Η Χρυσή Αυγή λειτουργεί δισυπόστατα, ως εγκληματική οργάνωση και ως πολιτικό κόμμα. Για το πρώτο επίπεδο της δράσης της -και για όσα από τα μέλη και στελέχη της εμπλέκονται σε αξιόποινες δράσεις- το λόγο έχει ο ποινικός κώδικας. Για όσους βουλευτές της, συνεπώς, υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής δράσης θα πρέπει να αρθεί η βουλευτική ασυλία, ώστε να μπορέσει η Δικαιοσύνη να διαλευκάνει (με καθυστέρηση μάλιστα ετών!) τις ποινικές τους ευθύνες.
Η πολιτική δράση της Χρυσής Αυγής, όμως, πρέπει αντιμετωπίζεται με τη σύγκρουση των ιδεών και την κοινωνική της απομόνωση, όχι με τον εισαγγελέα. Η διαφαινόμενη μεθόδευση εκ μέρους κυβερνητικών κύκλων να τεθεί εκτός νόμου το νεοφασιστικό κόμμα δεν βλάπτει το ίδιο, αλλά την Δημοκρατία. Το Σύνταγμα μας δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο και η ιστορία δείχνει ότι παρόμοια μέτρα είναι και πολιτικά επικίνδυνα και αντιπαραγωγικά. Μάλιστα, οι κύκλοι της Νέας Δημοκρατίας που προωθούν τα σενάρια αυτά, με προφανή μικροκομματική σκοπιμότητα να προσεταιριστούν τους άστεγους ψηφοφόρους της, είναι ακριβώς αυτοί που έχουν ενσωματώσει στη ρητορική τους σχεδόν ολόκληρη την ακροδεξιά πολιτική της ατζέντα.
Μετά την άρση της ασυλίας, ενδεχόμενη προφυλάκιση του μεγαλύτερου τμήματος της κοινοβουλευτικής ομάδας της, αν και συνταγματικά ανεκτή, προκαλεί αντικειμενικά αλλοίωση της σύνθεσης της Βουλής, άρα και της βούλησης του εκλογικού σώματος. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να τροποποιηθεί ο Κανονισμός της Βουλής ώστε να είναι δυνατή η άσκηση του δικαιώματος ψήφου από τους υπόδικους βουλευτές, οι οποίοι διατηρούν το αξίωμα τους με επιστολική ψήφο.
Αποτελεί μέρος μεγαλύτερου άρθρου με τίτλο, “Εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή;” της Ειρήνης Λαζαρίδου
Δημοσιεύθηκε στην Αυγή, στις 9/3/2014