Η διέξοδος από την κρίση

0

Ἔρρει τά καλά, γυμνά τά κακά, ὁ πλοῦς ἐν νυκτί, πυρσός οὐδαμοῦ, Λαός καθεύδει (;) ((Παράφραση από την Επιστολή Π’ Ευδοξίω Ρήτορι του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Στο πρωτότυπο «Θεός» αντί «Λαός».))

Οι ανιστόρητοι, οι ανυπόμονοι (αλλά και οι εθελόδουλοι) αναρωτιούνται (ή υποβάλουν): πού πήγε το κλίμα της αγανάκτησης που γέμιζε τις πλατείες το καλοκαίρι του 2011; Μήπως ξοδεύτηκε η ορμή των μαζικών κινητοποιήσεων της διετίας με την εκτόνωση των διπλών εκλογών; Και, σε κάθε περίπτωση, υπάρχει ελπίδα, ή μήπως είναι πράγματι μονόδρομος ο δρόμος των μνημονίων, όπως προσπαθούν εδώ και πάνω από δύο χρόνια να μας πείσουν τα φερέφωνα του νεοφιλελευθερισμού;

Η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε κερδίσει το προσωνύμιο ΤΙΝΑ, από τα αρχικά της αγγλικής φράσης «There Is No Alternative», δηλαδή «Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση». Είναι προφανές γιατί. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, επειδή καταβαραθρώνουν το επίπεδο ευημερίας των εργαζομένων και διαλύουν τα πάσης φύσεως κοινωνικά δικαιώματα, είναι από τη φύση τους τόσο αποκρουστικές, που δεν μπορεί να επιλεγούν παρά μόνον ως η αναπόφευκτη οδός αποφυγής μιας ανείπωτης καταστροφής, η οποία ουδέποτε βεβαίως περιγράφεται με ακρίβεια.

Την ίδια τακτική ακολουθούν και στη χώρα μας οι τελευταίοι Μοϊκανοί των μνημονιακών πολιτικών. Ενόψει των ευρωεκλογών μας σερβίρουν ένα διπλό ψέμα: αφενός το διαβόητο success story, αφετέρου το νέο παραμύθι, ότι τάχα η εποχή των μνημονίων τελειώνει.

•Το πρώτο ψέμα έχει απέναντι του την αμείλικτη, ζοφερή πραγματικότητα που συμπυκνώνει η προμετωπίδα. Τις αυτοκτονίες, τη μαζική φυγή των καλύτερων νέων μυαλών στο εξωτερικό, την απόγνωση των ανέργων που μαζικά πλέον περιέρχονται στη μακροχρόνια, μη ανατρέψιμη ανεργία. Πέρα από τις προσωπικές εμπειρίες δυστυχίας του καθενός μας και οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, πάνω από το ένα τρίτο (συγκεκριμένα το 34,6%) του ελληνικού πληθυσμού κινδυνεύει από τη φτώχεια ή από τον κοινωνικό αποκλεισμό. Σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας αρχής, Τρία εκατομμύρια Έλληνες έζησαν το 2012 σε σπίτια που δεν είχαν επαρκή θέρμανση, ένας ανάλογος αριθμός περιόρισε ακόμη και τα έξοδα της διατροφής του!

Η δυστυχία αυτή δεν υποφέρεται. Για αυτό και δεν έχει ελπίδα να πείσει, γι’αυτό δεν έχει μέλλον το νεοφιλελεύθερο πείραμα στον τόπο μας. Αυτά που απαιτούνται για την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και τη μετάβαση στη νέου τύπου κοινωνία χωρίς κανένα κοινωνικό δικαίωμα είναι τόσο αιματηρά και αβάστακτα για το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού λαού, ώστε να είναι αδύνατο να εφαρμοστούν στην πράξη. Έτσι έγινε η Ελλάδα ο αδύναμος κρίκος την νεοφιλελεύθερης Ευρώπης.

Το θνησιγενές πλεόνασμα, αποτελεί κλασικό παράδειγμα δημιουργικής λογιστικής, στο πλαίσιο της οποίας εκατομμύρια χρεών πέρασαν απευθείας στο δημόσιο χρέος χωρίς να συνυπολογισθούν στο έλλειμμα, ενώ τα τεράστια ελλείμματα των ασφαλιστικών οργανισμών (που υπερβαίνουν τα τρία δισεκατομμύρια Ευρώ) μεταμορφώθηκαν, με μαγικό τρόπο, σε «λευκή» από «μαύρη τρύπα». Σε κάθε περίπτωση, το αριθμητικό «επίτευγμα» του πλεονάσματος δεν οφείλεται στην αύξηση των εσόδων από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, που αποτελεί το βασικό λόγο διόγκωσης των ελλειμμάτων, αλλά αποκλειστικά στις περικοπές μισθών, συντάξεων και την διάλυση των υποδομών του κοινωνικού κράτους. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι σε καμιά περίπτωση δεν αντανακλά βελτίωση των μεγεθών της πραγματικής οικονομίας. Το αντίθετο: οι εξαγωγές μας, για παράδειγμα, το 2013 ήταν λιγότερες από αυτές του 2012.

Το σημαντικότερο, συνεπώς, δεν είναι εάν η πολυθρύλητη ανάκαμψη έρθει εντός του 2014, αν και κάτι τέτοιο μάλλον δεν θα συμβεί, λαμβάνοντας υπόψη τις συνεχείς διαψεύσεις παρόμοιων στόχων. (Κατά το πρώτο μνημόνιο, θυμίζω, θα είχαμε ήδη από το 2013 γυρίσει στις αγορές και θα κινούμασταν προ πολλού σε τροχιά ανάπτυξης).  Το θέμα είναι κυρίως ποιος θα ωφεληθεί από αυτήν και τι χαρακτήρα θα έχει όταν έρθει.

•Το νέο παραμύθι για το τέλος των μνημονίων προωθείται έντεχνα και ύπουλα από τα γνωστά συστημικά φερέφωνα. Τίποτα λιγότερο αληθινό: Ακόμη και εάν δεν υπάρξει και άλλο μνημόνιο (πράγμα ιδιαίτερα αμφίβολο), όσο παραμένουν στην εξουσία Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, θα παραμένει αλώβητο όλο το πλέγμα των νόμων, Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και Πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου που μας επιβλήθηκαν στο πλαίσιο των προηγούμενων.

Εκτός από το success story ακούμε ξανά για την «κατάρα» και την «κόλαση» που μας περιμένει, αν επιλέξουμε μιαν άλλη πολιτική, αντί για τη συνέχιση της αδιέξοδης υπερχρέωσης της χώρας. Η αλήθεια είναι ότι καταστροφή αποτελεί η συνέχιση της ίδιας αποτυχημένης συνταγής και κατάρα η διατήρηση τους στην εξουσία. Το φάρμακο είναι πιο θανατηφόρο από την αρρώστια. Και αυτό γιατί οι πολιτικές του μνημονίου δεν είναι μόνο άδικες και αντικοινωνικές, αλλά και βαθύτατα αναποτελεσματικές.

Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: Τα χρόνια του μνημονίου οι μειώσεις των μισθών μειώθηκαν δραματικά, ενώ η ανεργία εκτοξεύτηκε στο 27,7%, η αγοραστική δύναμη των μισθωτών μειώθηκε περισσότερο από 37% και η οικονομία συρρικνώθηκε, σωρευτικά, πάνω από 25%. Μείωσαν όλα αυτά το χρέος; Το αντίθετο. Τα νούμερα, άλλωστε, ως προς την εξέλιξη του χρέους είναι αμείλικτα: από το 120% του ΑΕΠ που ήταν το χρέος πριν από την ένταξη της χώρας στους μηχανισμούς «σωτηρίας» έχει ήδη εκτιναχθεί στο 175%.  Μάλιστα εάν το κούρεμα γίνει καθ’υπαγόρευση των δανειστών μας, με ανάλογο τρόπο με το PSI, ουσιαστικά θα φορτώσει με νέα βάρη αντί να ελαφρώσει την ελληνική οικονομία.

Δεν χρειάζεται να είσαι νομπελίστας στα οικονομικά για να διαπιστώσεις τα αυτονόητα. Όσο συνεχίζονται οι πολιτικές αυτές, ενισχύεται η σπείρα του αργού θανάτου της ύφεσης και της συρρίκνωσης της οικονομίας. Άλλωστε, για τον προσεκτικό αναγνώστη, το ίδιο το ΔΝΤ ουσιαστικά προέβλεπε την έκβαση τους από την πρώτη ήδη προέκθεση του, της 5ης Μαίου του 2010 (IMF, Greece, Request for Stand-By Arrangement Prepared by the European Department in Consultation with Other Departments, EBS/10/77, Approved by Poul M. Thomsen and Martin Muhleisen, May 5, 2010, ιδίως σ. 18, 36.) Αναφερόμενος σε αυτή, λίγο μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, έγραφα στο πρώτο κριτικό άρθρο που δημοσιεύθηκε στο νομικό τύπο («Memoranda sunt Servanda? H συνταγματικότητα του νόμου 3845/2010 και του μνημονίου για τα μέτρα εφαρμογής των συμφωνιών με ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ», Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 2/2010, 151-163) τα εξής:

«η εφαρμογή του προγράμματος όχι απλώς δεν ανακουφίζει αλλά επιδεινώνει την οικονομική κατάσταση της χώρας: Σύμφωνα με τις αποδοχές του ίδιου του ΔΝΤ, το χρέος από το 119% του ΑΕΠ που βρίσκεται σήμερα, θα εκτιναχθεί το 2013, τελευταίο έτος του Προγράμματος Στήριξης, μεταξύ του 150% και 177% του ΑΕΠ , και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει ήπια ανάκαμψη της οικονομίας και ότι «οι αρχές θα εξακολουθήσουν να προωθούν ισχυρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (…) και ότι η χώρα θα αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές με ικανοποιητικούς όρους».

«Εάν όλα πάνε καλά, επομένως , και εάν ληφθούν πρόσθετα μέτρα στη γνωστή κατεύθυνση, και αφού θα έχουμε κατεδαφίσει το κοινωνικό κράτος και διαλύσει την κοινωνική συνοχή, θα καταφέρουμε να αυξήσουμε το δημόσιο χρέος κατά το ήμισυ! (…) Ο προδήλως αναποτελεσματικός αυτός δανεισμός έχει ως μόνη λογική την καθυστέρηση της στάσης πληρωμών ώστε να διασωθούν οι αλλοδαπές (ιδίως Γερμανικές) τράπεζες που θα χρησιμοποιήσουν τον χρόνο που εμείς “αγοράζουμε” (δανειζόμενοι) εκ μέρους τους ώστε να προλάβουν να πουλήσουν τα ομόλογά μας.»

Πολύ χειρότερα είναι τα πράγματα ως προς τη δομή του χρέους, δεδομένου ότι σήμερα τα τρία τέταρτα τα οφείλουμε σε κράτη και σε διεθνείς οργανισμούς, ενώ το 2010, πριν από το πρώτο πακέτο στήριξης, οι οφειλές μας ήταν εξ ολοκλήρου προς ιδιώτες. Μάλιστα, σήμερα το δημόσιο χρέος διέπεται κατά το μεγαλύτερο τμήμα του από το αγγλικό δίκαιο, σε αντίθεση με το 2010, οπότε ρυθμιζόταν κατά 90% από το ελληνικό.

Περαιτέρω, είναι κοινό μυστικό για όλους τους αναλυτές (και σύμφωνα με τις δηλώσεις του πρώην εκπροσώπου της χώρας στο ΔΝΤ ήταν εξαρχής σε γνώση και του τελευταίου ((Για τις σχετικές του δηλώσεις ο πρώην εκπρόσωπος της χώρας μας (και παραλίγο πρωθυπουργός, ως ανταγωνιστής του κ. Παπαδήμου…) Π. Ρουμελιώτης, κλήθηκε από τον ειδικό οικονομικό εισαγγελέα σε πολύωρη κατάθεση. (Βλ. σχετικά τις εφημερίδες της 22/8/2012).)) ) ότι το χρέος της χώρας δεν είναι βιώσιμο, ούτε θα είναι βιώσιμο το έτος 2020, ακόμη και στην εξωπραγματική περίπτωση κατά την οποία οι προβλέψεις των μνημονίων θα είναι αυτή τη φορά, σαν από θαύμα, ακριβείς και αυτό διαμορφωθεί στο 120% του ΑΕΠ.

Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η εξυπηρέτηση του χρέους χωρίς σημαντική διαγραφή του. Το ιδανικό θα ήταν, βεβαίως, οι δανειστές να δεχθούν μια συναινετική λύση διαγραφής του χρέους, στο πρότυπο της διαγραφής και επαναρρύθμισης του χρέους της Γερμανίας με την Διεθνή Διάσκεψη του Λονδίνου του 1953. Γιατί όμως οι δανειστές να δεχθούν μια παρόμοια λύση, εφόσον μέχρι σήμερα αποκλείουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο παρόμοιο ενδεχόμενο; Μα ακριβώς γιατί η αδιαλλαξία τους μπορεί να οδηγήσει στο να μην πάρουν πίσω τίποτα από τα οφειλόμενα, εάν η χώρα μας αποφασίσει να ασκήσει τα δικαιώματα της, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Η συναινετική λύση είναι η καλύτερη, εάν όμως επιλέξουν την αδιαλλαξία και τις μονομερείες ενέργειες οι δανειστές, κάθε άλλο παρά νομικά άοπλοι δεν θα είμαστε.

Οι δύο βασικές κατασκευές για την διαγραφή του χρέου είναι η «κατάσταση ανάγκης» και η θεωρία του «επονείδιστου» ή «απεχθούς» χρέους (“odious debt”). Σύμφωνα με την τελευταία η άρνηση πληρωμής δεν ανάγεται σε αδυναμία αποπληρωμής, αλλά στην επίκληση του αντιδημοκρατικού ή καταχρηστικού χαρακτήρα του χρέους. Έτσι έγινε -με πρωτοβουλία των ΗΠΑ- η διαγραφή του επί Χουσεΐν χρέους του Ιράκ, αλλά και η κατά τα τρία τέταρτα απομείωση του χρέους του Ισημερινού, βάσει των πορισμάτων Διεθνούς Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου. (Ιστορικά, το επιχείρημα προβλήθηκε για πρώτη φορά από τις ΗΠΑ ήδη το 1898, μετά τη λήξη του Ισπανοαμερικανικού πολέμου, για να μην εξοφληθεί το χρέος της Κούβας στην Ισπανία).

Είναι σκόπιμο  να διερευνηθεί ποιο τμήμα του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι «επονείδιστο», ώστε να μάθουμε πώς διογκώθηκε και ποιοι, μιζαδόροι και διαπλεκόμενοι, επωφελήθηκαν από αυτό. Αλλά το δικαίωμα διαγραφής «επονείδιστου» χρέους δεν έχει μέχρι σήμερα αναγνωρισθεί ως εθιμικός κανόνας από διεθνή δικαστήρια. Παραμένει κυρίως μία κυριαρχική απόφαση που επιβάλλεται πολιτικά.  Αντιθέτως, η «κατάσταση ανάγκης» ως λόγος αναστολής ή διαγραφής τμήματος του χρέους αποτελεί κανόνα του διεθνούς δικαίου, τον οποίο μάλιστα η Ελλάδα είχε επικαλεστεί στο πλαίσιο της χρεωκοπίας του 1932, στην υπόθεση Socobelge.

Σύμφωνα με το σχέδιο σύμβασης για την «Ευθύνη των Κρατών από Παράνομες Πράξεις», που έγινε δεκτό από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 12 Δεκεμβρίου του 2001, τα κράτη μπορούν να επικαλεστούν κατάσταση ανάγκης ως λόγο μη συμμόρφωσης σε διεθνή τους υποχρέωση, εφόσον αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλισθεί ζωτικό τους συμφέρον έναντι άμεσου και επικείμενου κινδύνου.  Με άλλα λόγια, εάν ένα κράτος δεν μπορεί να εκπληρώσει ταυτόχρονα τις βασικές κοινωνικές του λειτουργίες και τις υποχρεώσεις του έναντι των δανειστών του, οφείλει να δώσει προτεραιότητα στις πρώτες. Την αρχή αυτή συνοψίζει η δήλωση της προμετωπίδας, στην οποία και αναφέρθηκε η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ για να στοιχειοθετήσει τη θέση ότι αποτελεί εθιμικό διεθνές δίκαιο η επίκληση κατάστασης ανάγκης από ένα κράτος έναντι των δανειστών του.

Μάλιστα, ακόμη και το Διεθνές Κέντρο για την Διευθέτηση Επενδυτικών Διαφορών (International Centre for Settlement of Investment Disputes –ICSID-) το οποίο αποτελεί διαιτητικό/δικαιοδοτικό όργανο της Παγκόσμιας Τράπεζας, του δίδυμου οργανισμού του ΔΝΤ, σε αποφάσεις του σχετικές με τη στάση πληρωμής της Αργεντινής δέχθηκε την ύπαρξη παρόμοιου εθιμικού διεθνούς κανόνα. Τον κανόνα έχουν επιβεβαιώσει τα περισσότερα συνταγματικά δικαστήρια των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κρίνοντας ότι αποτελεί προστατευόμενο από την ΕΣΔΑ σκοπό δημοσίου συμφέροντος η ικανοποίηση των βασικών κοινωνικών αναγκών έναντι των οικονομικών απαιτήσεων των δανειστών (Malysh v. Russia, σκέψη 80).

Για το λόγο αυτό, αν οι δανειστές δεν επιλέξουν τη φωνή της λογικής και της συναινετικής λύσης, η χώρα μπορεί να επικαλεστεί κατάσταση ανάγκης. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η Ελλάδα των χιλιάδων αυτοκτονιών, των δεκάδων χιλιάδων πεινασμένων μαθητών, των εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων και των εκατομμυρίων νεοπτώχων αντιμετωπίζει πράγματι παρόμοια κατάσταση;

Προφανώς, όμως, ότι είναι νομικά δυνατό δεν είναι και πολιτικά εύκολο. Για παράδειγμα, ακόμη και η Αργεντινή, παρά το «κούρεμα» του χρέους της κατά περίπου 70%, επέστρεψε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το σύνολο του δανείου που είχε λάβει από αυτό. (Στην πραγματικότητα, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμιά περίπτωση μη αποπληρωμής δανείου του ΔΝΤ).

Το σημαντικότερο, όμως, είναι άλλο: η απαλλαγή της χώρας από το βρόγχο του χρέους αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για την ανάκαμψη της. Είναι προφανές ότι για κάτι τέτοιο απαιτείται ένας εκ βάθρων, πλήρης αναπροσανατολισμός του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Θα πρέπει να αναστραφεί η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας μας, πράγμα που προϋποθέτει τη ριζική αναμόρφωση και του πολιτικού συστήματος. (Και αυτό γιατί σε μεγάλο βαθμό οι κακοδαιμονίες της οικονομίας μας ανάγονται, τελικά, σε μία πολιτική απόφαση ή παράλειψη του πελατειακού κράτους: δεν ήταν νομοτέλεια, για παράδειγμα, να ζουν οι αγρότες μας κυρίως από τις κοινοτικές επιδοτήσεις και όχι από την παραγωγή…)  Δυστυχώς δε, όλα αυτά θα πρέπει να γίνει σε ένα εξορισμού εχθρικό διεθνές περιβάλλον, όπου οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνεχίζουν να επικρατούν.

Ποιο είναι το πολιτικό υποκείμενο που θα αναλάβει αυτό το ηράκλειο έργο; Και από πού μπορούμε να αντλήσουμε αισιοδοξία; Η διεθνής εμπειρία κάθε άλλο παρά ενθαρρυντική δεν είναι. Ή μήπως όχι; Ας δούμε ένα παράδειγμα από την επίδραση που είχε το ΔΝΤ στην πολιτική ζωή μιας άλλης χώρας:

Στη Νότια Κορέα η υπονόμευση της δημοκρατίας από το ΔΝΤ υπήρξε πολύ πιο απροκάλυπτη. Το τέλος των διαπραγματεύσεων με το Ταμείο συνέπιπτε με τις προγραμματισμένες προεδρικές εκλογές, ενώ τα προεκλογικά προγράμματα δύο από τους υποψηφίους ήταν αντίθετα προς τις πολιτικές του ΔΝΤ. Σε μια ασυνήθιστα ανοιχτή παρέμβαση στις πολιτικές διαδικασίες ενός ανεξάρτητου έθνους, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αρνήθηκε να αποδεσμεύσει τα χρήματα της επόμενης δόσης μέχρι οι τέσσερις κυριότεροι υποψήφιοι να δεσμευτούν ότι, αν νικούσαν, θα ακολουθούσαν τους νέους κανόνες. Χάρη σε αυτό τον εκβιασμό, το ΔΝΤ θριάμβευσε: Και οι τέσσερις υποψήφιοι δήλωσαν γραπτά ότι θα υποστήριζαν τα μέτρα του. Ποτέ μέχρι τότε η βασική επιδίωξη της Σχολής του Σικάγου να προστατεύει τα ζητήματα της οικονομίας από τις δημοκρατικές διαδικασίες δεν ήταν τόσο σαφής: Είπαν στους Νοτιοκορεάτες ότι μπορούσαν να ψηφίσουν, όμως η ψήφος τους δε θα είχε καμία σημασία για τη διαχείριση και την οργάνωση της οικονομίας. (Η μέρα που υπογράφτηκε η συμφωνία ανακηρύχτηκε αμέσως «Ημέρα Εθνικής Ταπείνωσης» της Κορέας.) ((Ν. Κλάιν, Το Δόγμα του Σοκ, ό.π., σ. 363-364.))

Στην Ελλάδα, ο ίδιος ακριβώς εκβιασμός επιχειρήθηκε αμέσως μετά τον διορισμό της Κυβέρνησης Παπαδήμου και κατέληξε στην αποστολή δήλωσης μετανοίας από τον μέχρι τότε αναμάρτητα αντιμνημονιακό Α. Σαμαρά, με την από 23/11/2011 επιστολή του σε Κομισιόν, Eurogroup, ΕΚΤ και ΔΝΤ. Σε αντίθεση, όμως, με τη Ν. Κορέα, δεν ήταν το σύνολο του πολιτικού προσωπικού που έδωσε γη και ύδωρ και έτσι ο λαός είχε επιλογές στις εκλογές που ακολούθησαν και κυρίως στις πολιτικές προοπτικές που ανοίγονται μπροστά μας.  Κατά μία έννοια, ο εκβιασμός λειτούργησε απελευθερωτικά, δείχνοντας γυμνά τα πολιτικά διλήμματα.

Είναι πια φανερό ότι στην Ελλάδα οι «πάνω» δεν μπορούν και οι «κάτω» δεν θέλουν πια να κυβερνούνται όπως πρώτα. Και αυτό για τον απλό λόγο ότι δεν είναι πλέον δυνατή η συντήρηση του παλαιοκομματικού συστήματος μέσω του εκμαυλισμού των πελατειακών πολιτικών, ελλείψει πόρων και ιδεολογίας συνενοχής. Επίσης, είναι προφανές στους περισσότερους ότι η μνημονιακή συνταγή της διαρκούς λιτότητας δεν συνιστά απλώς κοινωνικά καταστροφική πράξη υποτέλειας αλλά και αδιέξοδη πολιτικά και οικονομικά επιλογή.

Το δίλημμα είναι κοινό, για όλες τις χώρες της δύσης: πλήρης απελευθέρωση της αγοράς ή κοινωνικό κράτος; Από την δεκαετία του 1980 και μετά, αλλά με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία χρόνια, βιώνουμε αυτήν την τεκτονικής διάστασης πολιτειολογική αλλαγή: οι δομές του κράτους πρόνοιας που επέβαλε ο μεταπολεμικός συσχετισμός κοινωνικών δυνάμεων διαβρώνονται με τόσο γρήγορους ρυθμούς, ώστε, αν συνεχιστεί η ίδια πορεία, οι δυτικές κοινωνίες την επόμενη δεκαετία να κατρακυλίσουν σε πρωτοφανή επίπεδα ανισοτήτων και κοινωνικού δαρβινισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Γερμανία: ευημερούν εκεί οι αριθμοί, όχι όμως και οι άνθρωποι. Ενώ τα οικονομικά μεγέθη ανθούν, το 23% των εργαζομένων αμείβονται με τον ελάχιστο μισθό ή τον πολύ μικρότερο των λεγόμενων “mini jobs” των τετρακοσίων ευρώ την ώρα. Εργασιακή επισφάλεια, μειωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και ανεξέλεγκτη «ευελιξία» είναι η καθημερινή πραγματικότητα στην πλουσιότερη χώρα της Ευρώπης.

Για το λόγο αυτό η υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους, στην παρούσα συγκυρία του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισμού, συνεπάγεται βαθιές ρήξεις με το σύστημα εξουσίας των αγορών. Για το λόγο αυτό η Ελλάδα είναι, αυτή τη στιγμή, ο αδύναμος κρίκος της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης. Αυτά που απαιτούνται για την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και τη μετάβαση στη νέου τύπου κοινωνία είναι τόσο αιματηρά και αβάστακτα για το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού λαού, ώστε να είναι αδύνατο να εφαρμοστούν στην πράξη.  Γι’αυτό και απέτυχε το κοινωνικό πείραμα των μνημονίων.

Οι αγώνες για την απόκρουση των πολιτικών αυτών, αναγκαστικά αμυντικοί στην αρχή και με στόχο την διαφύλαξη των κοινωνικών κατακτήσεων των προηγούμενων δεκαετιών, μπορεί να αποτελέσουν έναυσμα για βαθύτερες αλλαγές και ποιοτικά διαφορετικές αμφισβητήσεις του συστήματος και των αξιών του. Από εμάς (και τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς) εξαρτάται.

Σε κάθε περίπτωση, η διέξοδος από την κρίση, ή ακόμη και ο βραχυπρόθεσμος έλεγχος των συνεπειών της, θα ακολουθήσει, αναγκαστικά, έναν από τους δύο δρόμους: αυταρχική καταστολή ή μια ριζικά διαφορετική πολιτική, με λαϊκή συμμετοχή στην άσκηση εξουσίας. Με άλλα λόγια, η απόκρουση της κοινωνικής εξαθλίωσης δεν μπορεί παρά να γίνει με όρους δημοκρατικής αναγέννησης.

Είναι προφανές ότι για αυτό δεν αρκεί η απεμπλοκή από τα δεσμά του μνημονίου, αλλά απαιτείται ένα συνολικό πρόγραμμα οικονομικής και πολιτικής ανασυγκρότησης της χώρας. Δεν θα μας ωφελήσει να μην πληρώνουμε τα δανεικά, εάν παράγουμε λιγότερα από όσα καταναλώνουμε. Και για να παράγουμε, χρειάζεται να μεταρρυθμίσουμε όχι μόνον την οικονομία, αλλά και τις διοικητικές δομές. Για παράδειγμα, αυτονόητο είναι ότι η πρώτη ενέργεια μιας μελλοντικής προοδευτικής κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η κατάργηση της αντιμεταρρύθμισης του εργατικού δικαίου και η επαναβεβαίωση της συλλογικής αυτονομίας και των εργασιακών δικαιωμάτων. Αυτό όμως απλώς θα επιστρέφει το κοντέρ στην προμνημονιακή εποχή. Οι καιροί απαιτούν πολύ περισσότερα στο επίπεδο του πολιτικού εποικοδομήματος.

Ο μετασχηματισμός του τελευταίου δεν μπορεί να γίνει από τα πάνω μόνο, ως προϊόν κοινωνικής μηχανικής φωτισμένων ελίτ, έστω αριστερόστροφης έμπνευσης. Χρειάζεται άμεση λαϊκή συμμετοχή. Θα πρέπει από την πρώτη μέρα να προωθηθούν μορφές άμεσης δημοκρατίας, όπως τα τοπικά δημοψηφίσματα και προοπτικά, στο πλαίσιο συνταγματικής τομής, θεσμοί ανακλητότητας και λογοδοσίας όλων των εκλεγμένων οργάνων του κράτους.

Θα πρέπει παράλληλα να κατασκευαστούν από το μηδέν και θεσμοί που δίκαια αποκρούστηκαν μέχρι σήμερα από το λαϊκό κίνημα, γιατί έκρυβαν άλλες σκοπιμότητες, όπως η γενικευμένη αξιολόγηση των δημόσιων υπηρεσιών. Μία αξιολόγηση, βεβαίως, τα κριτήρια και οι διαδικασίες της οποίας θα διαμορφωθούν σε ανοικτή διαβούλευση με το συνδικαλιστικό κίνημα και τους μαζικούς φορείς, ούτως ώστε να μην αποτελέσει πρόσχημα για επικείμενες απολύσεις ή δούρειο ίππο για την έμμεση ιδιωτικοποίηση, αλλά μέσο για να ελέγχει η ίδια η κοινωνία το πώς λειτουργεί ο κρατικός μηχανισμός. Προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι η δημοκρατική συμμετοχή τόσο των δημοσίων υπαλλήλων όσο και των κοινωνικών φορέων και των χρηστών των υπηρεσιών, όχι μόνο στην εφαρμογή των διοικητικών πολιτικών, αλλά και στη στοχοθεσία τους.

Η άμεση δημοκρατική εμπλοκή του κάθε πολίτη, όσο το δυνατό μεγαλύτερου τμήματος του λαού, σε μία παρόμοια μεταρρύθμιση  του συνόλου του πολιτικού συστήματος είναι απολύτως αναγκαία και για έναν ακόμη λόγο: όποιες πρωτοβουλίες αντιμετώπισης της κρίσης να πάρει και η προοδευτικότερη κυβέρνηση, το άμεσο μέλλον –και ιδίως κατά την μεταβατική περίοδο- σε καμιά περίπτωση δεν θα είναι ρόδινο. Δεν αποκλείεται καθόλου η χώρα να στοχοποιηθεί από τις δυνάμεις που επιδιώκουν να δείξουν ότι ο φονταμενταλισμός των αγορών αποτελεί μονόδρομο. Για να μην καταρρεύσει από τους πρώτους μήνες η εναλλακτική διακυβέρνηση, θα πρέπει να έχει πείσει την κοινωνία για τους στόχους που επιδιώκει και να την έχει στρατεύσει στην υπηρεσία τους, ώστε να αντέξει να πορευτεί στην δύσκολη ατραπό που βρίσκεται μπροστά της. Μπορούμε να αντέξουμε θυσίες, αρκεί να ξέρουμε ότι κάποια στιγμή θα αποδώσουν, γιατί έχουμε διαλέξει ένα δρόμο που εξυπηρετεί τα δικά μας συμφέροντα, όχι μονομερώς αυτά των δανειστών μας.

Με άλλα λόγια, χρειάζεται ένα εντελώς νέο ξεκίνημα. Και για το λόγο αυτό, η νέα διακυβέρνηση θα πρέπει να αναγγείλει όχι απλώς την αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά ότι η επόμενη βουλή θα είναι Συντακτική.  Θυμίζω ότι με ανάλογο τρόπο έγινε το πέρασμα από την Τέταρτη στη Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, στο αποκορύφωμα της κρίσης της Αλγερίας, πολύ λιγότερο δραματικής από αυτή που δοκιμάζει η δική μας χώρα. Με  το δημοψήφισμα του 1958,  ο στρατηγός Ντε Γκωλ υπέβαλε στη λαική ετυμηγορία ένα εντελώς νέο Σύνταγμα, χωρίς να ακολουθήσει την διαδικασία που προέβλεπε το  άρθρο 89 για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1946 ((Βλ. αντί άλλων Μ.Duverger, Institutions politiques et droit Constitutionnel, 1971, σ. 205 κ.ε. και του ιδίου, Une Republique     Consulaire, Encyclopédie Française, τ.Χ, l’Etat, ο οποίος έγραφε σχετικά: ” Πάνω από το γραπτό  σύνταγμα υπάρχει ένα ζωντανό    σύνταγμα που είναι η θέληση του γαλλικού λαού.”)).

Υπάρχει όμως ένα πολύ καλύτερο παράδειγμα για το πέρασμα στην Δ’ Ελληνική Δημοκρατία από τον «εκ των άνω» γκωλικό πατερναλισμό. Τον δείχνει μία χώρα που δύο φορές, με δημοψήφισμα, απέρριψε τους εκβιασμούς των δανειστών της, άφησε μερικές από τις επισφαλείς τράπεζες της να πτωχεύσουν αντί να χρεοκοπήσουν την ίδια και βγήκε από την κρίση με τις δικές της δυνάμεις: η Ισλανδία. Ως αποτέλεσμα, η οικονομία της συρρικνώθηκε μεν κατά 6,7% το 2009, αλλά σημείωσε ανάπτυξη 2,9% το 2011 και θα αναπτυχθεί κατά 2,4% φέτος και το 2013, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ. (Σε αντίθεση, η Λετονία, που ακολούθησε κατά γράμμα τις επιταγές του ΔΝΤ και, αποτελεί, κατά το ίδιο, δείγμα επιτυχημένης –τάχα- εφαρμογής του προγράμματος λιτότητας, «βγαίνει» από την κρίση με το ΑΕΠ της μειωμένο κατά 25% και με την ανεργία στο 16%, παρά τη μαζική μετανάστευση σε άλλες χώρες ((IMF Survey, Latvia’s Successful Recovery Not Easy to Replicate, 11-6-2012)) .)

Η Ισλανδία αποφάσισε να αποκτήσει  νέο καταστατικό χάρτη με μία  πρωτοφανή διαδικασία, που δικαιώνει το νεολογισμό του «Συντάγματος ανοικτού κώδικα» ((Βλ., αντί άλλων, Th. Gylfason, From crisis to constitution, CESifo Working Paper No. 3770, 2012.)). Το σχέδιο συντάγματος δεν συντάχθηκε από μία παραδοσιακή συντακτική συνέλευση, αλλά με την ευρύτερη συμμετοχή του λαού, με τη βοήθεια και τη χρήση των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας και δικτύωσης. Ως πρώτο βήμα, το κοινοβούλιο συγκάλεσε λαϊκή εθνική συνέλευση για την πρώτη συζήτηση του θέματος αποτελούμενη από χίλιους πολίτες, διαλεγμένους με κλήρο, όπως στην αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία. Στη συνέχεια όρισε μία συνταγματική επιτροπή ειδικών για τη συλλογή των αναγκαίων υποστηρικτικών δεδομένων και, τελικά, προχώρησε στην προκήρυξη εθνικών εκλογών για την επιλογή των αντιπροσώπων της Συνταγματικής Συνέλευσης. Το σχέδιο συντάγματος της τελευταίας συζητήθηκε παράγραφο-παράγραφο στον τύπο και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, τέθηκε  δε στην τελική έγκριση του ισλανδικού λαού τους επόμενους μήνες με δημοψήφισμα.

Όλα αυτά φαίνονται ουτοπικά, ή κατάλληλα μόνον για μία μικρή χώρα, 300.000 κατοίκων; Ενδεχομένως. Άλλωστε, δεν υποστηρίζω ότι η Ισλανδία είναι το πρότυπο που θα μας βγάλει από την κρίση. Κάθε χώρα μόνη της θα πρέπει να βρει την δική της διέξοδο, με τους δικούς της αγώνες και της δικές της επιλογές. Αυτό που ακράδαντα πιστεύω είναι ότι η υπέρβαση της κρίσης δεν απαιτεί τίποτα λιγότερο από την επιδίωξη αυτού που ως χθες φαινόταν αδύνατο.

Οι ευρωεκλογές μπορεί να αποτελέσουν σταθμό προς την κατεύθυνση αυτή. Όχι μόνο γιατί θα στείλουν ένα μήνυμα ανάλογο αλλά πολύ πιο ηχηρό από αυτό των δημοψηφισμάτων για το Ευρωσύνταγμα, αλλά και γιατί η ανατροπή στην Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για ευρύτερες εξελίξεις. Με άλλα λόγια, η αναγκαία απαλλαγή του ελληνικού πολιτικού συστήματος από τον παλαιοκομματισμό όχι απλώς δεν αποτελεί απειλή για τη σχέση της χώρας μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ίσως τη μοναδική ελπίδα και εμείς να παραμείνουμε ευρωπαϊκή χώρα και η Ευρώπη να ξαναβρεί την ευρωπαϊκή της ταυτότητα.

Και αυτό γιατί η συνέχιση των σημερινών πολιτικών δεν οδηγεί μόνο σε μια γερμανική Ευρώπη, αλλά κυρίως σε μια πολωμένη ήπειρο, όπου ο Νότος θα γίνεται συνεχώς φτωχότερος και εξαρτημένος, στο ρόλο ενός Ευρωπαϊκού Μεξικού. Η πόλωση αυτή αναγκαστικά οδηγεί σε ανεξέλεγκτες φυγόκεντρες τάσεις και στο βίαιο τέλος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Συνεπώς, όσοι  υποστηρίζουν ότι οι πολιτικές λιτότητας αποτελούν μονόδρομο για την Ευρώπη, εκ του αποτελέσματος θα γίνουν πιο αποτελεσματικοί νεκροθάφτες της από τους ακροδεξιούς που την απορρίπτουν για λόγους εθνικιστικούς. Την ουσιαστική αυτή ταύτιση των φαινομενικά αντιθέτων έχει, ήδη από την δεκαετία του 1990, επισημάνει ο  Κονδύλης: «ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους» ((Π. Κονδύλης, Προϋποθέσεις, παράμετροι και ψευδαισθήσεις της ελληνικής εθνικής πολιτικής ”, επίμετρο στο Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, Αθήνα, 1992)).

Μα είναι δυνατό, θα πουν μερικοί, μια τέτοια μεγάλη αλλαγή να ξεκινήσει από τη μικρή Ελλάδα; Μα, ακριβώς οι μεγάλες ανατροπές ξεκινούν πάντα σχεδόν από την περιφέρεια και τους «αδύναμους κρίκους». Από την δεκαετία του ’60 έγραφε η Χάνα Άρεντ: «Όπως είναι τα πράγματα σήμερα,  με τις  μεγάλες δυνάμεις  ακινητοποιημένες κάτω από το βάρος του ίδιου του μεγέθους τους, ένα «νέο παράδειγμα» φαίνεται ότι μπορεί να έχει πιθανότητα μόνο σε μία μικρή χώρα» ((H. Arendt,  On Violence, Harvest Book, 1970, σελίδα 86)).

Είναι εφικτά όλα αυτά; Και όμως, είναι τα μόνα ρεαλιστικά. Όπως έγραφε ο Βέμπερ, «Είναι απόλυτα σωστό -και όλη η ιστορική εμπειρία το επιβεβαιώνει- ότι ο άνθρωπος δεν θα πετύχαινε ποτέ το εφικτό, εάν δεν πάσχιζε επανειλημμένα να πραγματοποιήσει το ανέφικτο» ((M. Weber, Politik als Beruf, 1919, ακροτελεύτια παράγραφος)).

Η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ στις επικείμενες  ευρωεκλογές αποτελεί το πρώτο, αναγκαίο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή.

Share.