04/10/2021
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Συνέντευξη του Τομεάρχη Εξωτερικών της Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Γ. Κατρούγκαλου στην εφημερίδα «Η ΑΥΓΗ της Κυριακής»
Η αναβλητική διπλωματία δεν οδηγεί πουθενά
Οι εξελίξεις στο γεωπολιτικό πεδίο δεν μας επιτρέπουν να βαρεθούμε, ειδικά η νέα συμφωνία των Αμερικανών στον Ειρηνικό με αντίπαλο την Κίνα και με την Ευρώπη να παρακολουθεί… αγνοημένη. Τι σημαίνουν για την Ελλάδα αυτές οι εξελίξεις;
Το κέντρο ενδιαφέροντος των ΗΠΑ μετατοπίζεται ανατολικά, ενόψει του ανταγωνισμού της με την Κίνα. Ήδη ο Πρόεδρος Ομπάμα είχε δηλώσει ότι η υπερδύναμη πρέπει να θεωρείται πλέον δύναμη του Ειρηνικού, όχι του Ατλαντικού. Προχωρούν στην αναδιάταξη των δυνάμεων τους χωρίς να διαβουλευθούν με τους Ευρωπαίους, επιλέγοντας στρατηγικούς εταίρους από τη λεγόμενη «αγγλοσφαίρα», Ηνωμένο Βασίλειο και Αυστραλία. Ανάλογα, άλλωστε, έπραξαν και με την εσπευσμένη αποχώρηση τους από το Αφγανιστάν. Είναι προφανές ότι οι ενέργειες αυτές πρέπει να λειτουργήσουν ως καταλύτης για την ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης, η οποία δεν πρέπει να εμπλακεί σε ένα ψυχρό πόλεμο με Κίνα ή Ρωσία.
Πιστεύετε ότι ήρθε η ώρα για μια κοινή ευρωπαϊκή άμυνα, για έναν ευρωπαϊκό στρατό; Ή μήπως για ένα στιβαρό ευρωπαϊκό κίνημα ειρήνης;
Οι δύο στόχοι δεν είναι ανταγωνιστικοί, αλλά συμπληρωματικοί. Πρέπει να υπάρξει κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και κοινή πολιτική άμυνας, σε αυτονομία από ΝΑΤΟ και ΗΠΑ, αυτή όμως πρέπει να είναι προσανατολισμένη προς την υπεράσπιση της ειρήνης και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Γενικότερα, δεν μπορούμε να έχουμε κοινή εξωτερική πολιτική χωρίς εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης και χωρίς εκδημοκρατισμό του τρόπου λήψης των αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης θα καταλήγει στην διαμόρφωση μιας έννοιας ευρωπαϊκής κυριαρχίας, πρόσθετης σε αυτή των κρατών μελών, η οποία θα εγγυάται τα σύνορα κάθε χώρας ως σύνορα της Ένωσης.
Ο (Σοσιαλδημοκράτης) απερχόμενος υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας έχει ταχθεί υπέρ της κατάργησης του βέτο στην Ε.Ε. στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Και είναι πιθανό η επόμενη γερμανική κυβέρνηση να παραμείνει σ’ αυτή τη γραμμή. Ποια είναι η δική σας θέση;
Είναι εντελώς πρόωρη παρόμοια μείζων θεσμική αλλαγή, ειδικά ενόψει του ότι δεν έχουν διαμορφωθεί ακόμη γενικοί άξονες της -ζητούμενης-αυτόνομης ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής σε όλα τα μείζονα θέματα. Δυστυχώς, σήμερα εξακολουθούν οι αποφάσεις στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων να λαμβάνονται βάσει των αυτοτελών εθνικών συμφερόντων, συχνά μάλιστα αποκλειστικά οικονομικών. Είναι μακρύς ο δρόμος για τη συναίρεση των επιμέρους αυτών συμφερόντων σε μία αντίληψη κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος. Όσο δε δεν έχουν διαμορφωθεί σαφείς θέσεις υπέρ των εθνικών μας θέσεων στα θέματα ασφάλειας που αντιμετωπίζουμε, δεν μπορούμε να δεχθούμε κατάργηση του βέτο.
Ιστορική χαρακτήρισε η κυβέρνηση τη συμφωνία με τη Γαλλία, επιμένοντας στην ρήτρα αμυντικής συνδρομής. Συμμερίζεστε αυτό τον ενθουσιασμό;
Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διαπραγματευόταν μια στρατηγική συμφωνία με τη Γαλλία, στο πλαίσιο της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που είχαμε διαμορφώσει, πράγμα που ρητά αναφέρεται και στο προοίμιο της. Η συμφωνία όμως, όπως συμφωνήθηκε πρόχειρα από τη Νέα Δημοκρατία, έχει τουλάχιστον δύο σοβαρά προβληματικά σημεία: το άρθρο 2 προβλέπει αμυντική συνδρομή μόνο σε περίπτωση επίθεσης κατά της «επικράτειας», αφήνοντας συνεπώς εκτός κάλυψης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, όπου κυρίως εντοπίζεται η τουρκική επιθετικότητα. Επίσης, στο άρθρο 18 προβλέπεται συμμετοχή σε κοινή ανάπτυξη δυνάμεων σε περιοχές όπως στο Σαχέλ, πέραν κάθε συλλογικής απόφασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλων διεθνών οργανισμών. Παρόμοια συμμετοχή σε εκστρατευτικό σώμα, σε συνδυασμό με τον τυχοδιωκτισμό της αποστολής στρατευμάτων στη Σαουδική Αραβία, ανατρέπει σταθερές της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας. Εάν δεν καλυφθούν αυτά τα προβληματικά σημεία, με ρηματική ανακοίνωση της Γαλλίας ως προς το πρώτο, με ρητή δέσμευση της κυβέρνησης ως προς το δεύτερο, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν μπορεί να ψηφίσει τη συμφωνία αυτή.
Ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες της εθνικής άμυνας – και ποια τα όρια αντοχής της χώρας στις εξοπλιστικές δαπάνες;
Στηρίζαμε και στηρίζουμε πάντα το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων, ως θεμέλιο της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας μας απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Άλλο αυτό όμως, άλλο η εμπλοκή μας σε μία αδιέξοδη κούρσα εξοπλισμών, χωρίς προγραμματισμό και χωρίς στρατηγική. Οι παλινωδίες του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος είχε απορρίψει την τελευταία στιγμή τον κρίσιμο Ιούλιο 2020 τις φρεγάτες ως «πολύ ακριβές», για να προχωρήσει σε προμήθειες εκτός προγραμματισμού και στρατηγικής, έχουν ήδη «φουσκώσει» το λογαριασμό των εξοπλισμών στο δυσβάσταχτο και δυσθεώρητο ποσό άνω των 10 δις Ευρώ. Αντί της έγκαιρης αγοράς των φρεγατών, που θα είχε επιτρέψει την παράδοση τους ήδη από το έτος 2023, ο πρωθυπουργός προχώρησε σε μη προγραμματισμένες προμήθειες, χωρίς την προβλεπόμενη θεσμικά πορεία έγκρισης (Ανώτατα Συμβούλια Κλάδων, ΓΔΑΕΕ, Συμβούλιο Αρχηγών Γενικών Επιτελείων, Συμβούλιο Άμυνας, Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εξοπλισμών και ΚΥΣΕΑ) πράγμα που δεν συμβάλλει στην ορθολογική ενίσχυση του αξιόμαχου των ενόπλων δυνάμεων.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προώθησε τη στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ. Γιατί δεν σας βρίσκει σύμφωνους η ανανέωση της συμφωνίας για τις βάσεις για πέντε χρόνια, που (λέει ότι) παζαρεύει η κυβέρνηση Μητσοτάκη; Και τι ακριβώς σημαίνει η “επ’ αόριστον” ανανέωση της αμυντικής συμφωνίας;
Εμείς είμασταν, πράγματι, που αναβαθμίσαμε τις σχέσεις με τις ΗΠΑ σε επίπεδο στρατηγικού διαλόγου, στη βάση όμως της αμοιβαιότητας συμφερόντων, την οποία εντοπίζαμε στην ανάγκη σταθεροποίησης της κατάστασης στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Αντιθέτως, η Νέα Δημοκρατία κινείται στο πλαίσιο της λογικής ενός παρωχημένου ατλαντισμού, που αντιλαμβάνεται τη χώρα ως προκεχωρημένο δυτικό φυλάκιο. Καμία κυβέρνηση δεν είχε συμφωνήσει σε ανανέωση της αμυντικής συμφωνίας πέραν της ετήσιας διάρκειας, ακριβώς για να υπάρχει έλεγχος εκ μέρους της χώρας μας εν όψει των εξελίξεων όχι μόνον στις διμερείς σχέσεις αλλά και στο ευρύτερο γεωστρατηγικό περιβάλλον.
Βλέπετε περιθώρια προσέγγισης με την Τουρκία; Ποια θα έπρεπε να είναι, κατά τη γνώμη σας, η εθνική στρατηγική απέναντι στον δύσκολο γείτονα;
Η Τουρκία έχει μια σταθερή αναθεωρητική στρατηγική, την οποία βασίζει σε προβολή ισχύος και περιφρόνηση της διεθνούς νομιμότητας. Αυτά τα πάγια χαρακτηριστικά πλαισιώνονται από την ενίσχυση της θέσης της ως περιφερειακής δύναμης και τις συναφείς γεωπολιτικές της φιλοδοξίες. Δική μας επιδίωξη θα πρέπει να είναι πάντα η αναζήτηση λύσεων βασισμένων στο διεθνές δίκαιο. Αντίθετα, ο Κ. Μητσοτάκης αντί να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που άνοιξε η προεδρία Μπάιντεν για έναν ουσιαστικό διάλογο με την Τουρκία επέλεξε την τακτική της αναβλητικής διπλωματίας, που απλώς κλωτσά το τενεκεδάκι παρακάτω, για να το παραλάβει ο επόμενος. Ως ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχουμε προτείνει συγκεκριμένες προτάσεις για την ένταξη της ελληνοτουρκικής διαφοράς στο ευρωτουρκικό πλαίσιο, με πρώτο βήμα την διασύνδεση της αναβάθμισης της τελωνειακής ένωσης με την αποδοχή εκ μέρους της Άγκυρας της προσφυγής στη Χάγη για τις θαλάσσιες οικονομικές ζώνες. Η κυβέρνηση, παρόλα αυτά, παραχώρησε «δωρεάν» την αναβάθμιση, θέτοντας ως στόχο αποκλειστικά ένα ήσυχο καλοκαίρι.
Στα συρτάρια του προέδρου της Βουλής σκονίζονται εδώ και δυο χρόνια τα τρία μνημόνια συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία. Τι κοστίζει αυτή η καθυστέρηση στη χώρα;
Ο Κ. Μητσοτάκης εξακολουθεί να χαράσσει εξωτερική πολιτική με μικροκομματικά κριτήρια. Τα μνημόνια που δεν φέρνει για ψήφιση στη Βουλή ενισχύουν την γεωπολιτική θέση της χώρας μας στην ευρύτερη περιοχή. Χωρίς αυτά και χωρίς την Συμφωνία των Πρεσπών δεν θα ήταν ελληνικά αεροπλάνα που εξασφαλίζουν τον εναέριο χώρο της Β. Μακεδονίας, αλλά ενδεχομένως τουρκικά, πέντε λεπτά από την Θεσσαλονίκη.