ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΖ΄ – ΣΥΝΟΔΟΣ Δ΄
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
ΠΡΑΚΤΙΚΟ
Στην Αθήνα σήμερα, 28 Νοεμβρίου2018, ημέρα Τετάρτη και ώρα 11.17΄ στην Αίθουσα Γερουσίας του Μεγάρου της Βουλής, συνεδρίασε η Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, υπό την προεδρία του Προέδρου αυτής κ. Νικόλαου Παρασκευόπουλου, με θέμα ημερήσιας διάταξης: Συζήτηση προτάσεων για την αναθεώρηση του Συντάγματος, σύμφωνα με το γενικό πρόγραμμα που αποφασίστηκε και την πρόοδο των εργασιών (ολοκλήρωση της συζήτησης για τα άρθρα 62 και 86 του Συντάγματος και συζήτηση επί των άρθρων 2 και 3 του Συντάγματος).
«ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής ΣΥΡΙΖΑ): Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Αγαπητοί κύριοι συνάδελφοι, νομίζω ότι έγινε μια επαρκής αναλυτική και σε γενικές γραμμές σε καλό κλίμα συζήτηση που ανέδειξε τα αναγκαία θέματα που πρέπει να ρυθμιστούν.
Δεν είναι ούτε fakenews ούτε λαϊκισμός ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα υπαρκτό φαινόμενο διαφθοράς πολιτικών, όχι μόνο στην Ελλάδα. Θα έχετε δει σε χώρες με υψηλό πολιτικό πολιτισμό, όπως η Γαλλία, η Γερμανία, κατ’ εξοχήν, η Ιαπωνία, το θέμα της ποινικής ευθύνης, ακόμα και Πρωθυπουργών, να είναι στο προσκήνιο για τους λόγους που ανάφερα στην πρωτομιλία μου και δεν χρειάζεται να αναφερθώ.
Στην Ελλάδα, εξαιτίας του ιδιόμορφου παρασιτισμού οικονομικών συμφερόντων στην κορυφή του κράτους και του αντίστοιχου στρεβλωμένου κρατικού παρεμβατισμού στην αγορά, τα φαινόμενα αυτά έχουν πολλαπλάσια έκταση και βάθος και δεν είναι δημιουργήματα προφανώς της επιθυμίας πολιτικών διωγμών από την Κυβέρνησή μας.
Επίσης, από τη συζήτηση σαφώς προέκυψε ότι η επέμβαση της Αναθεωρητικής Βουλής του 2001 ήταν ανεπαρκής και σε μια τουλάχιστον περίπτωση επιβαρυντική, σε βάρος της ισονομίας που θέλουμε να προωθήσουμε, δεδομένου ότι για πρώτη φορά σε συνταγματικό επίπεδο καθιερώθηκε η αποσβεστική προθεσμία. Έτσι, όλες οι μεταγενέστερες προσπάθειες του απλού νομοθέτη, όπως αυτή του ν.3961/2011 να εξομοιώσει τον χρόνο παραγραφής των υπουργικών αδικημάτων με τα άλλα κοινά εγκλήματα, ήταν προφανώς αλυσιτελείς. Νομίζω, λοιπόν, ότι από όλες τις πλευρές επιβεβαιώθηκε η ανάγκη για την κατάργηση της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας, όπως είναι στην παράγραφο 3.
Θεωρώ, επίσης, ότι από τις περισσότερες τοποθετήσεις -αναφέρομαι ιδιαίτερα στην τοποθέτηση του συναδέλφου κ.Φορτσάκη- επιβεβαιώθηκε και η ανάγκη με ερμηνευτική δήλωση να ξεκαθαρίσουμε το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 μόνο στα αδικήματα που στερρώς συνδέονται με την άσκηση του υπουργικού αξιώματος.
Ως προς το άρθρο 62 θεωρώ εύλογες -λόγω της ιστορίας και του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζει τα θέματα αυτά το Κομμουνιστικό Κόμμα- τις παρατηρήσεις του. Πράγματι, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται στο άρθρο 83, παράγραφος 3 του Κανονισμού της Βουλής, το ζήτημα αυτό, καλύπτει τις ανησυχίες τους, αλλά εξίσου θεωρώ εύλογο να θέλουν να υπάρχει μια αντίστοιχη αποτύπωση της ρύθμισης αυτής και σε επίπεδο Συντάγματος, Άρα, νομίζω ότι είναι εύλογο να αποδεχθούμε να υπάρχει η προσθήκη των λέξεων «εντός και εκτός Βουλής» για την προστασία της βουλευτικής δραστηριότητας, την οποία έχουμε πει ότι θα παρέχεται στο εξής στο πλαίσιο της βουλευτικής ασυλίας.
Ξαναλέω, αγαπητέ κύριε Τασούλα,-μια που πρέπει να συνδιαλεγομάστε, γιατί το νόημα των δευτερομιλιών αυτό είναι, να επιδιώκουμε συγκλίσεις και σε επίπεδο διατυπώσεων, εφόσον έχει προηγηθεί η συζήτηση- ότι για αυτόν τον λόγο περιμένουμε την εξειδίκευση των προτάσεων σας. Ακόμα και για την επόμενη συζήτηση καλύπτεται η αδυναμία αυτή, γιατί ακριβώς επειδή η παράγραφος 1 του άρθρου 2 ανήκει στις μη αναθεωρητέες, εξ ορισμού προκύπτει ότι η γενική σας αναφορά στο άρθρο 2 αναφέρεται στη δεύτερη παράγραφο. Αλλά όταν στη συνέχεια θα αρχίσουμε να συζητάμε τις πιο εξειδικευμένες διατάξεις, για να είναι σύμφωνη η πρότασή σας με τη ρητή ανάγκη που ορίζει το άρθρο 110 να αναθεωρούνται διατάξεις, όχι ολόκληρα άρθρα του Συντάγματος, θα πρέπει να εξειδικευτεί η πρότασή σας.
Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.»
«ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Ερχόμαστε να συζητήσουμε και να ρυθμίσουμε ένα θέμα ιστορικής σημασίας, συμβολικής σημασίας, που θα εναρμονίσει την Πολιτεία μας με τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, αλλά και θα εφαρμόσει την εισαγγελική ρήση «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, τα του Θεού τω Θεώ».
Συζητάμε για τους διακριτούς ρόλους Πολιτείας και Εκκλησίας. Υπενθυμίζω ότι ήδη κατά τη συζήτηση του Συντάγματος το 1975 ο τότε Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων της Νέας Δημοκρατίας είχε θεωρήσει ότι κάτι πρέπει να γίνει σε αυτόν τον τομέα, αλλά δεν ήταν -έλεγε- τότε ώριμη η στιγμή. Το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε δύο φορές σχετικές προτάσεις και το 1995 και το 2006, τις οποίες όμως ακόμη και στην Αναθεώρηση του 2001, μολονότι είχε τη σχετική πλειοψηφία, τις απέσυρε.
Εμείς, όπως έχουμε κάνει, σε σχέση με όλες τις χρονίζουσες μεταρρυθμίσεις, που πολλοί θα ήθελαν να προωθήσουν, αλλά για διάφορους λόγους, είτε γιατί έχουν ύστερες πολιτικές αμφιβολίες είτε επειδή θέλουν να αποφύγουν το πολιτικό κόστος, δεν τις έφθασαν μέχρι το πέρας, θέλουμε να κινηθούμε διαφορετικά.
Να ξεκαθαρίσω από την αρχή το πλαίσιο στο οποίο θα γίνει η συζήτηση, το ιστορικό της πλαίσιο.
Στην Ελλάδα δεν είχαμε ποτέ αντικληρικαλισμό, για συγκριμένους ιστορικούς λόγους, σχετικούς τόσο με την Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και με τους όρους της εθνογένεσης και της δημιουργίας του νέου ελληνικού κράτους. Όπως γνωρίζετε, ο ορισμός του Έλληνα στα επαναστατικά Συντάγματα ήταν «αυτός που βρισκόταν εντός των ορίων της επικράτειας και ήταν χριστιανός», ακριβώς γιατί άλλα κριτήρια που τα θεωρούμε δεδομένα σήμερα, όπως το κριτήριο της γλώσσας, δεν είχαν τότε γενική εφαρμογή.
Πέρα από αυτό το ιστορικό χαρακτηριστικό, σημαντικό είναι να σημειώσουμε ότι η Εκκλησία της Ελλάδας έπεται και δεν προηγείται της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, όπως είχε συμβεί με όλες σχεδόν τις άλλες ιστορικές περιπτώσεις στην Ευρώπη. Και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, η τελική διαμόρφωση της ουδετερόθρησκης πολιτείας στις χώρες της Δύσης συνέπεσε με σημαντικούς πολιτιστικούς πολέμους, -Kulturkampf είναι ο γερμανικός όρος- που στη μεν περίπτωση της Γαλλίας ξεκίνησαν από την εποχή της Επανάστασης -η Εξέγερση της Βανδέας ήταν και μία καθολική εξέγερση κατά της Γαλλικής Επανάστασης-, όσο και στη συνέχεια κατά τον 19ο αιώνα.
Σε εμάς, αντιθέτως, η συνταγματική αναγνώριση «επικρατούσας θρησκείας» έγινε με το Σύνταγμα το 1844. Ήταν, όμως, με βασιλικό διάταγμα το 1833 που αποσπάστηκε η Εκκλησία της Ελλάδας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ουσιαστικά, μέχρι να ολοκληρωθούν οι εξελίξεις που οδήγησαν στην αυτοκεφαλία, ενσωματώθηκε στον διοικητικό μηχανισμό τους κράτους, όπως τον φαντάζονταν οι Βαυαροί.
Εκεί, στην ιστορική με αυτόν τον τρόπο αυτονόμηση της Εκκλησίας της Ελλάδας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο βρίσκονται και οι ρίζες πολλών από τα θέματα που έχουμε να εξετάσουμε σήμερα: Το γεγονός, δηλαδή, ότι υποτάχθηκε η Εκκλησία της Ελλάδας σε ένα καθεστώς πολιτειοκρατίας, το οποίο εξασφαλίζει στο κράτος ασφυκτικό έλεγχο επί διαδικασιών που δεν του πέφτει λόγος, όπως είναι οι πνευματικές-εκκλησιαστικές, αλλά αντίθετα και τη δυνατότητα σε πολιτικούς, αλλά και εκκλησιαστικούς παράγοντες να χρησιμοποιήσουν ως δόγμα τη θρησκεία στο επίπεδο της πολιτικής.
Ο άλλος παράγοντας που προσδιορίζει ιστορικά τη διαφορετική σχέση του κλήρου με την ελληνική κοινωνία, αλλά και την ελληνική Αριστερά, είναι ακριβώς η ύπαρξη ενός λαϊκού κλήρου που όχι μόνο στο πλαίσιο του συνολικού συστήματος που έχει η Εκκλησία της Ελλάδας, αλλά και από το απλό γεγονός ότι οι Έλληνες παπάδες κάνουν παιδιά, είναι κομμάτι των κοινωνιών στις οποίες ζουν, ποτέ δεν ήταν αποκομμένος από τα ιστορικά δρώμενα.
Η κλασική δε ιστορική στιγμή που αυτό φαίνεται εναργέστερα είναι η μεγαλειώδης περίοδος της Αντίστασης, μέσω της συμμετοχής του μεγαλύτερου κομματιού του λαϊκού κλήρου στο ΕΑΜ.
Σας διαβάζω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Μακαριστού Χριστόδουλου «Μνήμες και μαρτυρίες από το ’40 και την Κατοχή»: «Σε καμία χώρα της κατεχόμενης Ευρώπης δεν υπήρξαν ιεράρχες σαν τον Ηλείας Αντώνιο και τον Κοζάνης Ιωακείμ, που ανέβηκαν στο βουνό από την αγάπη προς την πατρίδα και προτίμησαν να συγκακοποιηθούν με τα αγωνιζόμενα παιδιά του λαού, κάτω από τη σημαία του αντιστασιακού ΕΑΜ που δρούσε στις περιοχές τους, ενθαρρύνοντας με την παρουσία τους τα μαχόμενα τέκνα της πατρίδας».
Είναι αλήθεια ότι δεν ήταν πολλοί αυτοί από τον ανώτερο κλήρο οι οποίοι συμμετείχαν στον αντιστασιακό αγώνα. Ο Αντώνιος και ο Ιωακείμ ήταν ΕΑΜίτες. Υπήρχαν κι άλλοι. Τους αναφέρω γιατί δεν είναι ιδιαίτερα γνωστά τα ονόματά τους, εν μέρει προς ένδειξη τιμής στη μνήμη τους και εν μέρει προς ενίσχυση του αρχικού μου ιστορικού επιχειρήματος: οι Μητροπολίτες Σάμου και Ικαρίας Ειρηναίος, Χίου Ιωακείμ, Χαλκίδας Γρηγόριος, Αττικής Ιάκωβος, Βόλου Ιωακείμ, Δρυινουπόλεως και Κονίτσης Δημήτριος, Λάρισας και Ελασσόνας Καλλίνικος, Μήθυμνας Διονύσιος, βοήθησαν με πολλούς και διάφορους τρόπους τον αγώνα της Αντίστασης, χωρίς να είναι αυτοί, όπως ήταν οι δύο προηγούμενοι Μητροπολίτες, μέλη του ΕΑΜ.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, επειδή δεν υπήρχε ποτέ σύγκρουση της Αριστεράς με την Εκκλησία στην Ελλάδα, επέλεξε το ΕΑΜ να γίνει αγιασμός την πρώτη μέρα των εργασιών της Κυβέρνησης του Βουνού στις Κορυσχάδες.
Και παραπέρα, εκτός από την πλειοψηφία του λαϊκού κλήρου που συμμετείχε στην μετωπική οργάνωση του ΕΑΜ, την Παγκληρική, υπήρχαν πάρα πολλοί που πήραν τα όπλα. Είναι γνωστό ότι από τους πιο κοντινούς στον Άρη μαυροσκούφηδες ήταν ο καπετάν Ανυπόμονος, ο οποίος ήταν ο ηγούμενος της Μονής Αγάθωνος, ο Αρχιμανδρίτης Γερμανός. Ο ιερέας του Αρχηγείου του ΕΛΑΣ, που επίσης βρισκόταν πάντα κοντά στον Άρη, είχε το εύγλωττο προσωνύμιο παπα- Κουμπούρας.
Με λίγα λόγια, ποτέ δεν είχαμε στην Ελλάδα την ιστορική σύγκρουση ανάμεσα στην Εκκλησία και την Πολιτεία, πολύ λιγότερο με την Αριστερά, όπως έγινε σε άλλες δυτικές χώρες. Προφανώς ο ανώτερος κλήρος ενήργησε διαχρονικά ως κομμάτι του κατεστημένου. Δεν πήρε, όμως, ποτέ αυτή η σύγκρουση Κράτους- Εκκλησίας τα χαρακτηριστικά πολέμου ιδεών που πήρε στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ειδικά δε ως προς τις σχέσεις του λαϊκού κλήρου –ξανατονίζω- με τους κοινωνικούς αγώνες της χώρας μας δεν έχουμε άλλο ανάλογο προηγούμενο. Το πιο κοντινό είναι η Θεολογία της απελευθέρωσης στη Νότιο Αμερική, που όμως δεν έχει αυτόν τον μαζικό χαρακτήρα.
Απ’ αυτά που είπα, όμως, δεν σημαίνει ότι Πολιτεία και Εκκλησία έχουν τον ίδιο ρόλο, ούτε τις ίδιες λειτουργίες. Θέλω να σας διαβάσω ένα απόσπασμα άρθρου των Δημήτρη Τσάτσου και Κωνσταντίνου Τσουκαλά -και χαίρομαι που έγινε θετική επίκληση στο όνομα του αείμνηστου πρώτου απ’ όλες τις πτέρυγες της Βουλής- που ήταν και δικός μου δάσκαλος: «Μια ελεύθερη χριστιανική κοινωνία όχι μόνο δεν προϋποθέτει μια επίσημα ονομαζόμενη χριστιανική Πολιτεία, αλλά αναιρείται απ’ αυτήν. Από τη στιγμή που η Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών μπαίνει σε εισαγωγικά και αναδεικνύεται σε δεσμευτικό εθνόσημο, καταλύεται η δημοκρατία, αλλά και αλλοιώνεται η πίστη. Ή πιο απλά ειπωμένο: τον χριστιανό δεν τον παράγει η Πολιτεία, αλλά ο ίδιος ο χριστιανισμός. Ο χριστιανός που παράγει η Πολιτεία είναι ψεύτικος.»
Ήρθαμε επιτέλους τώρα να ρυθμίσουμε αυτό το μείζον θέμα. Έχει καμία δουλειά ο Υπουργός Παιδείας να δικάζει τις ενστάσεις κατά της εκλογής Αρχιεπισκόπου; Είναι λογικό να γίνεται ο ορισμός των Μητροπολιτών με προεδρικά διατάγματα; Σε τι ωφελεί αυτό την Πολιτεία και σε τι ωφελεί αυτό την Εκκλησία;»
«Η συνταγματική αναθεώρηση χρειάζεται, γιατί έχει παρερμηνευτεί η διάταξη του άρθρου 3 -που ποτέ δεν καθιέρωνε επίσημη θρησκεία- σε μια κατεύθυνση τέτοια που να θεωρεί ότι απορρέουν θρησκευτικές δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της κρατικής πολιτείας με τέτοιον τρόπο που η διάκριση των λειτουργιών να μην είναι σαφής.
Τι ερχόμαστε δηλαδή εδώ να κάνουμε; Να αποδεσμεύσουμε νομικά την Πολιτεία από μεταφυσικά ή θρησκευτικά κριτήρια -γιατί οι σύγχρονες πολιτείες έχουν θεμέλιό τους τη λαϊκή κυριαρχία και όχι μια μεταφυσική ιδέα, όποια και εάν είναι αυτή- και ταυτόχρονα να απελευθερώσουμε την Εκκλησία από τον εναγκαλισμό της από το κράτος, που δεν της προσδίδει τίποτα και αντιθέτως εν πολλοίς αναιρεί την ελευθερία της.
Αυτό θέλουμε να το κάνουμε με σεβασμό στην ιστορία της Εκκλησίας και των σχέσεών της με τους αγώνες του λαού μας. Γι’ αυτό τον λόγο δεν προτείνουμε την απάλειψη του προοιμίου, το οποίο ήταν παρόν σε όλα τα επαναστατικά συντάγματα και το οποίο θεωρούμε ιστορικό κειμήλιο, τμήμα της Ιστορίας. Άλλωστε ακόμα και στις Ηνωμένες Πολιτείες που μαζί με την Γαλλία είναι εκείνες οι πολιτείες με την πιο αυστηρή διάκριση του θρησκευτικού από το πολιτειακό στοιχείο, τέτοιες ιστορικές αναφορές επιβιώνουν. Εάν πάρετε ένα δολάριο στα χέρια σας, θα δείτε την επίκληση «inGodwetrust». Αυτό δεν σημαίνει ότι αλλοιώνεται το ουδετερόθρησκο της αμερικανικής πολιτείας.
Και ταυτόχρονα, εκτός από τις επεμβάσεις που κάνουμε στο άρθρο 3 προς την κατεύθυνση αυτή, με τις οποίες θα συνεχίσω, θέλουμε να επέμβουμε και σε εκείνη τη διάσταση που αλλοιώνει τους διακριτούς ρόλους σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των πολιτειακών οργάνων, ιδιαίτερα στον θρησκευτικό όρκο και γι’ αυτό προτείνουμε τις θετικές προβλέψεις και επεμβάσεις στο άρθρο 33 παράγραφος 2, στο άρθρο 13 παράγραφος 5 και στο άρθρο 59 παράγραφος 1 και 2, ώστε ο κανόνας στο εξής να είναι αποκλειστικά ο πολιτικός όρκος.
Τι κάνουμε, λοιπόν, στο άρθρο 3; Ορίζουμε την ρητή πρόβλεψη -αν και πράγματι απορρέει από το σύνολο της έννομης τάξης και εάν δεν υπήρχε πρόσφατη αμφισβήτηση από τη νομολογία, θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι είναι περιττή- περί του ουδετερόθρησκου της ελληνικής πολιτείας. Είναι, εν όψει των συνθηκών, αναγκαία τομή.
Ακόμα και αυτοί που υποστηρίζουν ότι η ουδετερότητα του Κράτους προκύπτει από το σύνολο της συνταγματικής τάξης, ιδιαίτερα από το άρθρο 13, δεν μπορούν να αρνηθούν ότι υπάρχει λυσσαλέα αντίδραση απ’ όσους -ακόμα και εάν δεν είναι νοσταλγοί της Ελλάδος των Ελλήνων Χριστιανών με την έννοια που προσέδιδε σε αυτήν η προηγούμενη αναφορά των Τσάτσου και Τσουκαλά- έχουν στο μυαλό τους μια πολιτεία που δεν είναι δημοκρατική, δεν έχει ως θεμέλιο τη λαϊκή κυριαρχία, αλλά άλλο μεταφυσικό θεμέλιο, μια πολιτεία δηλαδή που δεν είναι νεωτερική.
Παράλληλα, με την αναγνώριση του ουδετερόθρησκου αναφερόμαστε στην Ορθόδοξη Εκκλησία -προσδιορίζοντας και ποια είναι, τις σχέσεις της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο- ως επικρατούσα. Διευκρινίζουμε, όμως, με ερμηνευτική δήλωση ότι από τον ορισμό αυτό της ορθόδοξης θρησκείας ως επικρατούσας δεν απορρέουν κανονιστικές συνέπειες. Η αναγνώριση αυτή έχει ιστορικό χαρακτήρα, -όλα αυτά που προανέφερα- και πραγματολογικό, με την έννοια ότι η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων, όχι όλοι φυσικά, ανήκουν στην Ορθόδοξη Ανατολική του Χριστού Εκκλησία.
Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρούμε ότι για πρώτη φορά από την επέμβαση των Βαυαρών στα θρησκευτικά ζητήματα της χώρας ξεκαθαρίζουμε τις λειτουργίες της Πολιτείας και της Εκκλησίας. Όλα τα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας, όπως το σε ποια γλώσσα θα είναι η Αγία Γραφή, δεν έχουν λόγο να υπάρχουν στη διάταξη του Συντάγματος.»
«Εγώ, όμως, θεωρώ ότι η Ιστορία δεν μπορεί να είναι ποτέ επιχείρημα για την συσκότιση και τη σύγχυση εκείνων των διακριτών ρόλων που πρέπει να έχουν διαφορετικά πολιτειακά υποκείμενα.
Αυτά, λοιπόν, ως προς το άρθρο 3. Θα αναφερθεί και η ειδική εισηγήτριά μας.
Θα κάνω μια αναφορά στο άρθρο 2 παράγραφος 2, η αναθεώρηση του οποίου προτείνεται από τη Νέα Δημοκρατία. Η πρώτη μας προσέγγιση είναι ότι πρόκειται για μάλλον βερμπαλιστική προσθήκη, δεδομένου ότι ο προσανατολισμός αυτός της χώρας μας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση προκύπτει μετά την Αναθεώρηση του 2001, από την αναθεώρηση του άρθρου 28. Μάλιστα, ούτως ή άλλως το άρθρο 28 και στην αρχική του εκδοχή είχε θεσπιστεί με προσανατολισμό την υποδοχή των ευρωπαϊκών ρυθμίσεων.
Επειδή δεν θέλουμε να αποκλείσουμε συναινέσεις -δεν είναι αυτή η πρόταση από εκείνες που εξ ορισμού αποκρούουμε, όπως είναι αυτές που κατά τη γνώμη μας προωθούν τον νεοφιλελευθερισμό- θα μπορούσαμε να τις συζητήσουμε στο τέλος της συνολικής συζήτησης που θα κάνουμε για την Αναθεώρηση, όταν θα πρέπει να προσδιορίσουμε τη συνολική κατεύθυνση που θα έχει η Αναθεώρηση.
Γιατί η Αναθεώρηση, η κάθε αναθεώρηση, πρέπει να δίνει και ένα ιστορικό στίγμα, τι επιλέγει να ρυθμίσει. Όταν, λοιπόν φτάσει αυτή η στιγμή και θα έχουμε εξαντλήσει το σύνολο της συζήτησης των διατάξεων, θα μπορέσουμε να δούμε ίσως και αυτή τη ρύθμιση που προτείνετε. Με ποιες προϋποθέσεις, όμως, με ποιο caveat, με ποια επιφύλαξη;
Άκουσα πολλές φορές -και από τη Νέα Δημοκρατία το περίμενα, αλλά το άκουσα και από τον χώρο του ΚΙΝΑΛ- ότι δεν υπάρχουν προοδευτικά και συντηρητικά συντάγματα, ότι ο στόχος μας είναι να έχουμε τις optimumλύσεις. Για ποιον, όμως, optimum;
Θυμίζω ότι ο Ρολάν Μπαρτ, μιλώντας για το αντίστοιχο επιχείρημα που διακινούσε η γαλλική Δεξιά, έγραφε: «Για τη Δεξιά μόνο η Αριστερά κάνει πολιτική. Η ίδια εκφράζει το έθνος». Δεν είναι έτσι, όμως, τα πράγματα, κυρίες και κύριοι. Οποιαδήποτε διάταξη στην αναθεώρηση του Συντάγματος προωθεί τη δημοκρατία, τα δικαιώματα, τόσο τις πολιτικές ελευθερίες όσο και τα κοινωνικά, είναι προοδευτική. Και οποιαδήποτε πρόταση βρίσκεται αντίθετα στην κατεύθυνση αυτή είναι είτε συντηρητική είτε αντιδραστική. Για παράδειγμα, η πρόταση της συνταγματοποίησης του νεοφιλελευθερισμού με την ένταξη του χρυσού κανόνα στο Σύνταγμα είναι μια κλασική αντιδραστική πρόταση, γιατί ουσιαστικά, εάν υιοθετείτο, θα εμπόδιζε τη λειτουργία των κοινωνικών δικαιωμάτων και του παρεμβατισμού του κράτους για να αμβλύνει τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες, που είναι μία από τις κατακτήσεις του ιστορικού μεταπολεμικού συμβιβασμού που οδήγησε στο κράτος πρόνοιας.
Αν θέλετε, λοιπόν, να μιλήσουμε για την ευρωπαϊκή ενοποίηση να μιλήσουμε. Αλλά όπως στο άρθρο 28 έχουμε συγκεκριμένους ουσιαστικούς αντιπεριορισμούς, ότι δηλαδή οι διεθνείς σχέσεις της χώρας μας και η μεταφορά κυριαρχίας, πρέπει να προϋποθέτουν την προστασία της λαϊκής κυριαρχίας και των θεμελιωδώνδικαιωμάτων, αυτό θα πρέπει να γίνει σαφές και ως προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Και η ευρωπαϊκή ενοποίηση, την οποία εμείς στηρίζουμε είναι αυτή που σέβεται τις αρχές της δημοκρατίας, τις αρχές του κράτους δικαίου και τις αρχές του κοινωνικού κράτους. Και μη μου πείτε ότι αυτό είναι ανεπίκαιρο. Γιατί ακριβώς αυτό είναι αυτή τη στιγμή το μείζον διακύβευμα στην Ευρώπη: η σύγκρουση της ανοικτής Ευρώπης, της Ευρώπης των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των επαναστάσεων, με την Ευρώπη των κλειστών συνόρων, της επιστροφής σε ένα χρυσό εθνικιστικό παρελθόν που ποτέ δεν υπήρχε, την Ευρώπη που θέλει να παντρέψει τον νεοφιλελευθερισμό και την άκρα Δεξιά σε ένα αδιέξοδο για τους ευρωπαϊκούς λαούς.
Είναι προφανές ότι δεν νομοθετούμε ως αναθεωρητικοί νομοθέτες για τη συγκυρία, αλλά αυτή η σύγκρουση δεν είναι σύγκρουση της πολιτικής στιγμής. Ανέφερα και στην αρχική μου τοποθέτηση ότι το βασικό στίγμα της δικής μας πρότασης είναι η εμβάθυνση της δημοκρατίας και η απόκρουση ακριβώς αυτού του ρεύματος, της πιο πολεμικής ιδεολογίας που είχαν ποτέ οι αγορές, που θέλει να συνταγματοποιηθεί, θέλει να θέσει έξω από τον πολιτικό διάλογο, άρα και τη δημοκρατία, τις κρίσιμες οικονομικές αποφάσεις.
Απέναντι σε όλα αυτά εμείς είμαστε αντιμέτωποι ως εκπρόσωποι της δημοκρατικής απελευθερωτικής αντίληψης για τον ρόλο του Συντάγματος ως όπλο στα χέρια των εξουσιαζόμενων απέναντι στους εξουσιαστές και αυτό το στίγμα έχουν οι προτάσεις μας σε όλα τα επίπεδα. Και υπάρχουν περιπτώσεις που θα αναζητήσουμε μαζί σας συναινέσεις εκεί που πράγματι είναι αναγκαίο αυτό για την τιμή του πολιτικού κόσμου -τα άρθρα που κουβεντιάσαμε στην προηγούμενη συνεδρίαση-, είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε και μαζί σας, γιατί αυτός είναι ο ρόλος του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού, αλλά να είμαστε σαφείς και να μην έρχεστε υποκριτικά λέγοντας ότι η θέση σας τάχα δεν εκφράζει πολιτική άποψη και μόνο η δική μας εκφράζει. Ερχόμαστε με διαφορετικά ιδεολογικά και πολιτικά πρόσημα. Πρέπει εκατέρωθεν να είμαστε υπερήφανοι για τις ιδέες μας -εμείς τουλάχιστον είμαστε!- και έτσι να προωθούμε και τις νομικές αλλαγές που ανταποκρίνονται στις ιδέες αυτές.
Σας ευχαριστώ πολύ.»