Εισήγηση του Γενικού Εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργου Κατρούγκαλου

0

H Εισήγηση Γιώργου Κατρούγκαλου σε pdf.

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΖ΄ – ΣΥΝΟΔΟΣ Δ΄
Ε Κ Θ Ε Σ Η
ΤΗΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Α.1. Εισήγηση του Γενικού Εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Γεωργίου Κατρούγκαλου, Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών
*Περιλαμβάνονται και επεξεργασμένες τοποθετήσεις του Βουλευτή, κ. Κωνσταντίνου Δουζίνα, ως Γενικού Εισηγητή της Πλειοψηφίας στις ενότητες που αφορούν το εκλογικό σύστημα, τους θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση.

 

 

 

 

Η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί ταυτόχρονα ύψιστη πολιτική πράξη και κεντρική στιγμή για τη Δημοκρατία. Το Σύνταγμα δεν είναι εκτός της ιστορίας. Τόσο κατά τη θέσπιση, όσο και κατά την αναθεώρηση, αλλά και κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του, είναι πεδίο μάχης μεταξύ συγκρουόμενων ιδεών και αντίπαλων κοινωνικών συμφερόντων. Γι’ αυτόν τον λόγο ούτε η συντακτική ούτε ή αναθεωρητική διαδικασία είναι αξιακά ή πολιτικά ουδέτερες.
Ήδη από τον περασμένο αιώνα ο πατέρας του ελληνικού συνταγματικού δικαίου, Νικόλαος Σαρίπολος, απαντούσε στην ερώτηση πώς προκύπτει το Σύνταγμα, ως εξής: «Εκ της διηνεκούς πάλης του υπό της κοινωνίας συμφέροντος προς συντήρησιν της ελευθερίας από τη μια μεριά και του συμφέροντος των αρχόντων προς αύξησιν και ενίσχυσιν της αυτών εξουσίας». Οι άρχοντες και οι αρχόμενοι, οι ισχυροί και οι αδύναμοι, οι πολλοί και οι λίγοι, με την επικαιρική ορολογία των ημερών, το 99% και το 1%.
Οι αναγκαίες, κατά το άρθρο 110 του Συντάγματος, συναινέσεις για την αναθεώρηση δεν βασίζονται, συνεπώς, τόσο στη δύναμη των επιχειρημάτων, όσο στην ισορροπία των συμφερόντων, όπως αυτή προκύπτει από τους κοινωνικούς αγώνες. Δεν πείστηκαν οι οπαδοί της πατριαρχίας από νέα επιχειρήματα όσων ήταν υπέρ της ισότητας ανδρών και γυναικών. Δεν έγιναν πιο σοφοί από τον διάλογο. Οι αγώνες του φεμινισμού, αλλά και του εργατικού και του σοσιαλιστικού κινήματος, ήταν αυτοί που επέφεραν πρώτα σε επίπεδο κοινωνίας και στη συνέχεια στα συνταγματικά κείμενα την αντίληψη ότι δεν μπορούμε οι ανισότητες αυτές δεν είναι φυσικές, αλλά απαράδεκτες.
Υπάρχουν, όμως, άλλα πεδία μάχης, στα οποία δεν έχουν ακόμα αποκρυσταλλωθεί οριστικά οι συγκρούσεις αυτές και τα διακυβεύματα είναι ακόμη ανεπίλυτα, ζέοντα, ενώπιον μας. Κατεξοχήν τέτοιο πεδίο είναι η προσπάθεια του νεοφιλελευθερισμού να επιβάλει μία και μόνο οικονομική ορθοδοξία και να αφαιρέσει εντελώς από το πεδίο αντιπαράθεσης των πολιτικών ιδεών την οικονομία από τη δημοκρατία.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση μας για την Αναθεώρηση δεν είναι ασπόνδυλη, αλλά έχει δύο βασικές στοχεύσεις: Εμβάθυνση της δημοκρατίας και ανάσχεση του νεοφιλελευθερισμού. Οι στόχοι αυτοί είναι συμπληρωματικοί. Βασική επιδίωξη του νεοφιλελευθερισμού είναι να κρατηθούν τα κεντρικά διακυβεύματα της πολιτικής και ιδίως της οικονομίας εκτός δημοκρατικής διαδικασίας. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η προσπάθεια να «συνταγματοποιηθεί» ο χρυσός κανόνας, ώστε να εφαρμόζεται πάντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση μία μόνο οικονομική πολιτική, πέραν της δημοκρατίας, πέραν της πολιτικής λογοδοσίας, πέραν της θέλησης των πολιτών, πέραν της εναλλαγής των κομμάτων στην κυβέρνηση.
Στο ίδιο επίπεδο κινείται η θεσμική επιδίωξη να στεγανοποιηθούν ολόκληροι χώροι της πολιτικής, μέσω της ανάθεσης, για παράδειγμα, κρίσιμων κανονιστικών αποφάσεων για την οικονομία σε ανέλεγκτες πολιτικά κεντρικές τράπεζες, ή της ανάθεσης κρίσιμων τομέων πολιτικής ύλης σε ανεξάρτητες διοικητικές αρχές.
Υπάρχει, όμως, και ένας άλλος λόγος για τον οποίο συνδέονται η δημοκρατία και οι ελευθερίες με την ανάγκη να αποκρουστεί η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός υπονομεύει τον ιστορικό συμβιβασμό του κράτους πρόνοιας, με μια ολομέτωπη επίθεση κατά των κοινωνικών δικαιωμάτων και των καθολικών κοινωνικών υπηρεσιών. Και, αναπόφευκτα, όταν αδυνατίζει το αριστερό χέρι του κράτους, αυτό που δίνει τις παροχές και τα δικαιώματα, ενισχύεται το δεξί, το χέρι του αυταρχισμού, το χέρι που με την επίκληση του νόμου και της τάξης αμφισβητεί δικαιώματα και ελευθερίες.
Δεν υπάρχουν στεγανά στις δημοκρατίες ούτε στα δικαιώματα. Ελευθερίες, ατομικές, πολιτικές, κοινωνικά δικαιώματα, είναι αλληλοεξαρτώμενα, αλληλοσυμπληρούμενα και αλληλένδετα. Και αυτό συμβαίνει και όταν αμφισβητούνται. Στην Ελλάδα είχαμε πικρή εμπειρία του γεγονότος αυτού, δεδομένου ότι τα μνημόνια δεν ήταν τίποτα παραπάνω από συμπυκνωμένο νεοφιλελευθερισμό σε καθεστώς έκλειψης της δημοκρατίας. Η δημοκρατική και ριζοσπαστική αναθεώρηση του Συντάγματός μας είναι αναγκαία και για να επουλωθούν οριστικά οι πληγές της μνημονιακής περιόδου.
Και τούτο διότι ναι, μεν, είναι αλήθεια ότι η σοβούσα κρίση αξιοπιστίας των πολιτικών θεσμών δεν οφείλεται στο Σύνταγμα. Το αντίθετο: το ίδιο το Σύνταγμα ήταν θύμα της κρίσης, με την έννοια ότι οι μνημονιακές επιταγές συνιστούσαν ένα πραγματικό «παρασύνταγμα», του οποίου η εφαρμογή έθετε συχνά σε δοκιμασία πολλές και θεμελιώδεις ρυθμίσεις του οικονομικού –και όχι μόνον- συντάγματος. Η γενικευμένη, κρίση εμπιστοσύνης που επέφεραν, πρέπει να αντιμετωπιστεί με σημαντικές θεσμικές τομές που ενισχύουν την λογοδοσία και την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, με μεταρρυθμίσεις όπως, η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία για ψήφιση νόμων ή η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων.
Περαιτέρω, με την αναθεώρηση επιχειρούμε να εξοπλίσουμε με υπερνομοθετική ισχύ τις μεταρρυθμίσεις που νομοθετήσαμε κατά την κυβερνητική μας τετραετία προς την κατεύθυνση της απόκρουσης και της ανάταξης της νεοφιλελεύθερης επιδρομής στα δικαιώματα και στη δημοκρατία. Όπως απαγορεύσαμε την πολιτική επιστράτευση νομοθετικά, ως εργαλείο αντιμετώπισης της απεργίας, έτσι προτείνουμε και τώρα να τυποποιηθεί συνταγματικά. Όπως προσπαθήσαμε να ενισχύσουμε τους αδύναμους, να κατοχυρώσουμε τα δικαιώματα στην ισότητα και στην αξιοπρέπεια, την ίδια θεσμική προσπάθεια ολοκληρώνουμε τώρα και με την αναθεώρηση.
Ειδικότερα: Στο επίπεδο της Δημοκρατίας, ενισχύουμε τη λαϊκή κυριαρχία και στις δύο διαστάσεις της: την αντιπροσωπευτική, κυρίαρχη σε ένα αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα, κυρίως με την κατοχύρωση της απλής αναλογικής, αλλά και άλλες επεμβάσεις συνταγματικής μηχανικής, όπως είναι η δημιουργική ψήφος δυσπιστίας. Όμως, προωθούμε και μορφές άμεσης Δημοκρατίας, ως συμπλήρωση και όχι ως υπονόμευση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ως αποφασιστικά αντίβαρα στην εξουσία των ελίτ και στην τάση απομάκρυνσης των πολιτών από την πολιτική. Και δεν είναι μόνο η ανάγκη αντιβάρων που επιβάλει να ενισχύσουμε την έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και μέσω των μορφών της άμεσης Δημοκρατίας, είναι και η αντίληψη που έχουμε για τον πολίτη, την ανάγκη να εξασφαλιστεί η vita activa, η ενεργή πολιτική συμμετοχή του, που δεν πρέπει να περιορίζεται στην επίσκεψη του στην κάλπη μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια.
Τα διακυβεύματα αυτά δεν είναι εθνικά, είναι ευρωπαϊκά και παγκόσμια. Η Αναθεώρηση διεξάγεται σε μια εποχή που η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε ένα σταυροδρόμι, σε ένα κρίσιμο δίλημμα για το ποιο δρόμο θα ακολουθήσει. Αυτόν που ορίζεται από τον ιδιόμορφο γάμο του νεοφιλελευθερισμού με την ακροδεξιά, που γεννά χίμαιρες και τέρατα; ή θα μείνει στο δρόμο των αγώνων και των ελευθεριών, εμμένοντας στη λογική των ανοιχτών κοινωνιών, της Δημοκρατίας και των δικαιωμάτων; Οι επόμενες ευρωεκλογές είναι μια ιστορική στιγμή-καμπή που θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τη μεγάλη αυτή μάχη. Η ίδια η αναθεώρηση αποτελεί μια τέτοια κεντρική στιγμή, σταυροδρόμι για τη δική μας Δημοκρατία.
Η δεύτερη απάντηση μας στον νεοφιλελευθερισμό δίδεται με την κανονιστική θωράκιση των κοινωνικών δικαιωμάτων και τη ρητή αναγνώριση της αγωγιμότητάς τους. Με ενίσχυση των κοινωνικών υπηρεσιών, με την απαγόρευση της ιδιωτικοποίησης του νερού και της ενέργειας, που είναι ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αναγνωρίζει και η νομολογία για το νερό του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ Ολ. 1905/2014).
Ορισμένες από τις προτάσεις μας αυτές υπηρετούν παράλληλα την αναγκαία αντιμετώπιση χρόνιων παθογενειών του πελατειακού κράτους στον τόπο μας, απότοκων της μακρόχρονης κυριαρχίας του δικομματισμού και των πελατειακών πρακτικών που συναρτώνται και με την διαιώνιση της πολιτικής οικογενειοκρατίας (Ελλάδα και Πακιστάν είναι οι τελευταίες χώρες που εξακολουθούν να έχουν πολιτικές δυναστείες που επιδιώκουν την εναλλαγή τους στην εξουσία). Κύρια έκφραση της παθογένειας αυτής ήταν η κυριαρχία, της πελατειακής σχέσης του Βουλευτή ως επαγγελματία διαμεσολαβητή της εξουσίας με τους πολίτες μέσω του «ρουσφετιού».
Οι παθογένειες αυτές δεν ήταν απλώς συμπτώματα κακοδιοίκησης αλλά έχουν συστημικό χαρακτήρα. Έτσι εξηγείται και αδυναμία ανάταξής τους. Η διαιώνιση σχέσεων πατρωνείας και εστιών διαφθοράς στο σύνολο του διοικητικού μηχανισμού αποτελούσε κεντρική πολιτική επιλογή που αποσκοπούσε στην αναπαραγωγή σχέσεων διαπλοκής στην κορυφή και εξάρτησης των πολιτών από το πολιτικό προσωπικό στη βάση του πολιτικού συστήματος.
Ήρθε η ώρα όλα αυτά να τα αντιμετωπίσουμε. Ο Συντακτικός νομοθέτης επιδιώκει την εξεύρεση συναινέσεων στη συνταγματική διαδικασία. Οι συναινέσεις προϋποθέτουν ειλικρινή διάλογο εκεί που μπορεί να επιτευχθεί η σύμπτωση της βούλησης των αντιμαχόμενων πλευρών. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει σε όλα τα θέματα. Προφανώς είναι χαοτική η διαφορά που μας χωρίζει από τη Νέα Δημοκρατία στα θέματα του νεοφιλελευθερισμού και σε ορισμένες πτυχές των αντιλήψεων μας για τη Δημοκρατία. Υπάρχουν, όμως, υπερώριμα ζητήματα, όπως η αναθεώρηση του άρθρου 86, για την ευθύνη των Υπουργών, για τα οποία δεν υπάρχει απλώς στην κοινωνία κλίμα συναίνεσης, αλλά ομόθυμη συνείδηση της επιτακτικής ανάγκης για την ρύθμιση τους.
Για να υπάρξουν οι αναγκαίες συναινέσεις και σε άλλα θέματα, επιχειρήσαμε να ανοίξει ο διάλογος με την κοινωνία για το Σύνταγμα εφ’ όλης της ύλης εδώ και δύο χρόνια. Κατέθεσα στα Πρακτικά της Βουλής την Έκθεση της Δημόσιας Διαβούλευσης για τη Συνταγματική Αναθεώρηση που οργανώθηκε από Επιτροπή πολλών προσωπικοτήτων, σχεδόν όλων όχι του δικού μας χώρου, υπό τον συντονισμό και την καθοδήγηση του συναδέλφου Μιχάλη Σπουρδαλάκη.

Υπάρχουν και άλλα θέματα, πέραν της ποινικής ευθύνης των υπουργών, τα οποία είναι υπερώριμα για λύση. Ένα από αυτά είναι το μέγα ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους. Κατά τη συζήτηση της θέσπισης του Συντάγματος το 1975, ο τότε Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, καθηγητής Ζέπος έλεγε: «Είναι θεωρητικώς ορθότερος ο χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας, αλλά υπό τας παρούσας συνθήκας και λόγω της παραδόσεως που υπάρχει είναι δύσκολο να εκφύγουμε αυτήν τη στιγμή από το κρατούν σύστημα». Αυτές οι συνθήκες, αυτή η «στιγμή» διαρκούν ήδη σαράντα χρόνια.
Η πρόταση μας περιλαμβάνει τέσσερις άξονες, με σκοπό την πλήρη επαναθεμελίωση του πολιτεύματος σε δημοκρατικότερη και προοδευτική βάση:
 Άξονας 1 Διεύρυνση της Δημοκρατίας-Νέα αρχιτεκτονική του πολιτεύματος
 Άξονας 2 Διακριτότητα Κράτους και Εκκλησίας
 Άξονας 3 Ενίσχυση των δικαιωμάτων των πολιτών – Καθιέρωση θεσμών άμεσης δημοκρατίας
 Άξονας 4 Ισχυροποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων και της προστασίας των «κοινών»
Το πολιτικό μας σύστημα βρίσκεται αντιμέτωπο με μία γενικευμένη κρίση αξιοπιστίας. Εμείς θεωρούμε ότι ο βασικός λόγος για αυτήν την κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στους θεσμούς οφείλεται σε αυτό που ορίζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας ως «υπεροχή του οικονομικού επί του θεσμικού». Περιγράφει με τον όρο αυτό την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού που έχει ως συνέπεια την πλήρη απορρύθμιση των πολιτικών δημοκρατικών διαδικασιών και τη συρρίκνωση του πεδίου του κράτους. Αποτέλεσμα αυτής της τάσης είναι το ρυθμιστικό κενό που προκύπτει να καταλαμβάνεται από φορείς άσκησης ιδιωτικής εξουσίας και πολύ σημαντικοί κανόνες να μην είναι πλέον αντικείμενο δημοκρατικής πολιτικής απόφασης.
Τα παραδείγματα είναι άφθονα. Τα διεθνή λογιστικά πρότυπα δεν ορίσθηκαν από τα κράτη, καθορίστηκαν στην πραγματικότητα από μία συνάντηση τραπεζιτών. Σημαντικότατοι κανόνες, που έχουν και υπερνομοθετική ισχύ, ορίζονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και πολλές φορές ρυθμίζουν ύλη πολύ πέραν των οικονομικών συμβατικών σχέσεων των κρατών.
Στεγανοποιούνται, επομένως, σημαντικές αποφάσεις από τη δημοκρατική διαδικασία. Ολόκληρα πεδία πολιτικής, όπως είναι το Οικονομικό Σύνταγμα, τείνουν να τεθούν εκτός της δημοκρατίας. Θεωρείται, για παράδειγμα, θέσφατο οι κεντρικές τράπεζες και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ως «ιερές αγελάδες», να ασκούν τις αρμοδιότητες τους εκτός του δημοκρατικού διαλόγου, χωρίς να χρειάζεται να λάβουν υπόψη τις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Η έσχατη κατάληξη αυτής της λογικής είναι ακριβώς η συνταγματοποίηση μιας και μόνο οικονομικής ορθοδοξίας, αυτής του νεοφιλελευθερισμού, μεταξύ άλλων και με την καθιέρωση με υπερνομοθετική ισχύ του χρυσού κανόνα.
Ποια είναι η δική μας διαφορετική λογική; Ότι πρέπει να ενισχύσουμε τη νομιμοποίηση της Βουλής, ως το βασικό κέντρο λήψης πολιτικών αποφάσεων, και παράλληλα να ενισχύσουμε το κύρος και τη νομιμοποίηση του Βουλευτή – ατομικά του Βουλευτή.

Ταυτόχρονα, και αυτό απορρέει, επίσης, από την δημοκρατική αρχή και τη λαϊκή κυριαρχία, πρέπει να εξασφαλίσουμε τις συνθήκες αποτελεσματικής διακυβέρνησης της χώρας, ενισχύοντας την εκτελεστική εξουσία και, ιδίως, την κυβέρνηση, ώστε να μπορεί να παίρνει αποφάσεις με δημοκρατικό μεν τρόπο, αλλά και αποτελεσματικό συγχρόνως, που να απαντά στις ανάγκες ανταπόκρισης στις εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις.
Η γενικευμένη κρίση αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος είναι απότοκη κυρίως των γενικότερων τάσεων επικράτησης των αντιδημοκρατικών, τεχνοκρατικών και αντιπολιτικών επιλογών του νεοφιλελευθερισμού. Οι τάσεις αυτές ενισχύονται, ειδικά στην Ελλάδα, και από τις εγγενείς αμαρτίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Επομένως, οι προτάσεις μας έχουν στίγμα, προσανατολισμό και πολιτική και ιδεολογική ταυτότητα. Αποσκοπούν στο να αντιμετωπίσουν αφενός αμυντικά την προσπάθεια εξοβελισμού της πολιτικής από τον τομέα λήψεως των σημαντικών αποφάσεων για το Οικονομικό Σύνταγμα (και όχι μόνον) και αφετέρου, θετικά και επιθετικά, να ενισχύσουν τη δημοκρατική νομιμοποίηση της Βουλής και της κυβέρνησης.
 Άξονας 1 Διεύρυνση της Δημοκρατίας – Νέα αρχιτεκτονική του πολιτεύματος –
Συνταγματική καθιέρωση της απλής αναλογικής και άλλες εκλογικές ρυθμίσεις
Προτείνουμε την προσθήκη εδαφίου στην παρ. 1 του άρθρου 54, προκειμένου να κατοχυρωθεί συνταγματικά η εφαρμογή αναλογικού εκλογικού συστήματος στις βουλευτικές εκλογές. Προτείνουμε επίσης την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης, με την οποία διευκρινίζεται ότι αναλογικό θεωρείται ένα εκλογικό σύστημα, εφόσον το τελικό ποσοστό κατανομής των βουλευτικών εδρών δεν αποκλίνει περισσότερο από δέκα τοις εκατό από το αντίστοιχο ποσοστό ψήφων που έλαβε κάθε συνδυασμός στο σύνολο της Επικράτειας. Ο εκλογικός νομοθέτης θα έχει τη δυνατότητα να θεσπίσει ελάχιστο όριο ποσοστού ψήφων για την εκλογή βουλευτών, εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει το τρία τοις εκατό.
Με την πρότασή μας επιδιώκουμε να διασφαλίσουμε την αρχή της ισοτιμίας της ψήφου και την αναλογική εκπροσώπηση των πολιτικών δυνάμεων, ώστε το Κοινοβούλιο να αντανακλά τους πραγματικούς πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς. Η πρότασή μας βάζει τέλος στις μονοκομματικές κυβερνήσεις και αναδεικνύει ως θεσμική και δημοκρατική εγγύηση τον αμοιβαίο έλεγχο των κυβερνητικών εταίρων στη βάση προγραμματικών συμφωνιών. Παράλληλα, ενισχύει τη Βουλή, αφού κάθε κοινοβουλευτική ομάδα θα αποτελεί ανά πάσα στιγμή εν δυνάμει κυβερνητικό εταίρο, ενώ σε θέματα εκτός κυβερνητικής συμφωνίας θα μπορούν να διαμορφώνονται συναινέσεις μεταξύ βουλευτών της πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης. Άλλωστε και η Νέα Δημοκρατία, στην πρόταση αναθεώρησης που είχε υποβάλει το 2014, συνομολογούσε ότι «το αναλογικό σύστημα ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανάγκες διεύρυνσης της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Βουλής, συνακόλουθα δε της Κυβέρνησης, η οποία στηρίζεται στην εμπιστοσύνη της Βουλής».

Περαιτέρω, προτείνουμε την προσθήκη νέας διάταξης, ως παρ. 4 του άρθρου 54, με την οποία θα παρέχεται στον εκλογικό νομοθέτη η δυνατότητα να ορίσει ότι έως πέντε βουλευτές εκλέγονται σε ευρύτερες εκλογικές περιφέρειες μόνιμης εγκατάστασης απόδημου Ελληνισμού, με ενιαίο ψηφοδέλτιο σε κάθε μία από αυτές.
Το εκλογικό σύστημα δεν είναι ουδέτερο πολιτικά δεν αντικατοπτρίζει απλώς τι υπάρχει ανεξάρτητα και πριν από την εκλογική διαδικασία, αλλά συνδιαμορφώνει το αποτέλεσμα. Ο εκλογικός νόμος παρεμβαίνει στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία, συνιστά ή μεταμορφώνει πολιτικά υποκείμενα. Η πολιτική παρέμβαση δημιουργεί ή μεταλλάσσει τις κοινωνικές πολιτικές ή κομματικές ταυτότητες.
Στο πλαίσιο αυτής της παρέμβασης το εκλογικό σύστημα πριμοδοτεί ή αποθαρρύνει ιδεολογίες και συμφέροντα ομάδων που επιθυμούν να διεκδικήσουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Η απλή αναλογική έρχεται να αντιμετωπίσει την κοινωνική κατάτμηση και την ιδεολογική πολυφωνία της μεταφορντικής κοινωνίας, στην οποία ζούμε και προωθεί το πιο σημαντικό αντίβαρο στην κυβερνητική παντοδυναμία, ευνοώντας τις πολυκομματικές κυβερνήσεις συνασπισμού και συναντίληψης. Αυτές οι πολυκομματικές κυβερνήσεις είναι το μεγαλύτερο αντίβαρο σε αυτό το πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο.
Ακούμε από κάποιους ότι δεν είμαστε έτοιμοι για συναινέσεις και γι’ αυτό δεν μπορούμε να εισάγουμε την απλή αναλογική. Από το 2011 και μετά, έχουμε κατά βάση κυβερνήσεις συνασπισμού, των οποίων οι συνιστώσες αθροιστικά δεν υπερβαίνουν το 40% με 43% των εκλογέων. Σταδιακά αναδύεται ένα νέο παράδειγμα πολιτικής λειτουργίας στα ερείπια του μεταπολιτευτικού δικομματισμού, με ισχυρή τόνωση των συναινετικών διαδικασιών. Το μόνιμο ρεφρέν πολλών δημοσιολογούντων είναι ότι χρειαζόμαστε θεσμικά αντίβαρα στο πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο. Και τα προτεινόμενα αντίβαρα αφαιρούν εξουσίες συνήθως και αρμοδιότητες από τη Βουλή ή την Κυβέρνηση, δηλαδή από την πολιτική, και τις δίνουν, κατά περίπτωση, σε διάφορους θεσμούς: στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στο Συνταγματικό Δικαστήριο, στους δικαστές ή σε Ανεξάρτητες Αρχές.
Στη Δημοκρατία, όμως, δεν υπάρχει ισχυρότερο αντίβαρο από το να ακούγονται οι πολίτες και να γίνεται σεβαστή η λαϊκή κυριαρχία. Η καθιέρωση της απλής αναλογικής κινείται προς την κατεύθυνση αυτή, εφόσον παράγει κυβερνήσεις που θα στηρίζονται στη συναίνεση πολιτικών δυνάμεων. Λέγεται από κάποιους ότι η απλή αναλογική και η πολυκομματική Βουλή θα τονώσει τους εγωισμούς και θα αποτρέψει τις συγκλίσεις που είναι απαραίτητες για βιώσιμα κυβερνητικά σχήματα.
Υπενθυμίζω, άλλωστε, ότι και η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας το 2014 περιλάμβανε αναφορά στην ανάγκη αναλογικότητας του εκλογικού συστήματος. Υπάρχουν στο συγκριτικό δίκαιο αρκετές περιπτώσεις συνταγματοποίησης της απλής αναλογικής ως πάγιου εκλογικού συστήματος. Κλασική περίπτωση είναι το Σύνταγμα της Πορτογαλίας, όπου μάλιστα η σχετική ρύθμιση περιλαμβάνεται στις μη αναθεωρητέες διατάξεις. Είναι δηλαδή πάγια προστατευμένη και από τον αναθεωρητικό νομοθέτη.
Θεωρούμε, επιπλέον, πέραν της συνταγματικής κατοχύρωσης ότι πρέπει να προσδιοριστεί σε τι συνίσταται το αναλογικό εκλογικό σύστημα, ώστε να μην παραβιάζεται στην πράξη από τον κοινό νομοθέτη. Για το λόγο αυτόν, προτείνουμε η πάγια καθιέρωση ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος, να συνοδευτεί από ερμηνευτική δήλωση, σύμφωνα με την οποία ο αριθμός των Βουλευτών ενός κόμματος δεν πρέπει να αποκλίνει πάνω από 10%, να είναι παραπάνω από 10%, σε σχέση με το εθνικό του ποσοστό. Δηλαδή, αυτό το οποίο έχουμε εισάγει νομοθετικά για τη Βουλή και, επίσης, για την Τοπική Αυτοδιοίκηση – για τις βουλευτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές – τώρα το κατοχυρώνουμε και συνταγματικά. Διασφαλίζεται έτσι η αρχή της ισοτιμίας της ψήφου, ώστε το Κοινοβούλιο να αντανακλά τους πραγματικούς πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς.
Για το σχετικό ζήτημα της ψήφου των ομογενών οι οποίοι λείπουν για την Ελλάδα μεγάλο χρονικό διάστημα, προτείνουμε την καθιέρωση του γαλλικού ή του ιταλικού μοντέλου. Προτείνουμε, δηλαδή, τη δυνατότητα να εκλέγουν τον εκπρόσωπό τους στη Βουλή, εν είδει βουλευτή επικρατείας της μείζονας γεωγραφικής περιοχής που κατοικούν, με ενιαίο ψηφοδέλτιο, για να μην επαναλαμβάνονται τα χειρότερα του κομματικού φατριασμού. Η επόμενη Βουλή θα πρέπει να εξετάσει εάν θα έχουν πλήρες δικαίωμα ψήφου οι Βουλευτές αυτοί ή απλώς συμβουλευτική ψήφο.
Βουλή και Βουλευτές
Προτείνουμε την προσθήκη νέας διάταξης, ως παρ. 5 στο άρθρο 56, προκειμένου να καθιερωθεί προσωρινό κώλυμα εκλογιμότητας, για τις αμέσως επόμενες βουλευτικές εκλογές, όσων έχουν διατελέσει βουλευτές σε τρεις διαδοχικές βουλευτικές περιόδους. Στις οποίες πάντως δεν θα συνυπολογίζονται βουλευτικές περίοδοι με διάρκεια μικρότερη των 2/3 της πλήρους διάρκειας της βουλευτικής περιόδου, δηλαδή μικρότερη των τριάντα δύο μηνών. Από το κώλυμα εξαιρούνται οι πρόεδροι κοινοβουλευτικών ομάδων και όσοι έχουν διατελέσει πρωθυπουργοί. Πρόκειται για έναν ήπιο περιορισμό του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, αφού επιτρέπει τη συμμετοχή στις αμέσως επόμενες εκλογές μετά απ’ αυτές για τις οποίες συντρέχει το κώλυμα, ο οποίος δικαιολογείται ως μέτρο που αποτρέπει την επαγγελματοποίηση της πολιτικής και συμβάλλει στην ανανέωση της εθνικής αντιπροσωπείας.
Υπάρχουν ιστορικά και συγκριτικά προηγούμενα: Στο Σύνταγμα του 1791 της Γαλλικής Επανάστασης, στο άρθρο 6 υπήρχε ρητή πρόβλεψη ότι τα μέλη του νομοθετικού σώματος μπορούν να επανεκλεγούν στην επόμενη Εθνοσυνέλευση, αλλά δεν μπορούν να εκλεγούν στη συνέχεια, παρά μόνο ύστερα από την πάροδο μιας νομοθετικής περιόδου. Και πρόσφατα, στην τρίτη Ευρωπαϊκή Διάσκεψη κατά της Διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης προβλέφθηκε ως μέτρο αντιμετώπισης αυτής της πολιτικής διαφθοράς και της κρίσης αξιοπιστίας η ενεργοποίηση συστημάτων που θα θέτουν όρια στην κατοχή δημόσιων αξιωμάτων. Τέλος, παρόμοια με τη δική μας ρύθμιση αποτελεί και μία από τις βασικές προτάσεις της συνταγματικής αναθεώρησης που έχει καταθέσει ο Πρόεδρος Μακρόν στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση.
Υφίσταται, συνεπώς, μία συνεκτική πολιτική λογική που υποστηρίζει τις προτάσεις της ενότητας αυτής. Συνδυάζονται με την πρόταση μας να είναι ο Πρωθυπουργός πάντα Βουλευτής, ώστε να στέλνεται το μήνυμα ότι η δημοκρατία και όχι η τεχνοκρατία, η πολιτική και όχι αγορά είναι αυτή που πρέπει να προσδιορίζει τη λήψη των βασικών πολιτικών αποφάσεων. Στο κάτω-κάτω, είναι η δημοκρατία, η οποία βρίσκεται σε κίνδυνο. Και αυτήν πρέπει να υπερασπιστούμε.
Πρωθυπουργός και κυβέρνηση
Στην κατεύθυνση ενίσχυσης των πολιτικών χαρακτηριστικών του κοινοβουλευτισμού μας κινείται και η θεσμική απαίτηση ο Πρωθυπουργός να είναι Βουλευτής. Προτείνουμε την τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 37, προκειμένου να οριστεί ότι ο πρωθυπουργός απαιτείται να έχει τη βουλευτική ιδιότητα. Για να πάψει η πρακτική να διορίζονται και να διεκδικούν την εμπιστοσύνη της Βουλής εξωκοινοβουλευτικοί πρωθυπουργοί. Από την υποχρέωση αυτή θα εξαιρούνται οι πρωθυπουργοί εκλογικών κυβερνήσεων, οικουμενικών ή υπηρεσιακών, που σχηματίζονται με αποκλειστικό σκοπό τη διενέργεια εκλογών μετά την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Στη Βρετανία δεν είναι μόνο ο Πρωθυπουργός υποχρεωτικά βουλευτής. Είναι και ο Υπουργός Εξωτερικών και ο Υπουργός Οικονομικών. Πάλι η έμφαση είναι στην ενίσχυση του πολιτικού χαρακτήρα των δημοκρατικών διαδικασιών. Ο Πρωθυπουργός, τα σημαντικά στελέχη της Κυβέρνησης πρέπει να είναι πολιτικοί εκλεγμένοι από τον λαό και όχι ανεύθυνοι τεχνοκράτες. Αυτό απαιτεί ο σεβασμός προς την αρχή της λογοδοσίας.
Στη νέα αρχιτεκτονική του πολιτεύματος η απλή αναλογική συμπληρώνεται με την ταυτόχρονη καθιέρωση της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας, με αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 84, ώστε η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης θα πρέπει υποχρεωτικά να συνοδεύεται από την πρόταση για διορισμό νέου πρωθυπουργού. Έτσι, η Βουλή δεν θα μπορεί απλώς να αίρει, αρνητικά, την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση. Αλλά θα πρέπει ταυτόχρονα να διαμορφώνεται, θετικά, απόλυτη πλειοψηφία υπέρ του προσώπου που προτείνεται για νέος πρωθυπουργός. Διατηρείται πάντως η δυνατότητα υποβολής πρότασης δυσπιστίας ατομικά κατά υπουργού (αλλά, εννοείται, όχι κατά του πρωθυπουργού) όπως ισχύει σήμερα. Η ύψιστη αυτή μορφή ελέγχου της Κυβέρνησης, η πρόταση δυσπιστίας, δεν πρέπει και δεν μπορεί να γίνεται για επικοινωνιακά μόνο οφέλη, για τα δεκαπέντε λεπτά της δημοσιότητας.
Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Στο ίδιο πλαίσιο του σεβασμού της πολιτικής, της εμπιστοσύνης στη λαϊκή βούληση και της σταθερότητας της Κυβέρνησης, κείνται και οι προτάσεις που αποτρέπουν τη διάλυση του Κοινοβουλίου με αφορμή την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και επιβάλλουν, επίσης, την υποχρέωση να είναι ο Πρωθυπουργός εκλεγμένος Βουλευτής.
Δεν προτείνουμε διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος διαρχίας και πιθανών συγκρούσεων με τον Πρωθυπουργό. Προτείνουμε την τροποποίηση της παρ. 4 του άρθρου 32, προκειμένου να αποσυνδεθεί η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής. Η διάλυση της Βουλής αποτελεί κορυφαία στιγμή στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Πρέπει να αποτελεί αντικείμενο μιας πολιτικής απόφασης, και όχι την παράπλευρη συνέπεια της αποτυχίας άλλων διαδικασιών. Άλλωστε, η πάγια εφαρμογή αναλογικού εκλογικού συστήματος (προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 54) καθιστά περιττή κάθε «τεχνητή» πρόκληση κυβερνητικής αστάθειας.
Προτείνουμε λοιπόν, αν μετά από τρεις ψηφοφορίες για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας δεν συγκεντρωθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία (των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών στις δύο πρώτες ψηφοφορίες και των τριών πέμπτων στην τρίτη), να μη διαλύεται η Βουλή, αλλά οι ψηφοφορίες να επαναλαμβάνονται ανά μήνα μέχρις ότου επιτευχθεί η πλειοψηφία των τριών πέμπτων ή μέχρι τη συμπλήρωση εξαμήνου από την έναρξη της διαδικασίας εκλογής. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούν να διενεργηθούν άλλες τέσσερις, δηλαδή μέχρι και επτά συνολικά ψηφοφορίες στη Βουλή. Μετά την παρέλευση του εξαμήνου, και εφόσον σε καμία από τις ψηφοφορίες αυτές δεν συγκεντρωθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα εκλέγεται από το λαό, δηλαδή με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, οι οποίοι θα κληθούν να επιλέξουν μεταξύ των δύο προσώπων που πλειοψήφησαν στην τελευταία ψηφοφορία.
Κατά το διάστημα μέχρι την εκλογή νέου Προέδρου εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του ο ήδη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όπως προβλέπει η παρ. 6 του άρθρου 32. Η πρόταση μας επιδιώκει να βρεθεί τρόπος να εξαναγκασθεί το πολιτικό σύστημα να καταλήξει σε συναινέσεις. Σε περίπτωση αδυναμίας, ως ultimum remedium, προτείνεται στο τέλος να υπάρχει άμεση εκλογή που όμως δεν οδηγεί σε διάλυση της Βουλής. Και αυτό το ενδεχόμενο λειτουργεί ως πίεση για να προκύψουν οι αναγκαίες συγκλίσεις, ώστε να συγκεντρωθεί η ειδική πλειοψηφία που απαιτεί το Σύνταγμα.

Ανεξάρτητες Αρχές
Η πρότασή μας περιλαμβάνει τρεις παρεμβάσεις στο άρθρο 101Α αναφορικά με το συνταγματικό καθεστώς των ανεξάρτητων αρχών.
Πρώτον, προτείνουμε να προστεθούν εδάφια στην παρ. 1, προκειμένου να περιοριστεί η δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να ιδρύει ανεξάρτητες αρχές. Με την πρότασή μας, ανεξάρτητες αρχές που δεν προβλέπονται στο Σύνταγμα θα μπορούν να ιδρύονται μόνο με νόμο που ψηφίζεται με την αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. Διευκρινίζεται ότι η πρόταση αυτή δεν θίγει αρχές που έχουν ιδρυθεί με νόμο προγενέστερο της τροποποίησης της διάταξης.
Δεύτερον, προκειμένου να διευκολύνεται η συγκρότηση και η συνέχεια της λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών, προτείνουμε να τροποποιηθεί η παρ. 2, η οποία όπως ισχύει προβλέπει ότι τα μέλη τους επιλέγονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής με την επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της. Η πρότασή μας είναι, τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών να επιλέγονται με την αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων των μελών της Διάσκεψης.

Τρίτον, προτείνουμε να ενισχυθεί και να θωρακιστεί ο κοινοβουλευτικός έλεγχος επί των ανεξάρτητων αρχών. Με την πρότασή μας, προστίθεται εδάφιο στην παρ. 3 που προβλέπει ότι οι ανεξάρτητες αρχές υπόκεινται στον έλεγχο της Βουλής για πράξεις ή παραλείψεις τους.

Τοπική αυτοδιοίκηση
Προτείνουμε να τροποποιηθεί η παρ. 2 του άρθρου 102, προς δύο κατευθύνσεις.
Αφενός, με στόχο να ενισχύσουμε την αντιπροσωπευτική αρχή στην τοπική αυτοδιοίκηση. Γι’ αυτό προτείνουμε να κατοχυρωθεί η αμεσότητα της ψηφοφορίας, όπως και αναλογικό εκλογικό σύστημα στις εκλογές για τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Αφετέρου, προκειμένου να πλαισιώσουμε και να συμπληρώσουμε την αντιπροσώπευση με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας. Γι’ αυτό προτείνουμε να θεσπιστούν τοπικές λαϊκές συνελεύσεις και να δοθεί η δυνατότητα να διενεργούνται τοπικά δημοψηφίσματα και να αναλαμβάνονται λαϊκές πρωτοβουλίες σε επίπεδο δήμου ή περιφέρειας, κατά τους ειδικότερους ορισμούς του εκτελεστικού νόμου που θα εκδοθεί.
Αποκατάσταση της τιμής του πολιτικού κόσμου με την κατάργηση της απαράδεκτης ασυλίας του πολιτικού προσωπικού
Είναι πια κοινός τόπος η ανάγκη να μεταρρυθμιστεί ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των υπουργών, για να αποκατασταθεί το αίσθημα δικαιοσύνης και ισότητας μεταξύ των πολιτών και να αρθούν οι ακρότητες στις οποίες οδήγησαν μια στρεβλή κοινοβουλευτική πρακτική και συνταγματικές διατάξεις που τη διευκόλυναν. Με προσοχή όμως, για να μη φτάσουμε στο άλλο άκρο, δηλαδή να μην επιτρέψουμε την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής και τη μεταφορά της πολιτικής αντιπαράθεσης στα δικαστήρια.
Η πιο σημαντική, και η πιο επιτακτικά αναγκαία, παρέμβαση που προτείνουμε είναι η κατάργηση της ασφυκτικής αποσβεστικής προθεσμίας που προβλέφθηκε με την αναθεώρηση του 2001 και ορίζει ότι ποινική δίωξη δεν μπορεί πια να ασκηθεί μετά το πέρας της δεύτερης συνόδου της βουλευτικής περιόδου που ακολουθεί την τέλεση του αδικήματος. Η διάταξη αυτή έχει κατ’ αποτέλεσμα οδηγήσει σε ατιμωρησία των υπουργικών αδικημάτων. Με την πρότασή μας καταργείται το σχετικό εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 86 και ποινική δίωξη κατά υπουργού θα μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε εντός του χρόνου παραγραφής του αδικήματος. Ό,τι δηλαδή ισχύει για όλους τους πολίτες.
Παράλληλα, προτείνουμε να εισαχθεί ερμηνευτική δήλωση, προκειμένου να αποσαφηνιστεί κάτι που ήδη προκύπτει ερμηνευτικά από την ισχύουσα ρύθμιση: Δεδομένου ότι η ειδική ποινική μεταχείριση των υπουργικών αδικημάτων αποτελεί εξαίρεση από την κοινή δικαιοδοσία και, ως τέτοια, πρέπει να ερμηνεύεται στενά, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 86 υπάγονται μόνο τα υπουργικά αδικήματα με τη στενή έννοια του όρου, δηλαδή όσα τελούνται κατά την άσκηση υπουργικών καθηκόντων, και όχι όσα τελούνται απλώς επ’ ευκαιρία της άσκησης τέτοιων καθηκόντων. Διευκρινίζουμε έτσι και επιβεβαιώνουμε ότι όλα τα υπόλοιπα αδικήματα που τελούν υπουργοί, πλην των με στενή έννοια υπουργικών αδικημάτων, διώκονται κατά την κοινή νομοθεσία, δηλαδή με τον ίδιο τρόπο όπως για όλους τους πολίτες.

Τα κρίσιμα προς εξέταση θέματα στο πλαίσιο της διαδικασίας της ποινικής ευθύνης των Υπουργών είναι ποιος κινεί τη διαδικασία, ποιο δικαστήριο δικάζει και ποιο είναι το έννομο αγαθό που προστατεύεται, κυρίως ποια είναι τα αδικήματα τα οποία θα πρέπει να είναι αντικείμενο ειδικής, ξεχωριστής από την κοινή ποινική διαδικασία, διαδικασίας, και όλα αυτά λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα που, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, διαφοροποιεί πολλές φορές το έννομο αγαθό που προστατεύεται.
Η διαδικασία κινείται, για τους ιστορικούς λόγους που προανέφερα, στις περισσότερες περιπτώσεις από το όργανο που εκφράζει τη λαϊκή βούληση, από τη λαϊκή Αντιπροσωπεία, στα περισσότερα Συντάγματα. Έχουμε επιβιώσεις και της αντίληψης της ποινικής ευθύνης των Υπουργών, ως οιονεί πειθαρχικής, ιδίως στα αρχαία Συντάγματα που αποκρυσταλλώνουν παλαιότερες στιγμές της πολιτικής ζωής. Σε περιόδους, βέβαια, που είναι κυρίαρχο το δημοκρατικό στοιχείο, η εξέταση της ποινικής δίωξης δεν επαφίεται σε ειδικό όργανο, αλλά απορροφάται από την αντίληψη που θέλει να έχουμε κοινή αντιμετώπιση των ποινικών ευθυνών των Υπουργών με αυτές των απλών θνητών. Ενδεικτική είναι η περίπτωση των επαναστατικών γαλλικών συνταγμάτων του ’91 και του ’95, όπου η δικαιοδοσία κατά των πολιτικών αξιωματούχων ανήκε σε δικαστήρια ενόρκων που επιλέγονταν ad hoc από τις εκλογικές συνελεύσεις των départements.
Στα καθ’ ημάς, παρόμοια πρόβλεψη για ποινική ευθύνη είχαν και τα επαναστατικά Συντάγματα. Η εκδίκαση των κατηγοριών, όμως, στα ελληνικά Συντάγματα ήδη από αυτό του 1844, του 1864 και στα επόμενα προβλεπόταν να γίνεται από τη Βουλή, εκτός από τα Συντάγματα που είχαν και Γερουσία όπως αυτά του 1925 και του 1927, που ανέθεταν τη σχετική αρμοδιότητα σε αυτήν. Σήμερα στο σύνολο σχεδόν των Συνταγμάτων η ποινική δίωξη ασκείται από τις Βουλές, εκτός από σπανιότερες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας, όπου οι κοινές διωκτικές αρχές έχουν δυνατότητα να ασκούν την ποινική δίωξη.
Ως προς τα αδικήματα τώρα, τον 19ο αιώνα υπήρχε μια υπερδιεύρυνση των αδικημάτων που ενέπιπταν στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας, ακριβώς γιατί αντιμετωπιζόταν εν μέρει και ως πειθαρχική. Στα σύγχρονα Συντάγματα παρατηρείται η ακριβώς αντίστροφη τάση. Αντί, όπως συνέβαινε σε νόμους, όπως ο αρχικός ΦΠΣΤ’ ή και ο δικτατορικός 802/1971, οι οποίοι ως «λευκοί ποινικοί νόμοι» παρέπεμπαν στο σύνολο της έννομης τάξης, τα σύγχρονα Συντάγματα περιορίζουν τα αδικήματα, βάσει των οποίων πρέπει να υπάρχει ειδικό καθεστώς, μόνο σ’ αυτά που συνδέονται στενά με την άσκηση των καθηκόντων του Υπουργού. Η γαλλική θεωρία μιλά για τις «actes rattachables», εκείνες τις πράξεις που μόνο ένας Υπουργός μπορεί να τελέσει και που μόνο αυτές μπορούν να αφορούν την ποινική δίωξή του σε ειδικό καθεστώς, ξεχωριστό από το κοινό.
Πρέπει να τονίσω ότι όχι μόνο οι διαδικασίες, όχι μόνο το όργανο, όχι μόνο τα αδικήματα είναι αυτά που μεταβάλλονται ανάλογα με τον μακρό πολιτικό χρόνο, αλλά ακόμη και η αντίληψη του τι συνιστά «διαφθορά» για το πολιτικό προσωπικό γνωρίζει εξέλιξη ανάλογα με την ιστορική συγκυρία και τα πολιτειολογικά χαρακτηριστικά μιας πολιτείας.

Μέχρι και τον 19ο αιώνα η ποινική ευθύνη ήταν όπλο στα χέρια των Κοινοβουλίων, για να ελέγξουν τη μοναρχική εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό, η διαφθορά αναφερόταν, κυρίως, στις σχέσεις του Αρχηγού του κράτους με τα μέλη του Κοινοβουλίου, δηλαδή είτε στη χειραγώγηση του τελευταίου από την εκτελεστική εξουσία – είτε μέσω χρηματισμού είτε μέσω απονομής κρατικών θέσεων στους Βουλευτές – ή εν πάση περιπτώσει δεν αφορούσε τόσο τη σχέση του Υπουργού με την κοινωνία, αλλά τη σχέση του Υπουργού με τον Μονάρχη.
Είναι διαφορετικά τα πράγματα στη μαζική κομματική δημοκρατία του 19ου και του 20ού αιώνα, όπου η διαφθορά γίνεται αντιληπτή κυρίως, ως οικονομικό έγκλημα, σχετικό με την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων. Μάλιστα, η έλευση της παγκοσμιοποίησης και οι αλλαγές που αυτή επιφέρει συνεπάγεται περαιτέρω εξέλιξη της έννοιας και των ερμηνειών της. Δηλαδή, ενώ μέχρι και τη δεκαετία του ’80 η διαφθορά στις λειτουργιστικές αναλύσεις της πολιτικής επιστήμης αντιμετωπιζόταν ως σύμπτωμα πολιτικής υποανάπτυξης κυρίως προκαπιταλιστικών κοινωνιών, που θα θεραπευόταν με τον εκσυγχρονισμό και την αποκατάσταση της καπιταλιστικής ηθικής προτεσταντικού τύπου, ήδη με τη γενίκευση της ιδεολογίας των αγορών και της σύγχυσης με την αντίληψη της λαϊκής κυριαρχίας ως βασικού κριτηρίου των υποθέσεων των πολιτικών αναδύεται από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 μια ριζικά διαφορετική θεώρηση της διαφθοράς.
Χρονικά σημεία-σταθμοί για την εξέλιξη αυτή ήταν η ψήφιση στις Ηνωμένες Πολιτείες του νόμου για την ποινικοποίηση της δωροδοκίας, ως μέσο για την επίτευξη επιχειρησιακών συμφωνιών με αλλοδαπά κράτη, η Foreign Corrupt Practices Act του 1997, και λίγο αργότερα, στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ, η Διεθνής Σύμβαση για την καταπολέμηση της δωροδοκίας.
Τα παραπάνω είναι κρίσιμα για τον τρόπο με τον οποίο θα ορίσουμε στην συνέχεια τα νομικά χαρακτηριστικά της ποινικής ευθύνης των Υπουργών. Υπάρχει πάντοτε μία εγγενής και μόνιμη αντίφαση ανάμεσα στη αρχή της δημοκρατικής κυριαρχίας, που επιδιώκει να ρυθμίσει την οικονομία με όρους πολιτικής και στην ελευθερία της αγοράς να λειτουργεί με τους φυσικούς ρυθμούς της, επιβάλλοντας και στην πολιτική τους δικούς της κανόνες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε περιπτώσεις όχι κλασικής διαφθοράς, που συνιστά ταυτόχρονα και αξιόποινο αδίκημα, αλλά ενός είδους νομιμοποιημένης διαφθοράς, όπου η αδιαφανής σχέση ιδιωτικών ομάδων συμφερόντων με τα δημόσια κέντρα λήψης απόφασης δεν παραβιάζει απαραίτητα τον ποινικό νόμο. Είναι οι περιπτώσεις που κάτι είναι νόμιμο, αλλά δεν είναι και ηθικό.
Για παράδειγμα, η πρακτική που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δυστυχώς τα τελευταία χρόνια, πρώην Πρωθυπουργοί ή Καγκελάριοι ή και Πρόεδροι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αναλαμβάνουν, αμέσως μετά την αποχώρησή τους από την πολιτική, θέση σε διοικητικά συμβούλια πολυεθνικών εταιριών, είναι μία περίπτωση, κατά τη γνώμη μου, που αυτή η «περιστρεφόμενη πόρτα» ανάμεσα στην πολιτική και στην οικονομία αναδεικνύει συμπεριφορές που πράγματι είναι προβληματικές για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος.
Στην Ελλάδα, δεν υφίσταται μόνο το κλασικό πρόβλημα της διαφθοράς σε μεμονωμένο επίπεδο, αλλά και το δομικό χαρακτηριστικό συμπλοκής στην κορυφή της εξουσίας πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων. Άρα, να έχουμε στο μυαλό μας ότι η διαφθορά δεν είναι κυρίως ή αποκλειστικά ποινικό ή νομικό θέμα. Η αποϊδεολογικοποίηση των κομμάτων «καρτέλ» και η υπερφόρτωση του πολιτικού συστήματος με αιτήματα που πολλές φορές δεν μπορεί να διαχειριστεί, οδηγεί πολλές φορές στην εκτροπή των κομμάτων από τον αρχικό πολιτικό τους ρόλο προς δύο μόνο φαινομενικά αντιδιαμετρικές κατευθύνσεις: την ακόμη μεγαλύτερη σύμφυρσή τους με τον κρατικό μηχανισμό, αλλά και τη διεύρυνση της ενδοτικότητάς τους στις απαιτήσεις της ολιγαρχίας των χρηματοδοτών που τα στηρίζουν.
Όλα αυτά τα ζητήματα ήρθαν με δραματικό τρόπο στην επικαιρότητα ενόψει συγκεκριμένων οικονομικών σκανδάλων, τα οποία συνδέονται με την άσκηση της πολιτικής εξουσίας, πολλά από τα οποία δεν προέκυψαν από έρευνα των δικών μας δικαστικών αρχών, αλλά από την δικαστική έρευνα άλλων χωρών. Το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή είναι σε εξέλιξη μία τάση ενοποίησης και της ποινικής διαδικασίας στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης –σας θυμίζω την πρόσφατη θεσμική μεταρρύθμιση της θέσης του Ευρωπαίου Εισαγγελέα- δίνει ακόμη μία θεσμική παράμετρο που πρέπει να ληφθεί υπόψη σε αυτά που πρόκειται να ρυθμίσουμε.
Ποιες είναι οι δύο βασικές συγκρουόμενες συνταγματικές επιταγές; Από τη μια μεριά δύο βασικές συνιστώσες του κράτους δικαίου: την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, που θέτει όρια στο ειδικό καθεστώς της υπουργικής ευθύνης και δεν επιτρέπει προφανώς την εξάλειψη της ποινικής ευθύνης, αλλά ούτε και τον υπερβολικό περιορισμό της ή την πρόβλεψη ειδικό καθεστώς εκεί που δεν δικαιολογείται και το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας που επιβάλλει να μην στερείται παντελώς ο πολίτης που θίγεται από ποινική πράξη Υπουργού το δικαίωμα της έννομης προστασίας. Από την άλλη μεριά, υφίσταται αντίρροπα η αναγκαιότητα, ως θεσμική εγγύηση, να προστατευθεί και ο Υπουργός από αβάσιμες ή εκδικητικές μηνύσεις ιδιωτών, των οποίων θίγει τα συμφέροντα. Και αυτή η πλευρά των εννόμων συμφερόντων συναντάται με την τιμή του πολιτικού κόσμου. Δεν είναι αδιάφορη για το δίκαιο η ανάγκη προστασίας των κυβερνητικών στελεχών από εκδικητικές αβάσιμες μηνύσεις είτε από ισχυρά ιδιωτικά κέντρα για την προώθηση των συμφερόντων τους, είτε από τους πολιτικούς εχθρούς τους. Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι δεν παραμένει επίκαιρη και αυτή η διάσταση του ζητήματος, η εξέλιξη του όλου πολιτειακού συστήματος, η αλλαγή των σχέσεων αγοράς και πολιτικής σε όλο τον δυτικό κόσμο και, ειδικά στη χώρα μας, η επίγνωση της ύπαρξης εκτεταμένων οικονομικών σκανδάλων, η κορυφή μόνον των οποίων έχει διερευνηθεί από τη Δικαιοσύνη, δημιουργεί την ανάγκη, αν θέλουμε να προστατεύσουμε την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και την τιμή του πολιτικού κόσμου, να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση στον περιορισμό της ειδικής μεταχείρισης των Υπουργών. Η αναγκαιότητα αυτή ήταν πρόδηλη ήδη στην αναθεώρηση του 2001, η οποία μόνον ελάσσονες και διακοσμητικές παρεμβάσεις επέφερε στο άρθρο 86, με αποτέλεσμα και όσες βελτιωτικές προσπάθειες επιχειρήθηκαν αργότερα στο επίπεδο της απλής νομοθεσίας να καθίστανται αλυσιτελείς. Για παράδειγμα, η εξομοίωση του χρόνου παραγραφής για τα υπουργικά κακουργήματα, με το ν. 3961/2011, θεωρητικά και πολιτικά ορθή, ήταν δώρον άδωρον, εφόσον προβλέφθηκε και μάλιστα για πρώτη φορά με συνταγματική ισχύ στο άρθρο 86 του Συντάγματος συντομότατη αποσβεστική προθεσμία, προκειμένου η Βουλή να ασκήσει την αποκλειστική της αρμοδιότητα για τη δίωξη του Υπουργού. Ενόψει, λοιπόν, αυτού του προβλήματος, το πρώτο μέτρο που πρέπει να υιοθετήσουμε – και στο οποίο θεωρώ ότι πρέπει να συμφωνήσουν όλες οι πολιτικές πτέρυγες που έχουν τοποθετηθεί επί της συνταγματικής αναθεώρησης – είναι η κατάργηση της ρύθμισης της αποσβεστικής προθεσμίας, ούτως ώστε να έχουμε την εφαρμογή των κοινών διατάξεων του Ποινικού Δικαίου για την παραγραφή. Επαναλαμβάνω ότι αυτό έπρεπε ήδη να γίνει στην Αναθεώρηση στου 2001. Είναι η στιγμή σήμερα να το κάνουμε, ει δυνατόν με πολιτική ομοφωνία. Το δεύτερο που πρέπει να γίνει είναι να επιβεβαιώσουμε την ορθή νομολογιακή τάση, η οποία έχει διαμορφωθεί, η οποία εξετάζει τα αδικήματα, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 86 και διαφοροποιεί ανάμεσα σε αυτά που αναπόσπαστα σχετίζονται με την ιδιότητα του Υπουργού, όπως είναι, παραδείγματος χάριν, η παραβίαση κρατικών μυστικών, από τα άλλα αδικήματα, τα οποία μόνον επ’ ευκαιρία της άσκησης του λειτουργήματός του φέρεται να έχει διαπράξει ο Υπουργός. Το παράδειγμα της παθητικής δωροδοκίας, της δωροληψίας, είναι νομίζω ένα από αυτά τα παραδείγματα. Επομένως, με την ερμηνευτική δήλωση, την οποία καταθέτουμε και η οποία ερμηνεύει αυθεντικά και, όπως όλες οι ερμηνευτικές διατάξεις με αναδρομική ισχύ τη ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 86, δίνεται η δυνατότητα, εφόσον δεν έχει επέλθει η παραγραφή -η εικοσαετής ή η δεκαπενταετής, ανάλογα με το κακούργημα- η Δικαιοσύνη να ερευνήσει προς τα πίσω, ουσιαστικά από το 2000 έως σήμερα περιπτώσεις, όπου και αν υπάρχουν, οικονομικών σκανδάλων, στα οποία εμπλέκονται Υπουργοί. Και αυτό, πέρα από το τυπικά και συνταγματικά ορθό της παρέμβασής μας, στέλνει και ένα πολιτικό μήνυμα στον ελληνικό λαό, ότι η Ελληνική Βουλή θέλει να εξεταστούν από την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη όλες οι περιπτώσεις, στις οποίες, ενδεχομένως, κάποιος επίορκος έχει παραβιάσει τις υποχρεώσεις απέναντι στον λαό και στον όρκο του, και έχει γίνει ο ίδιος αυτουργός εγκλήματος, το οποίο δεν έχει ακόμα παραγραφεί κατά το κοινό ποινικό δίκαιο.
Σε ό,τι αφορά το άρθρο 62 τα πράγματα είναι ευκολότερα. Στην πραγματικότητα, τυποποιούμε μια πρακτική που και ο Κανονισμός της Βουλής αποτυπώνει και εφαρμόζουμε στην πράξη, να μην υπάρχει προστασία παρά μόνο για εκείνα τα αδικήματα που στενά συνδέονται με την ιδιότητα και την πολιτική λειτουργία του Βουλευτή, εντός και εκτός της Βουλής.
 Άξονας 2 Διακριτότητα Κράτους και Εκκλησίας
Η Αναθεώρηση έρχεται να ρυθμίσει ένα θέμα ιστορικής σημασίας, με ιδιαίτερο συμβολισμό. Επιδιώκουμε να εναρμονίσουμε την Πολιτεία μας με τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, εφαρμόζοντας πλήρως την ευαγγελική ρήση «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, τα του Θεού τω Θεώ». Πρόκειται για την καθιέρωση των διακριτών ρόλων Πολιτείας και Εκκλησίας. Υπενθυμίζω ότι ήδη κατά τη συζήτηση του Συντάγματος το 1975, ο τότε Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων της Νέας Δημοκρατίας είχε θεωρήσει ότι κάτι πρέπει να γίνει σε αυτόν τον τομέα, αλλά δεν ήταν -έλεγε- τότε ώριμη η στιγμή. Το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε δύο φορές σχετικές προτάσεις και το 1995 και το 2006, τις οποίες όμως ακόμη και στην Αναθεώρηση του 2001, μολονότι είχε τη σχετική πλειοψηφία, τις απέσυρε.
Με την πρότασή μας το άρθρο 3 συμπτύσσεται σε μία παράγραφο. Προτάσσεται η διακήρυξη ότι η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη και ακολουθεί η αναγνώριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσας θρησκείας. Για την οποία διευκρινίζεται περιγραφικά, για ιστορικούς λόγους, ότι είναι δογματικά ενωμένη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και τις άλλες ορθόδοξες εκκλησία, τηρεί τους αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και την εκκλησιαστική παράδοση, είναι αυτοκέφαλη και διοικείται σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της, τον Πατριαρχικό Τόμο του 1850 και τη Συνοδική Πράξη του 1928. Διευκρινίζεται επίσης ότι δεν θίγεται το εκκλησιαστικό καθεστώς της Κρήτης και των Δωδεκανήσων.
Κατά τα λοιπά, από τη διάταξη απαλείφονται οι θεολογικού χαρακτήρα αναφορές, όπως και η αναφορά στα όργανα διοίκησης της Εκκλησίας, ως ασύμβατες με την καθιέρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας, και καταργείται η σημερινή παράγραφος 3 σχετικά με το κείμενο της Αγίας Γραφής. Το άρθρο συμπληρώνεται από ερμηνευτική δήλωση, με την οποία διευκρινίζεται ότι ο όρος ‘επικρατούσα θρησκεία’ δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και, κυρίως, δεν συνεπάγεται δυσμενείς συνέπειες σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας.
Η πρόταση μας δεν στρέφεται επ’ ουδενί κατά της Εκκλησίας, την οποία απολύτως σεβόμαστε. Στην Ελλάδα δεν είχαμε ποτέ αντικληρικαλισμό, για ιστορικούς λόγους, σχετικούς τόσο με την Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και με τους όρους της εθνογένεσης και της δημιουργίας του νέου ελληνικού κράτους. Όπως γνωρίζετε, ο ορισμός του Έλληνα στα επαναστατικά Συντάγματα ήταν «αυτός που βρισκόταν εντός των ορίων της επικράτειας και ήταν χριστιανός», ακριβώς γιατί άλλα κριτήρια που θεωρούμε δεδομένα σήμερα για τον προσδιορισμό της εθνικής συνείδησης, όπως το κριτήριο της γλώσσας, δεν είχαν τότε γενική εφαρμογή.
Πέρα από αυτό το ιστορικό χαρακτηριστικό, σημαντικό είναι να σημειώσουμε ότι η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδας έπεται και δεν προηγείται της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, όπως είχε συμβεί σε όλες σχεδόν τις άλλες ιστορικές περιπτώσεις στην Ευρώπη. Και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, η τελική διαμόρφωση της ουδετερόθρησκης πολιτείας στις χώρες της Δύσης έγινε μετά από σημαντικούς πολιτιστικούς πολέμους, -Kulturkampf είναι ο γερμανικός όρος- ανάμεσα σε Πολιτεία και Εκκλησία. Μάλιστα στην περίπτωση της Γαλλίας η σύγκρουση αυτή ανάγεται στην εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Η Εξέγερση της Βανδέας ήταν και μία καθολική εξέγερση κατά της Γαλλικής Επανάστασης-, όσο και στη συνέχεια κατά τον 19ο αιώνα.
Η συνταγματική αναθεώρηση χρειάζεται, για να είναι συνταγματικά σαφές ότι η ρύθμιση του άρθρου 3 που ποτέ δεν καθιέρωνε, ούτως ή άλλως, επίσημη θρησκεία- δεν προσδιορίζει θρησκευτικά την Ελληνική πολιτεία. Αποσκοπεί, με άλλα λόγια, να καταστήσει σαφώς διακριτές τις λειτουργίες κράτους και εκκλησίας. Ορίζουμε ρητά τη θρησκευτική ουδετερότητα της ελληνικής πολιτείας. Είναι, εν όψει της αμφισβήτησης της αρχής αυτής από την πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, μία αναγκαία τομή.
Παράλληλα, με την αναγνώριση του ουδετερόθρησκου αναφερόμαστε στην Ορθόδοξη Εκκλησία -προσδιορίζοντας και ποια είναι, τις σχέσεις της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο- ως επικρατούσα. Διευκρινίζουμε, όμως, με ερμηνευτική δήλωση ότι από τον ορισμό αυτό της ορθόδοξης θρησκείας ως επικρατούσας δεν απορρέουν κανονιστικές συνέπειες. Η αναγνώριση αυτή έχει ιστορικό χαρακτήρα, -όλα αυτά που προανέφερα- και πραγματολογικό, με την έννοια ότι η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων, όχι όλοι φυσικά, ανήκουν στην Ορθόδοξη Ανατολική του Χριστού Εκκλησία.
Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρούμε ότι για πρώτη φορά από την επέμβαση των Βαυαρών στα θρησκευτικά ζητήματα της χώρας οροθετούμε ορθολογικά και φιλελεύθερα τις λειτουργίες της Πολιτείας και της Εκκλησίας. Όλα τα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας, όπως το σε ποια γλώσσα θα είναι η Αγία Γραφή, δεν έχουν λόγο να υπάρχουν στη διάταξη του Συντάγματος.
Η ουσία της παρέμβασης μας έγκειται, λοιπόν, στο να αποδεσμεύσουμε νομικά την Πολιτεία από μεταφυσικά ή θρησκευτικά κριτήρια -γιατί οι σύγχρονες πολιτείες έχουν θεμέλιό τους τη λαϊκή κυριαρχία και όχι μια μεταφυσική ιδέα, όποια και εάν είναι αυτή-. Ταυτόχρονα να απελευθερώσουμε την Εκκλησία από τον εναγκαλισμό της από το κράτος, που δεν της προσδίδει τίποτα και αντιθέτως εν πολλοίς αναιρεί την ουσιαστική της ελευθερία. Όπως έγραφαν οι Δημήτρης Τσάτσος, ο δάσκαλος μου, και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: “μία ελεύθερη χριστιανική κοινωνία όχι μόνο δεν προϋποθέτει μία επίσημα ονομαζόμενη χριστιανική Πολιτεία, αλλά αναιρείται απ’ αυτή. Από τη στιγμή που η Ελλάς των χριστιανών Ελλήνων μπαίνει σε εισαγωγικά και αναδεικνύεται σε δεσμευτικό εθνόσημο (…) καταλύεται η δημοκρατία, αλλά και αλλοιώνεται η πίστη. Ή πιο απλά ειπωμένο: τον χριστιανό δεν τον παράγει η δημοκρατική Πολιτεία αλλά ο ίδιος ο χριστιανισμός, καθώς λειτουργεί, οργανωμένος ελεύθερα ως Εκκλησία, σε μια ελεύθερη κοινωνία. Ο χριστιανός που παράγει το κράτος είναι ψεύτικος.”
Η πρόταση μας κατατίθεται με σεβασμό στην ιστορία της Εκκλησίας και αναγνώριση των σχέσεών της με τους αγώνες του λαού μας. Γι’ αυτό τον λόγο δεν προτείνουμε την απάλειψη του προοιμίου, το οποίο ήταν παρόν σε όλα τα επαναστατικά συντάγματα και το οποίο θεωρούμε ιστορικό κειμήλιο, τμήμα της Ιστορίας μας. Άλλωστε, ακόμα και στις Ηνωμένες Πολιτείες που μαζί με την Γαλλία είναι εκείνες οι πολιτείες με την πιο αυστηρή διάκριση του θρησκευτικού από το πολιτειακό στοιχείο, τέτοιες ιστορικές αναφορές επιβιώνουν. Εάν πάρετε ένα δολάριο στα χέρια σας, θα δείτε την επίκληση «in God we trust». Αυτό δεν σημαίνει ότι αλλοιώνεται η θρησκευτική ουδετερότητα της αμερικανικής πολιτείας.
Τι σημαίνει «θρησκευτική ουδετερότητα»; Ότι δεν υπάρχει κρατική θρησκεία. Σημαίνει ότι το κράτος δεν μπορεί να ταυτίζεται με το θρησκευόμενο τμήμα της κοινωνίας, όσο μεγάλο και να είναι αυτό, ακριβώς επειδή η θρησκευτική ελευθερία και η λατρεία στις σύγχρονες νεωτερικές δημοκρατίες δεν είναι δουλειά του κράτους, αλλά δικαίωμα του πολίτη. Με την πρόταση που καταθέσαμε, γίνεται προφανές ότι εισάγεται επιτέλους διάκριση ρόλων και λειτουργιών ανάμεσα στο Κράτος και την Εκκλησία, παύει να υπάρχει η πολιτειοκρατία που επέβαλε ασφυκτικούς ελέγχους στη λειτουργία της Εκκλησίας. Ταυτόχρονα αναιρείται και η σύγχυση λειτουργιών και ρόλων, που δίνει τη δυνατότητα στην πολύ ορθά κατακριθείσα πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και σε πολλούς άλλους που θέλουν να (παρ)ερμηνεύουν τη θρησκευτική συνείδηση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, με όρους ομολογιακούς.
Εφόσον αναγνωρίσουμε, μέσω της ρητής κατοχύρωσης της θρησκευτικής ουδετερότητας, ότι δεν υφίσταται κρατική θρησκεία, παύει να υπάρχει οποιοσδήποτε συσχετισμός ανάμεσα στο άρθρο 13 και το άρθρο 16, παράγραφος 2, συνεπώς ελλείπει οποιαδήποτε έρεισμα για επιχειρηματολογία υπέρ του ομολογιακού περιεχομένου στο μάθημα των θρησκευτικών. Αυτό ήρθαμε να κάνουμε. Έχει νόημα η παρέμβασή μας και είναι μάλιστα έχει καθυστερήσει πολύ.
Παράλληλα, εκτός από τις αναγκαίες, κατά τα ανωτέρω, τροποποιήσεις στο άρθρο 3 προς την κατεύθυνση αυτή, θέλουμε να επέμβουμε και σε εκείνες τις συνταγματικές ρυθμίσεις που αλλοιώνουν τους διακριτούς ρόλους σε ό, τι αφορά στη λειτουργία των πολιτειακών οργάνων, όπως είναι ο θρησκευτικός όρκος. Για το λόγο αυτό προτείνουμε την αναθεώρηση των σχετικών προβλέψεων στο άρθρο 33 παράγραφος 2, στο άρθρο 13 παράγραφος 5 και στο άρθρο 59 παράγραφος 1 και 2, ώστε ο κανόνας στο εξής να είναι αποκλειστικά ο πολιτικός όρκος. Δεχθήκαμε κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή κριτική από μερίδα της Νέας Δημοκρατίας περί -δήθεν- εθνομηδενισμού, λόγω της θέσης μας αυτής, διότι, τάχα, θέλουμε να στερήσουμε από την ταυτότητα του το λαό μας. Η αλήθεια είναι ότι εμείς στην Αριστερά και την ταυτότητα του λαού μας υπερασπιζόμαστε και πατριωτική δύναμη είμαστε. Δεν υπήρξε οργάνωση που να εκπροσωπεί με πιο παραστατικό τρόπο τον «γάμο» του πατριωτισμού και των κοινωνικών αγώνων από το ΕΑΜ, που αποτελεί και την πιο ένδοξη στιγμή της ελληνικής αριστεράς. Στο ΕΑΜ ανήκε άλλωστε και μεγάλο κομμάτι του λαϊκού κλήρου, αλλά και – πολύ λιγότεροι – ιεράρχες όπως ο Ηλείας Αντώνιος και ο Κοζάνης Ιωακείμ.
Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά ως προς την ταυτότητα: Οι εθνικιστές πιστεύουν ότι η ταυτότητα ορίζεται από το αίμα, το χώμα και τους νεκρούς. Εμείς πιστεύουμε ότι η ταυτότητα προσδιορίζεται από την κοινότητα των αξιών που μοιραζόμαστε. Όπως έλεγε και ο Ισοκράτης, Έλληνες είναι όσοι μετέχουν της δικής μας παιδείας. Άρα, για εμάς ο Αντεντοκούμπο είναι Έλληνας, γιατί το πιστεύει ο ίδιος, γιατί μοιράζεται τις αξίες μας, και δεν μας ενδιαφέρει αν το χρώμα του είναι μαύρο ή αν οι γονείς του δεν γεννήθηκαν στην Ελλάδα. Και αυτή είναι η διαφορά μας στην ουσία της. Εμείς εκπροσωπούμε τη σύγχρονη αντίληψη για το τι είναι πατριωτισμός. Ακριβώς αυτό έκανε και τον Χάμπερμας να εισάγει την ιδέα του συνταγματικού πατριωτισμού. Αντιθέτως, το ρεύμα σκέψης, που δυστυχώς έχει γίνει κυρίαρχο στην Νέα Δημοκρατία, αντανακλά, όχι απλώς παρωχημένες αντιλήψεις, αποκρουστικές ιδέες που αιματοκύλισαν την ήπειρό μας σ’ αυτόν τον διπλό εμφύλιο πόλεμο της Ευρώπης, τους δύο παγκοσμίους πολέμους.
Πάντως, έχει δίκιο το Κομμουνιστικό Κόμμα όταν λέει ότι αυτά είναι θέματα του 19ου αιώνα για τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη. Τότε μαίνονταν οι πολιτιστικοί αγώνες μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας. Εκεί, σε αυτόν τον αιώνα, εντάσσεται αυτή η αμφισβήτηση του τι κάνει το Κράτος και η Εκκλησία. Οι συγκρούσεις της εποχής μας είναι άλλες: τι κάνει το Κράτος και τι η αγορά την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Τις προκλήσεις αυτές αντιμετωπίζουμε, μεταξύ άλλων, στην επόμενη ενότητα, που αφορά στην προστασία των «κοινών» και των κοινωνικών δικαιωμάτων.
 Άξονας 3 Εισαγωγή θεσμών άμεσης δημοκρατίας για την ενίσχυση του ενεργού ρόλου του πολίτη
Επιδιώκουμε την ενεργοποίηση των πολιτών και την ενίσχυση της λαϊκής παρέμβασης στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Προτείνουμε την τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 44, προκειμένου να καθιερωθεί ο θεσμός του δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία. Θα μπορεί να προκηρύσσεται για κρίσιμα εθνικά θέματα μετά από αίτηση πεντακοσίων χιλιάδων πολιτών που έχουν το εκλογικό δικαίωμα ή για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, μετά από αίτηση ενός εκατομμυρίου πολιτών. Η διαδικασία και οι όροι ενεργοποίησης του θεσμού θα καθορίζονται με εκτελεστικό νόμο. Σε περίπτωση αμφισβήτησης για το αν η αίτηση δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία αφορά κρίσιμο εθνικό θέμα ή νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, θα αποφαίνεται η Βουλή με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Το θεσμό του δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία, και μάλιστα τόσο του νομοθετικού δημοψηφίσματος όσο και εκείνου για κρίσιμα εθνικά θέματα, τον είχε περιλάβει στην πρότασή της το 2014 και η Νέα Δημοκρατία. Αντίστοιχη πρόταση, μόνο για το νομοθετικό δημοψήφισμα, είχε υποβάλει το ΠΑΣΟΚ το 2006, όπου προσδιόριζε τον απαιτούμενο αριθμό υπογραφών στο 5% του εκλογικού σώματος.
Προτείνουμε την τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 73, προκειμένου να καθιερωθεί συνταγματικά ο θεσμός της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Δηλαδή να αναγνωριστεί η δυνατότητα σε εκατό χιλιάδες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα να υποβάλλουν προτάσεις νόμου, οι οποίες θα εισάγονται υποχρεωτικά στη Βουλή για συζήτηση, επεξεργασία και ψήφιση. Τη διαδικασία και τους όρους ενεργοποίησης του θεσμού θα καθορίζει εκτελεστικός νόμος. Τόσο τα δημοψηφίσματα με λαϊκή πρωτοβουλία όσο και οι άλλοι δύο θεσμοί διεύρυνσης της λαϊκής συμμετοχής που προτείνουμε ενισχύουν τα στοιχεία άμεσης δημοκρατίας, χωρίς όμως να θίγουν τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Αντιθέτως, εντάσσονται ομαλά στο αντιπροσωπευτικό σύστημα και το συμπληρώνουν δημιουργικά.
Προτείνουμε επίσης την προσθήκη εδαφίου στην παρ. 2 του άρθρου 28, προκειμένου να οριστεί ότι διεθνής συνθήκη ή συμφωνία που προβλέπει μεταβίβαση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων του κράτους κυρώνεται υποχρεωτικά με δημοψήφισμα. Το αίτημα για εισαγωγή θεσμών άμεσης δημοκρατίας ήρθε στο προσκήνιο με το «κίνημα των πλατειών», το οποίο μας υπενθύμισε κάτι πολύ σημαντικό. Στη δημοκρατία το κράτος του δήμου, ο δήμος, ο λαός, μπορεί και πρέπει να παίρνει τις τύχες στα χέρια του σε ορισμένες περιπτώσεις, πέρα από τη λειτουργία της αντιπροσώπευσης.

Η κοινωνία περνάει σταδιακά στη μεταφορντική εποχή, όπου η γενική διάνοια, η επιστήμη, η τεχνολογία, η γλώσσα, η επικοινωνία γίνονται βασικές δυνάμεις παραγωγής και λειτουργούν με οριζόντιες συνεργασίες, με έντονες δικτυώσεις, με πολύπλοκες σχέσεις, με δικτυακές διασυνδέσεις, ριζωματικά, όπως λέγεται στη βιβλιογραφία.
Σε μια τέτοια κοινωνία της γνώσης, τα όρια της αντιπροσώπευσης γίνονται ορατά και πορώδη. Γι’ αυτό προτείνουμε την επέκταση της λαϊκής συμμετοχής με τη διενέργεια δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία για κρίσιμο εθνικό θέμα ή για ψηφισμένο νομοσχέδιο, αλλά και τη θεσμοθέτηση της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Αυτά είναι μέτρα που φέρνουν το λαό στο προσκήνιο, αλλά φέρνουν και τον διάλογο, τη διαβούλευση στον λαό.
Οι ισχυρές δημοκρατίες εμπιστεύονται και δεν φοβούνται τη λαϊκή κρίση. Αυτή η δήλωση εμπιστοσύνης στη λαϊκή πρωτοβουλία επιδιώκει από τη μία πλευρά την αναχαίτιση αυτής της μεταδημοκρατικής συνθήκης, για την οποία μίλησα πριν, μιας κατάστασης που υποβιβάζει την πολιτική και την κάνει υποχείριο των αγορών και των τεχνοκρατών, αλλά ταυτόχρονα αυτή η επιστροφή των πολιτών στην πολιτική μάς αναγκάζει πάλι να εξετάσουμε λίγο –και να τελειώσω εδώ- τη φιλοσοφία του συνταγματισμού.
Το Σύνταγμα ως δίκαιο εκπορεύεται από την πολιτική εξουσία και ταυτόχρονα την περιορίζει. Αλλά αν το Σύνταγμα ρυθμίζει την πολιτική εξουσία, πρέπει λογικά να προέρχεται από μια ανώτερη δύναμη. Ιστορικά όλα τα σημαντικά συντάγματα, αυτό που λέμε η συντεταγμένη εξουσία, είναι αποτελέσματα επανάστασης, απελευθέρωσης, ανατροπής δικτατοριών ή ολοκληρωτισμών. Ήταν έκφραση αυτού που η Γαλλική Επανάσταση και ο Αββάς Σιεγές ονόμασε συντακτική εξουσία.
Η συντακτική εξουσία είναι η δύναμη αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιοίκησης του λαού, η ισχύς και η βούληση που οργανώνει την κοινωνική αναπαραγωγή και βρίσκεται πίσω από κάθε συντεταγμένη μορφή άσκησής της. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, λέει το άρθρο 1 του Συντάγματος. Η αναφορά στη λαϊκή κυριαρχία έχει, βέβαια, κυρίως συμβολική σημασία. Η αντιπροσωπευτική αρχή έχει περιθωριοποιήσει τις άμεσες μορφές δημοκρατίας και η λαϊκή συμμετοχή φαίνεται να δημιουργεί φόβο.
Δεν είναι ένα ή δύο τα παραδείγματα. Οι επιθέσεις στο δημοψήφισμα του 2015 ήταν βίαιες και είναι συνεχείς. Όταν ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε δημόσια διαβούλευση για την Αναθεώρηση του Συντάγματος, συνταγματολόγοι την χαρακτήρισαν συνταγματική ασέβεια προς το Κοινοβούλιο. Ο δε κύριος Μητσοτάκης απέρριψε ως «συριζοποίηση» του Συντάγματος την πρόταση για συνταγματική διεύρυνση των δημοψηφισμάτων. Ήταν κάτι φαινομενικά περίεργο, εξηγήσιμο όμως, αν λάβει κανείς υπόψη την αλλεργική αντίδραση πολλών προς οτιδήποτε επιτρέπει στο λαό να συμμετέχει στις πολιτικές διαδικασίες χωρίς τη διαμεσολάβηση των ελίτ. Η λαϊκή κυριαρχία, το συμβολικό θεμέλιο της κρατικής και της κοινοβουλευτικής εξουσίας στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, προϋποθέτει τη συντακτική εξουσία ως μια δύναμη που προηγείται κάθε μορφοποίησης ή θεσμοποίησής της. Αποτελεί λάθος να πιστεύουμε ότι η κυριαρχία είναι μια απλή ρητορική αναφορά. Αποτελεί το θεμέλιο της συντακτικής εξουσίας.

Με τις προτάσεις μας αναβαθμίζουμε την πορεία θεσμικής αναγνώρισης της λαϊκής κυριαρχίας, όχι μόνο με την αντιπροσωπευτική, αλλά και με την υλική της συμμετοχή στην διαβουλευτική της έκφραση. Οι προτάσεις μας τιμούν το έργο της πολιτικής και των πολιτικών. Αρχίζει μια απορία επανασύνδεσης της δημοκρατίας με τον δήμο. Όπως και χτες στη συζήτηση για τα κοινωνικά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος σιγά, σταδιακά, προσεκτικά σκιαγραφούμε το Σύνταγμα της Ελλάδας του 21ου αιώνα.
 Άξονας 4 Ενίσχυση της προστασίας των «κοινών», των καθολικών δημόσιων υπηρεσιών και των κοινωνικών δικαιωμάτων
Για εμάς, για την Αριστερά, το κοινωνικό κράτος και τα δικαιώματα αποτελούν την καρδιά του οράματος και του προγράμματός μας. Εδώ θα αντιπαρατεθούν η προοδευτική και η συντηρητική αντίληψη για τον 21ο αιώνα. Η πρόταση μας, λοιπόν, ενισχύει την κανονιστική πυκνότητα και την αγωγιμότητα μιας σειράς κοινωνικών δικαιωμάτων, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια, στην εργασία, την κατοχύρωση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης. Πρόκειται για εκείνο το τμήμα του Συντάγματος, όπου μας χωρίζει άβυσσος από τις θέσεις της Νέας Δημοκρατίας. Το σχέδιο Συντάγματος που συνέταξε η Επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν συνταγματολόγοι που συμβουλεύουν τη Νέα Δημοκρατία, αφαιρεί όλα τα κοινωνικά δικαιώματα, λόγω επιστημονικής ειλικρινείας μας λένε οι συνταγματολόγοι, αλλά αναγνωρίζει το δικαίωμα στην ανταπεργία. Εδώ βλέπουμε το πραγματικό σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας, τον εφιάλτη, τα προλεγόμενα του οποίου υπάρχουν σε αυτήν τη συνταγματική πρόθεση.
Για εμάς, τα κοινωνικά δικαιώματα δεν είναι δευτερεύοντα ή παρακατιανά. Δεν αποτελούν ούτε φτωχά δικαιώματα, σε σχέση με τα ατομικά ή τα πολιτικά ούτε αποκλειστικά δικαιώματα των φτωχών. Ούτε αποτελούν επέκταση της φιλανθρωπίας. Μάλιστα, εκεί έγκειται η μεγάλη συμβολή του κοινωνικού κράτους: μετέτρεψε σε υποκειμενικό δικαίωμα για όλους ό, τι στο παρελθόν ήταν απλώς μια ηθική υποχρέωση απέναντι στους φτωχούς.
Το κοινωνικό κράτος, όπως κατοχυρώθηκε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ένας ιστορικός συμβιβασμός, μια παραχώρηση του κεφαλαίου για να δημιουργήσει έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσημο, αλλά ταυτόχρονα μία τεράστια επιτυχία του αριστερού και εργατικού κινήματος, ένας γάμος ευκαιρίας μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας, που συνδυάζει αντίθετους μηχανισμούς διανομής του κοινωνικού πλούτου, από τη μία πλευρά την αγορά και από την άλλη την κοινωνική δικαιοσύνη.
Τα κοινωνικά δικαιώματα δεν αποσκοπούν πρωταρχικά στην ανακούφιση της φτώχειας, αλλά κυρίως στον μετασχηματισμό των κοινωνικών ανισοτήτων, διαχωρίζοντας σταδιακά το πραγματικό από το αποκλειστικά από την εργασία ή τις προσόδους εισόδημα. Στο κοινωνικό κράτος οι οικονομικές ανισότητες δεν μπορούν να περιορίζουν τις βασικές πλευρές της ανθρώπινης ευημερίας, όπως είναι η υγεία, η παιδεία, η κοινωνική πρόνοια. Η ικανότητα πληρωμής δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ικανοποίηση της ανάγκης για ιατρική περίθαλψη ή φοίτηση στα πανεπιστήμια .Αυτή είναι η θεωρητική αρχή και η βασική ιδιότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Η καθολικότητα.

Τα δυο σχέδια αναθεώρησης, της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, είναι τόσο αντίθετα, όπως είναι αντίθετη και η ιδιότητα του πολίτη (social citizenship) με τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Από την πλευρά του κεφαλαίου η αντίθεση λύνεται με την αποδυνάμωση της δημοκρατίας. Για μας, η συνταγματοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων αποτελεί τμήμα του σταδιακού κοινωνικού μετασχηματισμού προς την ισότητα και τη δημοκρατία. Τα κοινωνικά δικαιώματα υλοποιούν την ίδια αρχή με τα ατομικά δικαιώματα, την ελευθερία ως αυτονομία και χρησιμοποιούν τα πολιτικά δικαιώματα, την πολιτική συμμετοχή για να περιορίσουν τις αδικίες του καπιταλισμού.
Με τη συνταγματική μας πρόταση ξεκινάμε ένα μακρύ ταξίδι προς τον ορίζοντα της ισότητας και της κοινωνικής δημοκρατίας. Και αυτό διότι τα κοινωνικά δικαιώματα προσδιορίζουν το οικονομικό και το κοινωνικό Σύνταγμα. Για το λόγο αυτό, η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να αναθεωρηθεί το άρθρο 106 του Συντάγματος ώστε να κατοχυρώνεται ο πλήρως ελεύθερος ανταγωνισμός συνιστά «αντιδραστική στροφή» προς ένα Σύνταγμα αρχαϊκό, του 19ου αιώνα, μακράν του Συντάγματος αναφοράς των σύγχρονων ευρωπαϊκών δημοκρατιών τον 20ου.
Στο Σύνταγμα του κοινωνικού κράτους οι στόχοι της κοινωνικής πολιτικής ανάγονται σε συνταγματικούς σκοπούς. Περαιτέρω, τόσο τα κοινωνικά δικαιώματα όσο και το οικονομικό Σύνταγμα εντάσσονται στον σκληρό πυρήνα των μη αναθεωρητέων διατάξεων, διότι συγκαθορίζουν τη μορφή και τις βάσεις του πολιτεύματος ως κοινωνικού κράτους, διακριτού από το τυπικό, φιλελεύθερο κράτος δικαίου. Στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους, οι σχέσεις κράτους- αγοράς-πολιτών έχουν ρυθμιστεί με διαφορετικό τρόπο, η ισότητα δεν έχει μόνο τυπικά χαρακτηριστικά, αλλά προσανατολίζεται -στο βαθμό που μπορεί να ικανοποιηθεί στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας- προς την διεκδίκηση της πραγματικής ισότητας. Αυτές οι πολιτειακές μεταβολές θα πρέπει να θεωρηθούν ότι ως προς τον πυρήνα τους -όχι προφανώς ως προς την περιφέρεια ρύθμισής τους- ανάγονται σε εκείνα τα ζητήματα που δεν μπορεί ούτε ο αναθεωρητικός νομοθέτης να τροποποιήσει.
Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο η πλήρης συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα, που επιδιώκει η Νέα Δημοκρατία είναι, λόγω του αυστηρού Συντάγματος είναι αδύνατη στο πλαίσιο της αναθεωρητικής διαδικασίας.
Ποια ειδικοτέρα χαρακτηριστικά έχει η πρότασή μας;
Κατ’ αρχήν, επιδιώκουμε την ενίσχυση της κανονιστικής πυκνότητας και την αναγνώριση της αγωγιμότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων. Κατοχυρώνονται ήδη κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμά μας, αλλά πολλές φορές με πολύ ασθενή κανονιστικά διατύπωση. Για παράδειγμα, στο άρθρο 21 προβλέπεται ότι το κράτος μεριμνά για την υγεία, δεν αναφέρεται, όμως, ρητά στο δικαίωμα στην υγεία. Το αντίστοιχο ισχύει για την κοινωνική ασφάλιση. Γι’ αυτόν τον λόγο όταν οι δικαστές δικάζουν υποθέσεις κοινωνικών δικαιωμάτων, δεν ανατρέχουν συνήθως στην ίδια τη ρύθμιση που αφορά το κοινωνικό δικαίωμα καθ’ εαυτό, αλλά είτε σε γενικές αρχές, όπως είναι η ισότητα, όπως είναι η αξία του ανθρώπου, είτε σε μια σύνθεση αυτών των θεμελιωδών αρχών.

Ερχόμαστε σήμερα να ενισχύσουμε την κανονιστική πυκνότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων με δύο τρόπους: Αφενός βεβαιωτικά, ενσωματώνοντας ρητά στη συνταγματική μας τάξη την υφιστάμενη προοδευτική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τέτοια είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, του δικαιώματος στο νερό. Η γνωστή απόφαση 1905/2014 της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας το έχει θεωρήσει, εξαιτίας της ιδιότητάς του αυτής ως θεμελιώδους δικαιώματος, στην πραγματικότητα αγαθό μη δεκτικό ιδιωτικοποιήσης. Στην ίδια κατεύθυνση τυποποιούμε συνταγματικά και άλλες σχετικές θετικές αποφάσεις, όπως η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 2307/2014 κατά την οποία η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία προστατεύεται από το Σύνταγμα και δεν μπορεί να καταργηθεί από τον κοινό νομοθέτη.
Βεβαιωτική, επίσης, είναι η παρέμβασή μας και σε σχέση με νομοθετικές τομές που ήδη έχουμε καθιερώσει και θεωρούμε ότι πρέπει να έχουν και συνταγματική θωράκιση, όπως για παράδειγμα η απαγόρευση της αντιμετώπισης απεργίας με πολιτική επιστράτευση των απεργών που το καθιερώσαμε σε έναν από τους πρώτους νόμους μας, στον λεγόμενο πρώτο νόμο Κατρούγκαλου -είναι τιμή μου να συνδέεται το όνομά μου με τέτοια μεταρρύθμιση- τον ν.4325/2015, και συγκεκριμένα στο άρθρο 1.
Η πρόταση μας ανάγεται κυρίως σε δύο άρθρα: στο 21 και στο 22. Στο άρθρο 21 ανέκαθεν υπήρχαν διατάξεις σχετικές με την κοινωνική πρόνοια. Η δέσμη των διατάξεων που προτείνουμε καθιερώνει ένα γενικό δικαίωμα στην πρόνοια και όχι απλώς σε μια αντικειμενική υποχρέωση του κράτους. Μάλιστα, επειδή δεν θέλουμε να είναι αφηρημένη η επίκληση του δικαιώματος αυτού, το εξειδικεύουμε στο ότι το κράτος, για να ανταποκριθεί στο υποκειμενικό αυτό δικαίωμα, πρέπει να εξασφαλίζει μέσω καθολικών κοινωνικών υπηρεσιών και εισοδηματικών ενισχύσεων ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους πολίτες του. Θεωρούμε αυτή τη ρύθμιση πληρέστερη από την προτεινόμενη από τη Νέα Δημοκρατία σε άλλη διάταξη, στο άρθρο 25, για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, διότι η υποχρέωση του κράτους δεν έγκειται μόνο στην αποκατάσταση ενός επιπέδου εισοδήματος για τους πολίτες του, αλλά για την συνολική εξυπηρέτηση των βασικών τους αναγκών όπως αυτοί καθιερώνονται σε συνταγματικούς σκοπούς κοινωνικής πολιτικής από το Σύνταγμα. Άλλωστε, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, όπως καταγράφεται στη βιβλιογραφία αλλά και στις πολιτικές διεκδικήσεις διαφορετικών ρευμάτων, μπορεί να έχει απελευθερωτικό χαρακτήρα απέναντι στην αγορά, δηλαδή να εξοπλίζει τον πολίτη με τη δυνατότητα μιας αποεμπορευματοποιημένης ύπαρξης. Αυτές ήταν οι διεκδικήσεις μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ΄70 στις προηγμένες σοσιαλδημοκρατίες, κυρίως τις σκανδιναβικές. Ήδη, όμως, κυριαρχεί μια νεοφιλελεύθερη εκδοχή η οποία θέλει με αυτό να υποκαταστήσει ελλειμματικά το σύνολο των προνοιακών επιδομάτων που δίνονται στοχευμένα σε συγκεκριμένες ομάδες που έχουν ανάγκη πρόσθετης προστασίας από αυτή που έχει το σύνολο των πολιτών. Με το χαρακτήρα αυτό δεν έχει πια απελευθερωτικό, αλλά –αντίθετα- οπισθοδρομικό και αντιδραστικό περιεχόμενο.
Συστηματικά θεωρούμε ότι ανέκαθεν το άρθρο 21 ήταν η sedes materiae των κοινωνικών δικαιωμάτων και εκεί λοιπόν πρέπει να εισαχθούν οι τροποποιήσεις που προανέφερα. Για να μπορεί να είναι δικαστικά αγώγιμο το δικαίωμα, αναφερόμαστε σε σύγχρονη νομολογία κυρίως, όπως η απόφαση του Συνταγματικού Γερμανικού Δικαστηρίου Hartz IV του 2010 (BVerfGE 125, 175). Σε αυτήν ο γερμανικός δικαστής για να ξεπεράσει τον σκόπελο της διάκρισης των εξουσιών και του πώς μπορεί να επέμβει στο ιδιαίτερα τεχνικό θέμα του πόσοι πόροι θα διατεθούν σε αυτό το δικαίωμα και γιατί όχι σε ένα άλλο- προσδιόρισε ως βασική υποχρέωση του νομοθέτη να αποδείξει ότι έχει χρησιμοποιήσει επιστημονικές μεθόδους στην αναζήτηση της – κατά την κρίση του – optimum λύσης. Ανάλογη νομολογία έχει – μέχρι στιγμής – και το δικό μας ανώτατο διοικητικό δικαστήριο για τις τροποποιήσεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας, για τις οποίες απαιτεί αναλογιστικές μελέτες. Με αυτήν τη διατύπωση, όμως, επεκτείνουμε την σχετική υποχρέωση του κοινού νομοθέτη σε όλα τα κοινωνικά δικαιώματα με έναν τρόπο και δικαστικά ελέγξιμος είναι και δεν συνιστά κατοχύρωση της διεκδίκησης του αδύνατου.
Αντίστοιχα, κατοχυρώνουμε ρητά το δικαίωμα στην υγεία ως κοινωνικό δικαίωμα και όχι απλώς ως κρατική υποχρέωση. Τονίζουμε ότι η υποχρέωση αυτή συνίσταται στην καθολική πρόσβαση σε αποτελεσματικές παροχές υγείας. Αντίστοιχα κατοχυρώνουμε ρητά σε σχέση με την κοινωνική ασφάλιση -και όχι γενικά όπως είναι στο άρθρο 25- την αρχή της αλληλεγγύης και τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει το ασφαλιστικό μας σύστημα και που ήδη του προσδώσαμε νομοθετικά, μέσω της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, δηλαδή το ενιαίο του χαρακτήρα του, τον συνδυασμό της ανταποδοτικότητας με την αλληλεγγύη και την αποτελεσματική κάλυψη όλου του πληθυσμού. Τέλος με την παράγραφο 7 κατοχυρώνουμε τον δημόσιο έλεγχο των βασικών κοινωνικών αγαθών.
Με τις προτάσεις μας τις σχετικές με το άρθρο 22 επιδιώκουμε να λάβουμε υπόψη την πρόσφατη νομική και πολιτική πραγματικότητα της χώρας. Αυτήν τη φορά αντίστροφα, όχι θωρακίζοντας την ήδη πραγματοποιηθείσα νομολογιακή εξέλιξη, αλλά με σκοπό να αντιμετωπίσουμε τις αμφισβητήσεις εφαρμογής των κοινωνικών δικαιωμάτων από το μνημονιακό «παρασύνταγμα» και το νεοφιλελεύθερο πρόταγμά τους. Στο πλαίσιο αυτό κατοχυρώνουμε ρητά ότι ίση αμοιβή για ίση αξίας εργασία πρέπει να δίδεται σε όλους τους εργαζόμενους, ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Αυτός ο κανόνας συναγόταν και από την αρχική διατύπωση του Συντάγματος. Όμως, είδαμε να επιβάλλεται μνημονιακά η κατασκευή του υποκατώτατου μισθού για τους νέους.
Ενισχύουμε, επίσης, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στον καθορισμό του ελάχιστου μισθού και το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Τέλος, κατοχυρώνουμε με αποτελεσματικότερο τρόπο, ως πλήρες υποκειμενικό κοινωνικό δικαίωμα, και το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλεια.
Συγκεκριμένα, προτείνουμε:
Πρώτον, τη ριζική αναδιατύπωση της παρ. 1 του άρθρου 21, προκειμένου να κατοχυρωθεί συνταγματικά η κρατική εγγύηση, μέσα από καθολικές κοινωνικές υπηρεσίες και εισοδηματικές ενισχύσεις, ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για όλους. Διευκρινίζεται ότι, για τον προσδιορισμό του επιπέδου διαβίωσης, καθιερώνεται υποχρέωση του νομοθέτη, δικαστικά ελέγξιμη, να χρησιμοποιεί επιστημονικές μεθόδους και να λαμβάνει υπόψη τις επίκαιρες αντικειμενικές κοινωνικές συνθήκες. Η διάταξη αυτή, στην οποία θεμελιώνεται ένα γενικό δικαίωμα στην κοινωνική πρόνοια, συμπληρώνεται με αναφορά στην ειδική προστασία που οφείλει να παρέχεται στην οικογένεια, το γάμο, τη μητρότητα, τα παιδιά, τους νέους, τους ηλικιωμένους, τα άτομα με αναπηρία και τους άπορους.
Δεύτερον, τον εκσυγχρονισμό της παρ. 3 για το δικαίωμα στην υγεία. Με την πρότασή μας αναγνωρίζεται ρητά ως κοινωνικό δικαίωμα (και όχι απλά ως κρατική υποχρέωση μέριμνας) το δικαίωμα στην υγεία, από το οποίο απορρέει η υποχρέωση του κράτους να παρέχει καθολική πρόσβαση σε αποτελεσματικές παροχές υγείας, και κατοχυρώνεται συνταγματικά το Εθνικό Σύστημα Υγείας, μέσω του οποίου παρέχονται οι παροχές αυτές.
Τέλος, τρίτον, την προσθήκη νέας διάταξης, ως παρ. 7, προκειμένου να κατοχυρωθεί ο δημόσιος έλεγχος των βασικών κοινωνικών αγαθών. Με την πρότασή μας ορίζεται ότι βασικά κοινωνικά αγαθά, όπως το νερό και η ηλεκτρική ενέργεια, και τα δίκτυα διανομής τους υπόκεινται σε καθεστώς δημόσιας υπηρεσίας και τελούν σε δημόσιο έλεγχο.
Με τις προτάσεις μας για το άρθρο 22 διευρύνουμε την προστασία, αφενός, της εργασίας και των συλλογικών και εργασιακών δικαιωμάτων και, αφετέρου, του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλεια.
Όσον αφορά την προστασία του δικαιώματος στην εργασία, προτείνουμε:
Πρώτον, να διευκρινιστεί και ρητά, στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1, ότι το δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασία κατοχυρώνεται για όλους τους εργαζόμενους ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Βεβαίως, ήδη από την ισχύουσα διατύπωση, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα το έχουν όλοι οι εργαζόμενοι ‘ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση’, απορρέει μεταξύ άλλων και η απαγόρευση διάκρισης λόγω ηλικίας, που είναι προφανές ότι συνιστά ‘άλλη διάκριση’. Η ρητή προσθήκη της ηλικίας ως απαγορευμένου λόγου διάκρισης αποσαφηνίζει οριστικά το ζήτημα και αποκλείει εφεξής κάθε απόπειρα παράκαμψης της αρχής ‘ίση αμοιβή για ίσης αξίας εργασία’.
Δεύτερον, να αναδιατυπωθεί και να εμπλουτιστεί η παρ. 2, προκειμένου να κατοχυρωθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό του ελάχιστου μισθού και το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής των κοινωνικών εταίρων στη διαιτησία. Συγκεκριμένα, προτείνουμε να οριστεί ότι γενικοί, ελάχιστοι όροι προστασίας των εργαζομένων τίθενται με νόμο, αλλά πάντα με σεβασμό στα όρια που θέτουν οι διεθνείς συμβάσεις και η αρχή της ανθρώπινης αξίας. Κατά τα λοιπά, οι ειδικότεροι όροι εργασίας και ο ελάχιστος μισθός καθορίζονται με συλλογικές συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται με ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με διαιτητικές αποφάσεις που εξομοιώνονται πλήρως με συλλογικές συμβάσεις. Διευκρινίζουμε επίσης ότι η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία αποτελεί δικαίωμα καθενός από τα μέρη της συλλογικής διαφοράς, δηλαδή δεν προϋποθέτει τη συναίνεση των μερών, αλλά μπορεί να γίνει και μονομερώς.
Τέλος, προτείνουμε να κατοχυρωθεί συνταγματικά η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, δηλαδή ότι σε περίπτωση σύγκρουσης ή σώρευσης συλλογικών ρυθμίσεων ή νομοθετικών ή κανονιστικών πράξεων ισχύει η αρχή της εύνοιας. Επισημαίνουμε ότι όλοι αυτοί οι κανόνες απορρέουν ήδη ερμηνευτικά από την ισχύουσα διατύπωση της διάταξης της παρ. 2 –κάτι που, ειδικά όσον αφορά το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, έχει επιβεβαιωθεί και νομολογιακά (με την απόφαση 2307/2014 του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Ολομέλεια). Επομένως, η πρότασή μας αποσκοπεί να επιβεβαιώσει και να καταστήσει εφεξής αναμφισβήτητους κανόνες που ήδη συνάγονται ερμηνευτικά.
Τρίτον, να προστεθεί εδάφιο στο τέλος της παραγράφου 4, με το οποίο θα διευκρινίζεται ότι η επίταξη υπηρεσιών απαγορεύεται ως μέτρο αντιμετώπισης των συνεπειών απεργίας. Και στο σημείο αυτό θεωρούμε ότι η ορθή ερμηνεία της υφιστάμενης διάταξης, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 23 για την προστασία του δικαιώματος της απεργίας, καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα. Επομένως, με την πρότασή μας επιδιώκουμε να εξαλειφθεί οποιαδήποτε αμφιβολία και να αποκατασταθεί το αληθές νόημα της συνταγματικής διάταξης.
Όσον αφορά το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλεια, προτείνουμε τη ριζική αναδιατύπωση της παρ. 5, προκειμένου να αναγνωριστεί ρητά ως κοινωνικό δικαίωμα (και όχι απλά ως κρατική υποχρέωση μέριμνας) το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλεια και να διευκρινιστεί ότι το κράτος υποχρεώνεται να εξασφαλίζει αποτελεσματική προστασία έναντι όλων των ασφαλιστικών κινδύνων μέσω ενός ενιαίου συστήματος καθολικής κάλυψης, στο πλαίσιο δημόσιου αναδιανεμητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, που λειτουργεί βάσει των αρχών της αλληλεγγύης και της ανταποδοτικότητας. Με την πρότασή μας επιδιώκουμε, επομένως, να κατοχυρώσουμε συνταγματικά τα θεμελιώδη και δομικά χαρακτηριστικά του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, όπως έχουν διαμορφωθεί ιστορικά στη χώρα μας και έχουν παγίως επιβεβαιωθεί από το νομοθέτη και τη νομολογία.
Η δέσμευση της δεύτερης Αναθεωρητικής Βουλής από την πρώτη
Τέλος οφείλω να αναφερθώ σε ένα σημαντικό θέμα, που δεν είναι απλώς διαδικαστικό, γιατί αφορά το συνταγματικώς ορθό τρόπο ολοκλήρωσης της αναθεώρησης. Πρόκειται για το εάν η πρώτη Αναθεωρητική Βουλή, αυτή που εκκινεί την διαδικασία, δεσμεύει την δεύτερη ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης των άρθρων που προτείνει να τροποποιηθούν. Η θέσης μας, όπως εκφράστηκε στην πρόταση μας, αλλά και ενώπιον της Ολομέλειας από τον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και Πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, είναι αυτή που νομολογήθηκε από τα τεθέντα σε παρενθετική σκέψη της απόφασης του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου 11/2003, ότι δηλαδή η δεύτερη βουλή δεσμεύεται από την κατεύθυνση της αναθεώρησης, εφόσον έχει ρητά αυτή προσδιορισθεί από την πρώτη.
Την επιστημονική άποψη αυτή είχα διατυπώσει σε ανύποπτο χρόνο, στη μελέτη μου «Η αναθεώρηση της αναθεώρησης, Μερικές σκέψεις για τα ουσιαστικά και διαδικαστικά όρια της αναθεωρητικής λειτουργίας, σε Γ. Παπαδημητρίου (επιμ.), «Εκσυγχρονισμός των θεσμών και αναθεώρηση του Συντάγματος», Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 23-34.
Προς την υιοθέτηση της θέσης τούτης συνηγορεί και η ιστορική και η συστηματική-τελολογική ερμηνεία, δηλαδή τόσο ο ιστορικός συντακτικός νομοθέτης όσο η λογική του Συντάγματος. Ο ειδικός εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας κατά το Σύνταγμα του 1975 Κωσταντίνος Τρικούπης υποστήριζε επί λέξει τα εξής: «Εν προκειμένω, πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν είναι ορθόν να δεσμεύεται απολύτως η δευτέρα Βουλή, η κληθησομένη να επιτελέσει το αναθεωρητικόν έργον, από τας αποφάσεις της προηγουμένης, στενώς περιοριζούσης την καθ’ ύλην αρμοδιότητά της, δια του καθορισμού ειδικώς των αναθεωρητέων διατάξεων».
Και συνεχίζει την επιχειρηματολογία του υποστηρίζοντας ότι δεσμεύει η προτείνουσα Βουλή την επόμενη, αναφερόμενος σε κανέναν άλλον λιγότερο από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Και λέει: «Όμως, παρ’ ημίν τούτο πάντοτε ίσχυσε», πάντοτε η δέσμευση της προηγούμενης Βουλής επί της επόμενης, ετονίσθη δε και από τον Ελευθέριον Βενιζέλον, ειπόντα επί του προκειμένου: «Σαφής είναι η έννοια του άρθρου, καθ’ ην προς αναθεώρησιν συγκαλουμένη Βουλή, ανεξαρτήτως των άλλων αυτής καθηκόντων, δεν δύναται εν τη ενασκήσει του αναθεωρητικού αυτής έργου να εξέλθει των ορίων τα οποία έταξεν η την αναθεώρησιν αποφασίσασα Βουλή». Ο Ευάγγελος Βενιζέλος προσέθεσε ένα τυπικό επιχείρημα απαντώντας στην άποψή ότι η επόμενη Βουλή είναι αναθεωρητική. Είπε μιλώντας στο πλαίσιο της αναθεώρησης 2001 ότι επειδή για πρώτη φορά το άρθρο 110 προβλέπει εναλλαγή πλειοψηφιών ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη Βουλή, για πρώτη φορά και οι δύο Βουλές είναι αναθεωρητικές. Η θέση αυτή έχει προφανείς πρακτικές συνέπειες: αν προτείνεται η αναθεώρηση μίας διάταξης του Συντάγματος, αλλά με δύο διαφορετικές ως προς το περιεχόμενο τους προτάσεις, θα πρέπει να ψηφίσουμε αυτοτελώς επί των διαφορετικών αυτών προτάσεων. Και αναλόγως από το εάν κάποια από αυτές τις προτάσεις συγκεντρώσει την αναγκαία συνταγματική πλειοψηφία, θα παραπεμφθεί στην επόμενη Βουλή. Την αυτονόητη αυτή διαδικαστική υποχρέωση επεσήμαινε, άλλωστε, και ο Ε. Βενιζέλος το 1995 στο πλαίσιο της τότε διαδικασίας αναθεώρησης: «Ας θυμηθούμε την Αναθεώρηση του 1985-1986. Το 1985 το ΠΑΣΟΚ πρότεινε την αναθεώρηση του κεφαλαίου περί του Προέδρου της Δημοκρατίας προς την κατεύθυνση της συρρίκνωσης των αρμοδιοτήτων. Αν υποτεθεί ότι το ΠΑΣΟΚ έχανε τις εκλογές του 1985 και αναδεικνυόταν μια άλλη Βουλή, με μια άλλη πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας, θα μπορούσαμε να έχουμε αναθεώρηση του Συντάγματος προς την κατεύθυνση της αύξησης των αρμοδιοτήτων; Ασφαλώς όχι.».
Περιορίζω τα επιχειρήματά μου από πλευράς συνταγματικής επιστήμης στο ελάχιστο, γιατί η συζήτηση στη Βουλή πρέπει να κινηθεί στα όρια που θέτουν οι δικαιοπολιτικοί σκοποί του Συντάγματος και όχι στα ειδικά τεχνικά επιχειρήματα των Συνταγματολόγων. Θεωρώ, άλλωστε, ότι ο συνάδελφος Κ. Γιαννακόπουλος έχει παρουσιάσει με πλήρη επάρκεια και ενάργεια τα εν λόγω επιχειρήματα στην πρόσφατη μελέτη του «Η δυνατότητα δέσμευσης της Αναθεωρητικής Βουλής από τις ουσιαστικές κατευθύνσεις της προτείνουσας Βουλής» (δημοσιευμένη στο constitutionalism.gr).
Υπάρχουν κατ’αρχάς τα γραμματικά επιχειρήματα. Στο άρθρο 110 παράγραφος 2 η πρώτη Βουλή, κατά την διατύπωση του συντακτικού νομοθέτη προσδιορίζει την «ανάγκη της αναθεώρησης». Προφανώς η ανάγκη περιλαμβάνει μια αξιολογική κρίση για το υφιστάμενο κενό που πρέπει να καλυφθεί ή για το πρόβλημα της υφιστάμενης ρύθμισης που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Επομένως, δεν προϋποθέτει απόφαση μόνο για την επιλογή του συγκεκριμένου άρθρου, αλλά και για την κατεύθυνση της τροποποίησής του.

Υπάρχουν κι άλλα τυπικά επιχειρήματα, στα οποία, ξαναλέω, δεν θα δώσω βάρος σε αυτή την εισήγηση, γιατί το θεωρώ περισσότερο αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των ομοτέχνων μου, αν και έχουν τη σημασία τους. Για παράδειγμα, η παρατήρηση του κ. Βενιζέλου ότι λόγω της εναλλαγής -για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1975- των πλειοψηφιών που προβλέπονται για την ολοκλήρωση της Αναθεώρησης, και οι δύο πλέον Βουλές πρέπει να θεωρούνται Αναθεωρητικές κι όχι, όπως κατά την πάγια μέχρι το 1975 θεωρία του συνταγματικού δικαίου, μόνο η δεύτερη.
Από δικαιοπολιτική άποψη δύο είναι τα πρακτικά επιχειρήματα που έχω να εισφέρω: Το πρώτο αφορά στην ανάγκη να εξυπηρετηθεί ο συνταγματικός σκοπός της ειλικρινούς και διαρκούς συναίνεσης των υποκειμένων της αναθεώρησης, τα οποία στο πλαίσιο της κομματικής δημοκρατίας δεν είναι πλέον οι βουλευτές αλλά τα κόμματα. (Άλλωστε, το Σύνταγμα απαιτώντας για την εκκίνηση της διαδικασίας την υπογραφή της σχετικής πρότασης από πενήντα βουλευτές ουσιαστικά περιορίζει τη σχετική αρμοδιότητα μόνον στα μεγαλύτερα από αυτά). Οι συναινέσεις, ακριβώς γιατί αφορούν το μακρό χρόνο, ξαναδανείζομαι έναν όρο του Ευάγγελου Βενιζέλου, πρέπει να έχουν διάρκεια. Άρα, όρος για να υπάρχει διάρκεια στη συναίνεση είναι ότι θα πρέπει να ταυτίζονται οι αποφάσεις της προτείνουσας Βουλής και αυτής που θα ολοκληρώσει τη σχετική διαδικασία.
Το δεύτερο επιχείρημα αρύεται την βάση του, από τη δημοκρατική αρχή και την παρεμβολή του εκλογικού σώματος: Εάν θεωρήσουμε ότι η απόφαση ως προς την κατεύθυνση της πρώτης Βουλής δεσμεύει τη δεύτερη, έχει νόημα η παρεμβολή του εκλογικού σώματος. Θα παρέμβει για να ευνοήσει ή για να ματαιώσει την πρόταση την οποία προτείνει η πλειοψηφία που έχει διαμορφωθεί στην πρώτη Αναθεωρητική Βουλή. Αν θεωρήσουμε αντιθέτως ότι η δεύτερη Βουλή είναι εντελώς ελεύθερη να επιλέξει οποιοδήποτε κατεύθυνση, ακόμα και κατεύθυνση που δεν έχει δηλωθεί στο πλαίσιο της αναθεώρησης, τότε καθίσταται εντελώς χωρίς κανένα νόημα η παρεμβολή του εκλογικού σώματος.
Υπάρχει, όμως, ένα σημαντικότερο επιχείρημα που το κατάλαβα στην πράξη, αναζητώντας με τον Γενικό Εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας πεδία που θα μπορούσαν να συγκλίνουν οι προτάσεις μας που έχουν δεν έχουν αξιακά αντίθετο φορτίο. Ως προς αυτά, πράγματι, παρά τις σημαντικές ιδεολογικές μας διαφορές που προσδιορίζουν αντίθετες απόψεις θα μπορούσαν να διαμορφωθούν συναινέσεις.
Πώς μπορούμε να εμπιστευτούμε όμως, ότι αυτό που θα συμφωνήσουμε τώρα και θα αποτυπωθεί στην απόφαση αυτής της Βουλής θα δεσμεύει τη Νέα Δημοκρατία και στην επόμενη, εφόσον ρητά λέει ότι η κατεύθυνση αυτής της Βουλής δεν είναι νομικά δεσμευτική για την επομένη; Πώς θα επιδιωχθούν οι αναγκαίες από το Σύνταγμα συναινέσεις;
Και προφανώς δεν είναι συναινετική διαδικασία αυτή που πρότεινε ο Αρχηγός της νέας Δημοκρατίας τον Φεβρουάριο του 2016, να τα βάλουμε όλα σε ένα τσουβάλι, τις διατάξεις που επιδιώκει να τροποποιήσει η Νέα Δημοκρατία και αυτές που θέλουμε να αλλάξουμε εμείς, κι ας τα βρει η επόμενη πλειοψηφία. Κάτι τέτοιο αφενός αίρει την απαίτηση του Συντάγματος να υπάρξει απόδειξη του μόνιμου χαρακτήρα της συναίνεσης μέσω της ταύτισης της βούλησης των δύο Βουλών και αφετέρου και, κυρίως, καθιστά τη διαδικασία της αναθεώρησης τυχερό παίγνιο Κατεύθυνση, λοιπόν, σημαίνει δέσμευση, αυτονοήτως. Αλλιώς, θα καταλήγαμε σε παράδοξα αποτελέσματα.
Επομένως, και από την άποψη την πρακτική, για να υπηρετηθεί δηλαδή η δυνατότητα ύπαρξης συγκλίσεων και η διαμόρφωση πραγματικών, διαρκών συναινέσεων και από την άποψη του σεβασμού της δημοκρατικής αρχής, πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι το σύνθετο όργανο που ολοκληρώνει την Αναθεώρηση πρέπει να εξασφαλίζει τη σύμπτωση της βούλησής και των δύο Βουλών.
Δεν θεωρώ δε ότι είναι μόνο πολιτική και όχι νομική αυτή η δέσμευση. Και τούτο όχι μόνο για τον αυτονόητο λόγο ότι τα θέματα αξιοπιστίας της πολιτικής αντανακλούν άμεσα στη νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και δεν μπορούν να μένουν ανέλεγκτα, αλλά επιπλέον διότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης ασκεί μία νομικά συντεταγμένη, ορισμένη από το Σύνταγμα αρμοδιότητα, την ορθή άσκηση της πρέπει να ελέγχει ο δικαστής. Για το λόγο αυτό άλλωστε, ήδη τα δικαστήρια, τα οποία ασκούν έλεγχο συνταγματικότητας ως οιονεί συνταγματικά, όπως είναι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και το Συμβούλιο της Επικρατείας, έχουν αποδεχθεί ότι έχουν τη δυνατότητα να εξετάζουν το κατά πόσον η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην Αναθεώρηση ανταποκρίνεται στις συνταγματικές επιταγές.

Share.