώς, δεν διορθώθηκε με την Αναθεώρηση του 2001 και που θέτει στο εδώλιο του κατηγορουμένου συλλήβδην τον πολιτικό κόσμο με την κατηγορία ότι προσπαθούμε να προστατέψουμε τα νώτα μας, όντας διαφορετικοί από τους υπόλοιπους πολίτες.
Υπάρχει κάποιος από εμάς που θεωρεί ότι αυτό δεν είναι μείζον ζήτημα, ακριβώς γιατί συναρτάται με την αξιοπιστία του συνόλου του πολιτικού συστήματος και την πολιτική κρίση που πέρασε τα τελευταία χρόνια η χώρα μας; Δεν πρέπει αυτό το θέμα να προταχθεί και γι’ αυτόν τον λόγο, αλλά και για να δείξουμε στην ελληνική κοινή γνώμη, στον ελληνικό λαό, ότι αντιλαμβανόμαστε τις ανάγκες του, αντί να συζητάμε και ουσιαστικά να αναλώνουμε τον χρόνο μας σε αυτά τα δευτερεύοντα ευτελή διαδικαστικά; Από εκεί και μετά, λέμε και εμείς να συνεχίσουμε με τη σειρά του Συντάγματος, το οποίο έχει τέσσερα μέρη και έξι τμήματα. Το λέω αυτό, για να συμφωνούμε τουλάχιστον στους αριθμούς.
Επομένως, η έκκλησή μου προς τους συναδέλφους της Αντιπολίτευσης είναι ότι έχουμε πεδίο αντιπαράθεσης, όπου θα φανούν οι διαφορές μας και το ποιος είναι ποιος. Μην εκτίθενται. Είναι δυνατόν αυτό το μείζον ζήτημα της τιμής του πολιτικού κόσμου να μη δεχθείτε να το συζητήσετε πρώτο; Θέλουμε να προστατεύσουμε και τη δική σας τιμή, όχι μόνο τη δική μας.
Νομίζω, λοιπόν, ότι πρέπει να συνεχίσουμε έτσι και να μην προχωρήσουμε σε κονταροχτυπήματα που μπορεί να ταιριάζουν ίσως σε μια συνέλευση αμφιθεάτρου πανεπιστημίου, αλλά να προχωρήσουμε επί της ουσίας.»
«Η πρότασή μου δεν είναι άλλη από αυτήν που είπα στην αρχή. Ήμουν σαφέστατος.
Ζήτησα να προταχθεί το ζήτημα των άρθρων 86 και 62 ως θέματος τιμής πολιτικού κόσμου, ως αναγκαίο τόπο σύγκλισης, γιατί συμπίπτουμε και προς την κατεύθυνση εκεί. Δεν συμπίπτουμε μόνο ως προς τα άρθρα. Μετά είπα σαφώς στην ομιλία μου ότι θα ακολουθήσουμε τη σειρά των άρθρων. Δεν είναι άλλο αυτό που μας ζητείται.
Πραγματικά ενεός και έκπληκτος άκουσα όλα αυτά που ειπώθηκαν για το θέμα του άρθρου 3, το οποίο εμείς –σας το λέω ευθέως- το θεωρούμε προνομιακό χώρο για να αναπτύξουμε το ιδεολογικό μας στίγμα, γιατί είναι πλέον ώριμος ο πολιτικός χρόνος από όλες τις απόψεις.
Με απόλυτο, λοιπόν, σεβασμό στις άλλες απόψεις το έγγραφο το οποίο επικαλείστε ήταν μια προσπάθεια του Προέδρου να αντλήσει συναίνεση από τους άλλους δύο συμπροέδρους, η οποία δεν υπήρξε.
Ακουγόμαστε εδώ και καταγράφεται στα Πρακτικά η θέση μας. Ως γενικός εισηγητής της Πλειοψηφίας μίλησα ευθαρσώς καθαρά και από την αρχή.
Η θέση μας ήταν πρόταξη των θεμάτων που αφορούν την τιμή του πολιτικού κόσμου για λόγους συναίνεσης, για όλους αυτούς τους λόγους που ανέφερα και μετά είπα σαφέστατα ότι θα ακολουθήσουμε τη σειρά. Προφανώς η σειρά είναι να μιλήσουμε για το άρθρο 2, που έχει θέσει η Νέα Δημοκρατία και αφορά τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας και το άρθρο 3. Γιατί είπαμε σαφέστατα ότι θα ακολουθήσουμε ακριβώς τη σειρά που έχουν τα άρθρα στο Σύνταγμα.
Αυτή ήταν εξ αρχής η πρότασή μας. Δεν υπάρχει καμία διαφοροποίηση επ’ αυτής. Αναλωθήκαμε εν ου παικτοίς γιατί φαίνεται ότι υπάρχει πρόθεση από ορισμένες πλευρές να μη μιλάμε επί της ουσίας. Επιτέλους, ας σταματήσουμε.»
«Θέλω απλώς να τοποθετηθώ στο θέμα που έθεσε ο Πρόεδρος κ. Τραγάκης ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης το οποίο δεν είναι διαδικαστικό απλώς, έχει σημαντική ουσία. Όπως ακούσατε, η άποψή μας, όπως εκφράστηκε και από τον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και Πρωθυπουργό, αντανακλά τα πρόσφατα τεθέντα σε παρενθετική σκέψη στην απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου 11/2003. Αντίθετα όμως με την κριτική που άκουσα από τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας, ότι υπάρχει εδραιωμένη άποψη περί του αντιθέτου, θέλω να θέσω υπόψη σας ότι και ο ιστορικός νομοθέτης και η λογική του Συντάγματος επιβάλλει την άποψη αυτή την οποία επικαλέστηκε ο Πρωθυπουργός να υιοθετήσουμε εμείς ως οδηγό των συζητήσεών μας.
Ο ειδικός εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας κατά το Σύνταγμα του 1975 Κωσταντίνος Τρικούπης –και θα τα καταθέσω στα Πρακτικά- λέει επί λέξει τα εξής: «Εν προκειμένω, πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν είναι ορθόν να δεσμεύεται απολύτως η δευτέρα Βουλή, η κληθησομένη να επιτελέσει το αναθεωρητικόν έργον, από τας αποφάσεις της προηγουμένης, στενώς περιοριζούσης την καθ’ ύλην αρμοδιότητά της, δια του καθορισμού ειδικώς των αναθεωρητέων διατάξεων». Λέει δηλαδή, για να απαντήσει αρνητικά, αυτά που έθεσε ο κύριος Πρόεδρος. Και συνεχίζει την επιχειρηματολογία του υποστηρίζοντας ότι δεσμεύει η προτείνουσα Βουλή την επόμενη, αναφερόμενος σε κανέναν άλλον λιγότερο από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Και λέει: «Όμως, παρ’ ημίν τούτο πάντοτε ίσχυσε», πάντοτε η δέσμευση της προηγούμενης Βουλής επί της επόμενης, «ετονίσθη δε και από τον Ελευθέριον Βενιζέλον, ειπόντα επί του προκειμένου: «Σαφής είναι η έννοια του άρθρου, καθ’ ην προς αναθεώρησιν συγκαλουμένη Βουλή, ανεξαρτήτως των άλλων αυτής καθηκόντων, δεν δύναται εν τη ενασκήσει του αναθεωρητικού αυτής έργου να εξέλθει των ορίων τα οποία έταξεν η την αναθεώρησιν αποφασίσασα Βουλή». Θα κατατεθούν στα Πρακτικά.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος πρόσθεσε ένα τυπικό επιχείρημα απαντώντας στην άποψή σας ότι η επόμενη Βουλή είναι αναθεωρητική. Είπε μιλώντας στο πλαίσιο της αναθεώρησης 2001 –και θα καταθέσω και το αντίστοιχο κομμάτι των Πρακτικών- ότι επειδή για πρώτη φορά το άρθρο 110 προβλέπει εναλλαγή πλειοψηφιών ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη Βουλή, για πρώτη φορά -λέει ο Ευάγγελος Βενιζέλος και έχει δίκιο- και οι δύο Βουλές είναι αναθεωρητικές.»
«Η άποψή μας, λοιπόν, είναι η εξής. Είναι διαδικαστικό θέμα μείζονας τάξης, που δεν μπορεί να παραπεμφθεί σε επόμενη συνεδρίαση, ακριβώς γιατί καθορίζει τα όρια της σύγκλισης. Αφορά, λοιπόν, αυτό το θέμα το πώς θα συζητήσουμε, τα όρια της σύγκλισης που θα επικαλεστούμε, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο θα ψηφίσει η επόμενη Βουλή.
Σας θυμίζω δε, κύριε Πρόεδρε, ότι δεν το έθεσα εγώ. Το έθεσε ο κύριος Αντιπρόεδρος. Επομένως, εφόσον τα θέματα αυτά έχουν τεθεί, θα πρέπει να συζητηθούν. Πρέπει να είναι συνείδηση όλων μας ότι τα χρονικά όρια, τα οποία έχουμε θέσει, θα τα υπερβαίνουμε, όταν θα πρέπει να συζητηθούν σημαντικά θέματα ουσίας, ακριβώς γιατί όλα πρέπει να συζητούνται εδώ.
Επομένως, συνοψίζοντας, υπάρχει το ζήτημα της συνταγματικής τάξης και υπάρχει και το ζήτημα της πολιτικής τάξης. Η θέση μας είναι αυτή που εκφράστηκε και από τον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας και αυτό θα καθορίσει και τη διαδικασία συζήτησης εδώ, κυρίως, όμως, τη διαδικασία με την οποία θα ψηφίσουμε, όταν έρθει η ώρα, στην Ολομέλεια.
Γιατί αν επί του ιδίου άρθρου έχουμε δύο διαφορετικές προτάσεις, προφανώς, θα ψηφίσουμε επί των διαφορετικών προτάσεων, οι οποίες θα κατατεθούν. Και αναλόγως από το εάν κάποια από αυτές τις προτάσεις συγκεντρώσει την αναγκαία συνταγματική πλειοψηφία, θα παραπεμφθεί στην επόμενη Βουλή.»