09/09/2022
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Ομιλία του Τομεάρχη Εξωτερικών της Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Γιώργου Κατρούγκαλου στην επιτροπή Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων για την προσχώρηση της Φιλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ
Αγαπητέ, κύριε Υπουργέ, αγαπητοί συνάδελφοι, όπως ανέφερε και ο Εισηγητής της Πλειοψηφίας το προς συζήτηση θέμα, σήμερα, η ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, είναι το άμεσο αποτέλεσμα του πολέμου και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και φέρνει πράγματι ένα τέλος αιώνων ουδετερότητας για την πρώτη χώρα, τη Σουηδία και ενός ειδικού καθεστώτος σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση που γνωρίζουμε από τον υποτιμητικό όρο «Φινλανδοποίηση» για τη δεύτερη.
Η θέση μας για την Ουκρανία ήταν από την αρχή ξεκάθαρη. Καταδικάσαμε την ρωσική εισβολή σαν μια πρόδηλη και κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και θεωρούμε ότι η χώρα μας πρέπει να είναι αλληλέγγυα στην Ουκρανία με τον τρόπο που πάντοτε η χώρα μας κινείτο στη διεθνή σκηνή ως μια δύναμη δηλαδή ήπιας ισχύος, ως μια δύναμη που επιδιώκει την ειρήνη. Γι’ αυτό το λόγο ασκήσαμε κριτική στην, κατά τη γνώμη μας, αντίθετη προς αυτή την πάγια στάση της χώρας, επιλογή της Κυβέρνησης να στείλει περισσότερο πολεμικό υλικό στην Ουκρανία από χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία και μιλάω σε απόλυτα μεγέθη.
Επίσης, μολονότι αυτό δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση δικαιολογία για τη ρωσική εισβολή την οποία, όπως είπα, ανεπιφύλακτα έχουμε καταδικάσει, αναφερθήκαμε και σε ευθύνες της Δύσης, κυρίως ως προς την αδυναμία να αξιοποιηθεί η θετική συγκυρία της δεκαετίας του 1990, ούτως ώστε να εγκαθιδρυθεί στην ήπειρό μας ένα νέο σύστημα, μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας, που θα κάλυπτε ταυτόχρονα τους ιστορικούς φόβους χωρών όπως είναι η Πολωνία, οι Βαλτικές χώρες, οι πρώην χώρες της Σοβιετικής Ένωσης με τον εξίσου ιστορικό φόβο της Ρωσίας για περικύκλωσή της. Αναφερθήκαμε εκεί και σε ανάλογες θέσεις διακεκριμένων Αμερικανών διεθνολόγων ή πολιτικών όπως είναι αυτή του Χένρυ Κίσινγκερ. Μάλιστα με δύο παρεμβάσεις δικές του, μια μετά την εισβολή και προσάρτηση της Κριμαίας, διαδοχικές πρόσφατες, που επεσήμαναν ότι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, παρά τις αντίθετες υποσχέσεις που είχαν δοθεί από την δυτική πλευρά, κυρίως από την Αμερική, αλλά και από τη Γερμανία και τη Γαλλία προς τον Γκορμπατσόφ και τους διαδόχους του, ποτέ δεν γινόταν παρόμοια επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, υπονόμευσαν τη δυνατότητα να υπάρχει αυτή η αρχιτεκτονική ασφάλειας.
Γι’ αυτό το λόγο ήμασταν και παραμένουμε αντίθετοι με την ένταξη στο ΝΑΤΟ χωρών όπως είναι η Γεωργία, η Μολδαβία, η Ουκρανία, μολονότι είμαστε θερμοί υποστηρικτές της ευρωπαϊκής προοπτικής τους μέσω της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση όταν θα πληρούν βεβαίως τα «Κριτήρια της Κοπεγχάγης». Η περίπτωση όμως Σουηδίας και Φινλανδίας είναι διαφορετική.
Η περίπτωση όμως της Σουηδίας και της Φινλανδίας είναι διαφορετική. Ένα θέμα που πρέπει να συνεκτιμηθεί, αν και δεν είναι το κυρίαρχο για την επιλογή μας, είναι ότι η ένταξη των δύο αυτών χωρών φαίνεται να έχει μαζική λαϊκή υποστήριξη, μολονότι από την Αριστερά είχε ζητηθεί να γίνει προς τούτο δημοψήφισμα στη Σουηδία, χωρίς να γίνει δεκτό από το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα. Προφανώς συνεκτιμάται σημαντικά, το ότι σε αυτές τις Δημοκρατίες υπάρχει μια σαφής πολιτική επιλογή υπέρ της ένταξης, δεν είναι όμως το καθοριστικότερο κριτήριο. Υπάρχουν χώρες που το πολιτικό σύστημα έχει διαμορφώσει μια συναίνεση του λαού σε μια βάση που δεν βοηθά, ούτε την ειρήνη και δεν εξυπηρετεί και τα δικά μας συμφέροντα, δείτε για παράδειγμα, αν θα έπρεπε να είναι παράγοντας που εκτιμάται απολύτως, οι θέσεις του τουρκικού πολιτικού συστήματος απέναντι στη χώρα μας, που δυστυχώς και στις εθνικιστικές του αιχμές, έχουν απ’ ότι φαίνεται, λαϊκή αποδοχή.
Το κυριότερο κριτήριο, λοιπόν, για να τοποθετηθούμε υπέρ ενός παρόμοιου θέματος, είναι κατ’ αρχήν τα δικά μας εθνικά συμφέροντα και δεύτερον, οι γενικότερες επιπτώσεις οι γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές.
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι οι περιπτώσεις Σουηδίας και Φινλανδίας είναι σαφώς διακριτές από αυτές που προανέφερα- Ουκρανίας, Γεωργίας, Μολδαβίας- ως προς την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, γιατί αποτελούν μία αμυντική αντίδραση αυτών των χωρών στο μείζον γεγονός του πολέμου και της ρωσικής εισβολής. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, δεν έχουν αντιμετωπιστεί με τον ίδιο έντονο τρόπο και από την ρωσική πλευρά, όπως είχε αντιμετωπιστεί η προοπτική της ένταξης της Ουκρανίας.
Επιπλέον θεωρούμε, ότι η συμμετοχή αυτών των δύο χωρών δεν πρόκειται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στα δικά μας εθνικά συμφέροντα. Εδώ πρέπει να είμαι όμως σαφής. Από την αρχή έχουμε δηλώσει, ότι η αντίδραση της πατρίδας μας και της Ευρώπης στον πόλεμο της Ουκρανίας, δεν πρέπει να είναι η περαιτέρω αμερικανοποίηση της εξωτερικής πολιτικής της Ευρώπης ή η νατοποίηση της άμυνάς της. Αντιθέτως, ο μείζων κίνδυνος που πρέπει να αποτρέψουμε, είναι μια επιστροφή σε ένα καθεστώς διπολισμού από τον σημερινό πολυπολικό κόσμο, που από τη νέα μεριά θα βρίσκεται η Δύση, από την άλλη μεριά ένα ενιαίο μπλοκ Κίνας και Ρωσίας.
Ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπιστεί μια τέτοια δυστοπική προοπτική- και μιλάω για δυστοπική προοπτική, γιατί ένας τέτοιος διπολισμός θα είναι χειρότερος από τον ψυχρό πόλεμο που είχαμε γνωρίσει, δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή οι δικλείδες ασφαλείας, οι εγγυήσεις και ο διάλογος μεταξύ των δύο πλευρών που υπήρχαν τότε- μοναδική περίπτωση, λοιπόν, να ξεφύγουμε από αυτή την δυστοπική προοπτική, θα ήταν αν η Ευρώπη είχε μια αυτόνομη παρουσία στη διεθνή σκηνή ως ανεξάρτητος πόλος από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία και την Κίνα και εφάρμοζε μία πολιτική υπέρ της ειρήνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό προϋποθέτει βαθιές τομές και στην κυβερνησιμότητα της Ευρώπης- πρέπει να έχουμε μερικές γενικές αποδοχές που δεν τις έχουμε αυτή τη στιγμή, ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο εμείς δεν είμαστε υπέρ της άποψης της κατάργησης του βέτο, όπως φαντάζομαι και η Κυβέρνηση αυτή τη στιγμή, στα όργανα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας- και ένα γενικότερο εκδημοκρατισμό, προφανώς, των αποφάσεων που λαμβάνονται σε επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ανάλογα, η Ευρώπη δεν πρέπει να στηρίζεται για την άμυνά της στο ΝΑΤΟ. Αυτό όχι μόνο γιατί, όποιος θέλει να έχει παρουσία στη διεθνή σκηνή, να είναι παγκόσμιος παίκτης και όχι παγκόσμιος πληρωτής- αυτό είναι ένα παλιό λογοπαίγνιο του προέδρου Γιούνκερ, global player και όχι global payer, αναφερόμενος στην αναπτυξιακή βοήθεια που δίνουμε- πρέπει να έχει και δική της δυνατότητα αμυντικής παρουσίας.
Ο άλλος λόγος είναι προφανώς, ότι στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, η Ευρώπη είναι πάντοτε ο μικρός αδερφός. Ο Κίσινγκερ έχει σαφέστατα διατυπώσει στο μεγάλο του έργο για τη διπλωματία, γιατί μια παρόμοια δυνατή Ευρώπη είναι αντίθετη με τα στρατηγικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, ακόμα κι αν έχει φιλική στάση απέναντί της. Αντιθέτως πρέπει να είναι η δική μας επιδίωξη, η ευρωπαϊκή κυριαρχία, όπως την έχει πει ο Μακρόν, μια Ευρώπη που είναι σε θέση να εγγυάται τα σύνορα κάθε χώρας σαν να είναι σύνορα δικά της.
Αυτό πρέπει να το επιδιώκουμε ως Ευρωπαίοι, αλλά και ως Έλληνες, γιατί είναι προφανές ότι το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να μας δώσει εγγυήσεις ασφαλείας απέναντι στην Τουρκία και γιατί δεν είναι αυτός ο σκοπός του και γιατί, ιστορικά, αυτό έχει αποδειχθεί από την Κυπριακή τραγωδία μέχρι σήμερα. Κάθε φορά που έχουν να επιλέξουν οι Αμερικανοί, γιατί κακά τα ψέματα ΝΑΤΟ ίσον Ηνωμένες Πολιτείες, ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα, διαλέγουν την Τουρκία, γιατί θεωρούν ότι τα γεωστρατηγικά τους συμφέροντα εξυπηρετούνται καλύτερα από την Τουρκία, παρά την διαχρονική επαμφοτερίζουσα στάση της που έχει φανεί και τώρα στο Ουκρανικό.
Ενόψει, λοιπόν, των παραπάνω η κριτική που ασκούμε στην κυβέρνηση είναι ότι παρότι φραστικά και αυτή μιλάει για την ευρωπαϊκή αυτονομία, ο Πρωθυπουργός έχει επιλέξει σε όλα τα θέματα να είναι «αμερικανικότερος» των Αμερικανών. Έτσι εξηγείται και αυτή η πλειοδοσία αποστολής στρατιωτικού υλικού. Επίσης, ακριβώς αυτή η προδιάθεση να θέλει ο κύριος Μητσοτάκης να είναι πάντοτε ο «καλός μαθητής», ο «πιστός και δεδομένος» σύμμαχος, οδήγησε στο να μην υποστηρίξουμε τα δικά μας εθνικά συμφέροντα στη συζήτηση της διεύρυνσης αυτής με τον τρόπο που θα έπρεπε. Αναφέρομαι στο ότι δεν ζητήσαμε κάτι από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ φαίνεται ότι είναι σε εξέλιξη ένα παζάρι ανάμεσα στην Άγκυρα και στην Ουάσιγκτον για τον επανεξοπλισμό της Τουρκίας για τα F-16. Αναφέρομαι, όμως, κυρίως στο ότι αποδεχθήκαμε, χωρίς καμία αναφορά, αποδέχτηκε ο Πρωθυπουργός, την άρση του εμπάργκο όπλων της Σουηδίας προς την Τουρκία που ήταν ένας όρος του μεταξύ τους μνημονίου.
Ο κύριος Υπουργός είχε στείλει επιστολές πριν από ένα χρόνο στους ομολόγους του της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Γερμανίας αν δεν κάνω λάθος, ζητώντας να σταματήσει η αποστολή όπλων, η πώληση όπλων στην Τουρκία, με βάση μια κοινή πολιτική αρχών που δεν έχει δυστυχώς νομικό υπόβαθρο, νομική δεσμευτικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν είναι αντιφατικό να ζητάμε κάτι τέτοιο από αυτές τις χώρες και ταυτόχρονα να αποδεχόμαστε ως δεδομένο την άρση του εμπάργκο εκεί που υπάρχει;
Ενόψει, λοιπόν, των ανωτέρω εμείς με μια εντελώς διαφορετική λογική αντιμετώπισης του γεωστρατηγικού περιβάλλοντος από αυτήν που έχει η κυβέρνηση της ΝΔ, εμείς δεν πιστεύουμε ότι το ΝΑΤΟ είναι λύση, δεν πιστεύουμε στην «νατοποίηση» της άμυνας, ούτε στην «αμερικανοποίηση» της εξωτερικής πολιτικής, για τους λόγους που προανέφερα θα ψηφίσουμε υπέρ και στις δύο αυτές συμβάσεις.