Βιώνουμε τον πέμπτο χρόνο μιας κρίσης που φαίνεται να μην έχει τέλος. Για να αναζητήσουμε διέξοδο από αυτή, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να καταλάβουμε πώς δημιουργήθηκε. Μία διαδεδομένη άποψη την εξηγεί αποδίδοντας την αποκλειστική ευθύνη στο –προφανώς- αμαρτωλό κομματικό σύστημα της χώρας. Για παράδειγμα, σχεδόν προφητικά, ο Π. Κονδύλης έγραφε ήδη το 1991, ότι το τελευταίο αποτελεί «αγωγό εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική του διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητά του να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφων» και ότι, με αυτόν τον τρόπο, «εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της» ((Π. Κονδύλη, Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας, Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία, Θεμέλιο, Αθήνα, 2011 (1991).)) .
Αυτή είναι η μισή μόνο αλήθεια. Στην πραγματικότητα, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Η κρίση είναι παγκόσμια και απλώς οι αμαρτίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος επέτειναν ακραία στη χώρα μας τις δυσμενείς συνέπειες της. Για την ακρίβεια, η ήπειρος μας βιώνει τη συρροή μιας οικονομικής και μίας θεσμικής κρίσης: μιας γενικότερης, του παγκόσμιου καπιταλισμού, η οποία διαπλέκεται με τη στρεβλή διαδικασία και τα προβλήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ουσία της συνίσταται στις τεκτονικές τριβές που προκαλεί η μετάβαση από το κεϋνσιανό κράτος της ελεγχόμενης αγοράς στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο της σχεδόν πλήρους απελευθέρωσης της.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά: Η επικράτηση του κράτους πρόνοιας τον προηγούμενο αιώνα, ως θεσμικού μηχανισμού που εξασφαλίζει την συντήρηση και αναπαραγωγή της εργατικής τάξης, απετέλεσε νομοτελειακή αναγκαιότητα του συστήματος της αγοράς. Η εξαιρετική άνθηση των προνοιακών θεσμών των δεκαετιών 1950-1970 υπήρξε, αντιθέτως, συγκυριακό φαινόμενο, άμεσα συνδεδεμένο με τους εξαιρετικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, την εξάλειψη της ανεργίας και τη μεγιστοποίηση της ισχύος των εργατικών συνδικάτων και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Τότε, λίγοι θα δίσταζαν να συνυπογράψουν την διαπίστωση του Γ. Κασιμάτη ((Γ. Κασιμάτης, Περί της αρχής της επικουρικότητος, Αθήνα, 1974, σ. 165.)) ότι “το “μαγικόν τρίγωνον” της “πλήρους απασχολήσεως”, της “οικονομικής αναπτύξεως” και της “οικονομικής σταθερότητος” αποτελεί ήδη δικαιοποιηθέντα στόχον της οικονομικής πολιτικής των κρατών.”
Το τέλος της χρυσής εποχής ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και συμπίπτει χρονικά με την οικονομική κρίση που προκάλεσε η απότομη άνοδος της τιμής του πετρελαίου, μετά τον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο του Γιομ Κιπούρ (1973). Η κρίση αυτή είχε δομικό χαρακτήρα και διάρκεια, με βασικό χαρακτηριστικό το λεγόμενο στασιμοπληθωρισμό, την ταυτόχρονη δηλαδή συνύπαρξη πληθωρισμού και ανεργίας, που έπαψαν να αποτελούν κυκλικά και αλληλοαποκλειόμενα φαινόμενα. Για τον λόγο αυτό και η απασχόληση δεν ήταν πλέον δυνατόν να τονωθεί με την παραδοσιακή κεϋνσιανή συνταγή της κρατικά υποβοηθούμενης, πληθωριστικής αύξησης της ζήτησης.
Για την κρατούσα νεοκλασική άποψη στον χώρο των οικονομολόγων, οι αιτίες της κρίσης πρέπει να αναζητηθούν στην διαχρονική αύξηση των μισθών που επιβάρυνε το κόστος του συντελεστή εργασίας, σε συνδυασμό με την διόγκωση της δημόσιας κατανάλωσης που διεύρυνε τα κρατικά ελλείμματα. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο πλαίσιο της σχετικής βιβλιογραφίας και στην έμμεση επιβάρυνση του κόστους παραγωγής που επέφερε η επέκταση του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας και η εν γένει προστατευτική εργατική νομοθεσία.
Στην πραγματικότητα, οι αιτίες της κρίσης ήταν βαθύτερες. Από οικονομική άποψη πράγματι υπήρξε βαθμιαία μείωση του μέσου ποσοστού κέρδους, λόγω της αύξησης του μεταβλητού κεφαλαίου που προήλθε από τη βελτίωση των πραγματικών μισθών. Καθοριστικότεροι ήταν, όμως, οι πολιτικοί λόγοι: ο συμβιβασμός του κράτους πρόνοιας που συνεπαγόταν μια πρωτοφανή στην ιστορία άνοδο του επιπέδου ζωής των εργαζομένων δεν ήταν πια διατηρήσιμος, γιατί δεν ανταποκρινόταν πλέον ούτε στα συμφέροντα του ενισχυμένου από την παγκοσμιοποίηση κεφαλαίου, ούτε στη νέα ισορροπία κοινωνικών δυνάμεων.
Η εγκατάλειψη του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton Woods απετέλεσε την επιβεβαίωση αδυναμίας εθνικής, κεϋνσιανής διαχείρισης των βασικών οικονομικών μεγεθών και επιτάχυνε τις τάσεις παγκοσμιοποίησης. (Το σύστημα του Bretton Woods καθιέρωνε σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες σε αναφορά προς το δολάριο, οι οποίες μπορούσαν να τροποποιηθούν μόνον σε περίπτωση σοβαρών εσωτερικών οικονομικών ανισορροπιών. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ιδρύθηκε για να εγγυηθεί τη σταθερότητα του συστήματος και να χρηματοδοτεί βραχυπρόθεσμες ανάγκες σε περίπτωση ελλειμμάτων. Η εγκατάλειψη του συστήματος δείχνει τη μετάβαση από την πολιτική στην αγοραία ρύθμιση των διεθνών χρηματιστηριακών σχέσεων.)
Οι αντικειμενικές αυτές αλλαγές στο οικονομικό σύστημα, επιταχύνθηκαν από την επικράτηση μιας πολεμικής ιδεολογίας των αγορών, το νεοφιλελευθερισμό ((Για μία κριτική παρουσίαση του νεοφιλελευθερισμού βλ., ενδεικτικά, D. Harvey, A Brief History of Neoliberalism, Oxford University Press, 2005, P. Dardot & C. Laval, La nouvelle raison du monde. Essai sur la société néolibérale, 2010, G. Dumenil and D. Levy, Capital Resurgent: Roots of the Neoliheral Revolution, Harvard University Press, Cambridge, Mass. 2004, S. George, A Short History of Neoliberalism: Twenty Years of Elite Economics and Emerging Opportunities for Structural Change’, in W. Bello, N. Bullard, and K. Malhotra (eds.), Global Finance, New Thinking on Regulating Capital Markets, Zed Books, London, 2000, ιδίως σ. 27 κ.ε..)) . Πνευματικό παιδί του Χάγιεκ και της Σχολής του Σικάγου, απετέλεσε γρήγορα τη νέα, σιδηρά ορθοδοξία του κατεστημένου, «έναν κοινό πυρήνα σοφίας που ασπάζονται όλοι οι σοβαροί οικονομολόγοι ((J. Williamson, In Search of a Manual for Technopols», στο J. Williamson, (επιμ.), The Political Economy of Policy Reform, Ουάσινγκτον, Institute for International Economics, 1994, σ. 18.)) ». (Λένε οι θιασώτες του ότι όσοι δεν ασπάζονται τα βασικά του δόγματα δεν είναι κακοί οικονομολόγοι. Απλώς, δεν είναι οικονομολόγοι.)
Ο πυρήνας του νεοφιλελευθερισμού έγκειται στην πεποίθηση ότι, όπως αυτορυθμίζονται τα οικοσυστήματα, έτσι και η αγορά, αν αφεθεί στους δικούς της μηχανισμούς, θα βρει την ιδανική ισορροπία και θα παράγει ευημερία. Αντιθέτως, οποιαδήποτε πολιτική ρύθμισή της, όπως αυτές των κεϋνσιανών παρεμβάσεων και του κράτους πρόνοιας, είναι εξ ορισμού βλαπτική. Έτσι, κατά τον Πρόεδρο Ρήγκαν, οι εννέα πιο τρομακτικές λέξεις της αγγλικής γλώσσας είναι «’I’m from the government and I’m here to help» («είμαι από την κυβέρνηση και ήρθα για να βοηθήσω»). Η πολεμική κραυγή του νεο-φιλελευθερισμού είναι καμία αγορά κλειστή, καμιά αγορά με δεσμά στην ελευθερία της.
Στο πλαίσιο αυτό, οι νεοφιλελεύθεροι θεωρούν ότι αναγκαίο όρο για την τόνωση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας αποτελεί η καθολική ανατροπή των μεταπολεμικών ισορροπιών κράτους και οικονομίας, στην εξής κατεύθυνση: Εξαφάνιση του παρεμβατικού ρόλου του κράτους, το οποίο στην καλύτερη περίπτωση θα έχει το ρόλο «ρυθμιστή», πλήρης απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών μέσω της κατάργησης των σχετικών προστατευτικών εθνικών νομοθεσιών, ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση της αγοράς εργασίας.
Όχημα διεθνούς διάδοσης της νέας αυτής ορθοδοξίας (και, φυσικά, των συμφερόντων που εξυπηρετεί) έγιναν από την δεκαετία του 1980 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Όπως αναφέρει ο νομπελίστας και πρώην επικεφαλής της Παγκόσμιας Τράπεζας, J. Stiglitz, για το σκοπό αυτό από το 1982 ξεκίνησε στους οργανισμούς αυτούς μία πλήρης «εκκαθάριση» όλων των κεϋνσιανών επιρροών ((J. Stiglitz, Globalization and Its Discontents, Norton, New York and London, 2002, πρβλ. D. Harvey, ό.π., σ. 29,)) . Έτσι, το ΔΝΤ επεξεργάστηκε για πρώτη φορά ένα πλήρες πρόγραμμα «διαρθρωτικής προσαρμογής» το 1983, ως γενική συνταγή που θα πρέπει να ακολουθούν τα κράτη που ζητούν δάνειο από αυτό (η διαβόητη «συναίνεση της Ουάσιγκτον» -«Washington consensus»-, μια που και οι δύο αυτοί οργανισμοί βρίσκονται στον ίδιο δρόμο της αμερικανικής πρωτεύουσας).
Έκτοτε κάθε χώρα που ζητά δάνειο από το Ταμείο υποχρεώνεται να ακολουθήσει τις περίφημες αυτές «διαρθρωτικές αλλαγές», οι οποίες τυποποιήθηκαν, λίγο ως πολύ, στην παρακάτω «συνταγή»:
•Συμπίεση του μισθολογικού κόστους και απορρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας, με σκοπό τη μεγιστοποίηση της ιδιωτικής κερδοφορίας
•Πλήρης άρση κάθε προστατευτικού μέτρου της εθνικής παραγωγής
•Μαζική μεταφορά πόρων από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα (ιδιωτικοποιήσεις)
•Μονεταριστική πολιτική λιτότητας με έμφαση στη δραματική μείωση των δημοσίων δαπανών, ιδίως των κοινωνικών.
Με αυτόν τον τρόπο, οι εθνικές κυβερνήσεις ουσιαστικά εξαφανίζουν κάθε προστατευτική νομοθεσία και διευκολύνουν την εξαγορά των σημαντικότερων δημόσιων επιχειρήσεων από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες. Επειδή, δε, οι όροι χορήγησης των δανείων είναι πάντα λεόντιοι υπέρ των ξένων δανειστών, μεγάλο τμήμα του εγχώριου πλούτου καταληστεύεται: Μόνον από το 1980 μέχρι το 2007, υπολογίζει ο D. Harvey, πάνω από πενήντα σχέδια Μάρσαλ, δηλαδή περισσότερα από 4,6 τρισεκατομμύρια δολάρια, πληρώθηκαν από τους λαούς της περιφέρειας προς τους πιστωτές τους ((D. Harvey, A Brief History of Neoliberalism, ό.π., σ. 162.)) . «Τι περίεργος κόσμος», σχολιάζει σχετικά, ο Stiglitz, «αυτός στον οποίο οι φτωχές χώρες επιδοτούν τις πλουσιότερες» ((J. Stiglitz, Globalization and Its Discontents, ibidem.)) !
Η εφαρμογή αυτών των πολιτικών, παρά τους ισχυρισμούς των απολογητών τους, δεν βελτίωσε τις επιδόσεις της παγκόσμιας οικονομίας: ο μέσος συνολικός παγκόσμιος ρυθμός ανάπτυξης ανερχόταν περίπου στο 3,5 τοις εκατό κατά τη δεκαετία του 1960 και στο 2,4 τοις εκατό την δεκαετία του 1970. Αντιθέτως, κατά τις δεκαετίες επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού είναι πολύ χαμηλότερος: 1,4 τοις εκατό και 1,1 τοις εκατό για τις δεκαετίες του 1980 και 1990, αντιστοίχως, και μόλις 1 τοις εκατό για την δεκαετία του 2000 ((D. Harvey, A Brief History of Neoliberalism, ibidem.)) . (Μάλιστα, ατμομηχανή της αναιμικής αυτής ανάπτυξης είναι τα τελευταία χρόνια η Κίνα, χώρα που κανένας νεοφιλελεύθερος δεν θα υιοθετούσε ως ιδανικό του.)
Το σημαντικότερο, όμως, χαρακτηριστικό των πολιτικών αυτών είναι ο ταξικός τους χαρακτήρας: ενώ το κράτος πρόνοιας, μέσω της ρύθμισης της αγοράς και της καθιέρωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων, άμβλυνε τις κοινωνικές ανισότητες, περιορίζοντας, ως ένα βαθμό, την οικονομική και πολιτική ισχύ των κυρίαρχων τάξεων, ο νεοφιλελευθερισμός επιδιώκει την αναβίωση των προνομίων και της αχαλίνωτης ισχύος τους.
Στο πλαίσιο αυτό, η μείωση των ανώτατων φορολογικών κλιμακίων υπέρ των πλουσίων και των εταιριών συνδυάζεται με μέτρα όπως η πειθάρχηση των εργατικών σωματείων, η συμπίεση των μισθών και η περιστολή των κοινωνικών δικαιωμάτων (όπως τα προνοιακά δικαιώματα, η ισχύς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή το δικαίωμα στην απεργία). Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ την περίοδο αυτή, ο μεν προσωπικός ανώτατος φορολογικός συντελεστής μειώθηκε από το 78 στο 28 τοις εκατό, ο δε εταιρικός από το 70 στο 28 τοις εκατό. Όπως παροιμιωδώς παραδέχεται ο δεύτερος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, W. Baffet, «πράγματι διεξάγεται ένας ταξικός αγώνας και η τάξη μου είναι αυτή που κερδίζει» ((Συνέντευξη στο CNN, 25/5/2005. Ο Baffet, βλέποντας το μακροπρόθεσμο συμφέρον της τάξης του, είναι αντίθετος στους νεοφιλελεύθερους και προτείνει να αυξηθεί η φορολογία των υπερπλούσιων, όπως ο ίδιος.)) .
Έτσι, στο τέλος της δεύτερης θητείας Ρήγκαν, το εισόδημα του φτωχότερου δέκατου του πληθυσμού μειώθηκε, σε σχέση με το μέσο εισόδημα, κατά 11%. Η μείωση ήταν ακόμη μεγαλύτερη στη θατσερική Μ. Βρετανία, όπου οι φτωχοί αυξήθηκαν κατά 85% και έφτασαν το 1985 στα 7.2 εκατομμύρια ((Οι μειώσεις ήταν μικρότερες στα άλλα κράτη του πρότυπου, δηλαδή 9% στον Καναδά και 5% στην Αυστραλία.)) .Ακόμη σημαντικότερη ήταν η αύξηση του ποσοστού παιδικής φτώχειας, η οποία στις Η.Π.Α. αυξήθηκε από 12 % στο 22% του συνόλου, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία από 5 σε 15%, προκειμένου για οικογένειες και με τους δύο γονείς, ενώ η αύξηση είναι δραματικότερη στις μονογονικές ((Όλα τα στοιχεία από τον G. Esping-Andersen, After the golden age, the future of the welfare state in the new, global order, UNRISD, Geneva, 1996, σ. 15, 27-28, 32, πρβλ. του ιδιου, The three worlds of Welfare Capitalism, Polity, Cambridge, 1990, και J. Myles, The future of the welfare in Canada and the US, in The Future of Welfare, Social Forskings Institutet, Copenhagen, 1995, σ. 13 κ.ε.., P. Ruggles, M. O’Higgins, Retrenchment and the New Right, in M. Rein, G. Esping-Andersen, L.Rainwater (eds), Stagnation adn Renewal in Social Policy, M. Sharpe, Armonk, N. York, 1987.187.)) .
Σύμφωνα με στατιστικές εκτιμήσεις, στην άλλη εμβληματική χώρα του νεοφιλελευθερισμού, τη θατσερική Μ. Βρετανία, το εισόδημα του πλουσιότερου δεκάτου του πληθυσμού αυξήθηκε κατά το διάστημα 1979-1992 κατά 50%, ενώ το αντίστοιχο του φτωχότερου δεκάτου μειώθηκε κατά 17% ((Βλ. σχετικά J. Carby-Hall, La crise de l’Etat Providence en Grande Bretagne, Revue Int. de Droit Comparé 1996.35, σ. 62.)) . Γενικότερα στις χώρες του ΟΟΣΑ από την δεκαετία του 1960 έως αυτήν του 1990 το 80% του πληθυσμού υπέστη σχετική μείωση του εισοδήματος του ως ποσοστού επί του ΑΕΠ, την οποία καρπώθηκε το 5% των πιο εύπορων στρωμάτων ((OCDE, Etudes économiques de l’OCDE, Etats-Unis, Paris, 1996, σ. 103.)) .
Η έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων δείχνει ότι, από την άποψη αυτή, της αντίστροφης αναδιανομής πλούτου, ο νεοφιλελευθερισμός υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσματικός. Ο πλούτος των 358 πλουσιότερων μεγιστάνων το 1996 ήταν ίσος με το συνολικό εισόδημα του φτωχότερου 45 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού (2.3 δισεκατομμύρια άνθρωποι). Ακόμη χειρότερα (για εμάς τους υπόλοιπους…): οι 200 πλουσιότεροι του κόσμου υπερδιπλασίασαν την περιουσία τους μεταξύ 1994 και 1998, σε περισσότερο από 1 τρισεκατομμύρια δολάρια. Τα περιουσιακά στοιχεία των τριών μόνο κορυφαίων δισεκατομμυριούχων έφτασαν να είναι ανώτερα από το συνδυασμένο ΑΕΠ όλων των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών («least developed countries») και των 600 εκατομμυρίων ανθρώπων του πληθυσμού τους ((D. Harvey, A Brief History of Neoliberalism, ό.π., σ. 34.)) .
Ανάλογα επιδεινώθηκαν οι ανισότητες μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών, παρά την εντυπωσιακή άνοδο στο παγκόσμιο προσκήνιο ορισμένων χωρών της Νοτιανατολικής και Ανατολικής Ασίας. Από τις πενήντα φτωχότερες χώρες του κόσμου, εικοσιτρείς είχαν χαμηλότερο μέσο εισόδημα το 1999 από ό,τι το 1990 ((J. Stiglitz, Globalization and Its Discontents, ibidem.)) . Η αύξηση των ανισοτήτων υπήρξε σχετικά μικρότερη στην ηπειρωτική Ευρώπη, σε σχέση με τις αγγλοσαξονικές χώρες, λόγω της θεσμικής αδράνειας των δομών του κοινωνικού κράτους που, ως ένα βαθμό, επιβιώνουν ακόμη ((Α. Atkinson, Th. Piketty (Eds) Top Incomes over the Twentieth Century: A Contrast between Continental European and English-Speaking Countries, Oxford and New York, Oxford University Press, 2007, του ίδιου, F. Bourguignon, Ch. Morrisson “Inequality among World Citizens: 1820–1992.” American Economic Review, 2002, 92(4): 727–44, A.B. Atkinson, T. Piketty, (Eds), Top incomes: A global perspective, Oxford University Press, Oxford, 2010.)) .
Οι ανισότητες έφτασαν το 2007, τη χρονιά της κρίσης, στο απόγειο τους. Τότε σημειώθηκε στην Αμερική η μεγαλύτερη απόκλιση εισοδημάτων υπέρ των πλουσιότερων στρωμάτων του πληθυσμού που έχει ποτέ καταγραφεί στην ιστορία, ανώτερη και από αυτή πριν από το μεγάλο κραχ του 1929, που αποτελεί το προηγούμενο ιστορικό ορόσημο. Η άνοδος των εισοδημάτων του 1% των υπερπλούσιων είναι ακόμη εντονότερη. Το 2007 το εισόδημα τους αντιπροσώπευε το ένα τέταρτο περίπου (23,7%) του συνόλου του αμερικανικού ΑΕΠ. Ακόμη ενδεικτικότερο είναι το γεγονός ότι οι ίδιοι καρπώθηκαν το 58% του συνόλου της μεγέθυνσης της οικονομίας μεταξύ 1976 και 2007 ((P. Krugman, The return of depression economics and the crash of 2008, Norton, New York, 2009, A. B. Atkinson, Th. Piketty, E. Saez Inequality and crises: coincidence or causation? Top Incomes in the Long Run of History Journal of Economic Literature 2011, 49:1, 3–71.)) .
H επικράτηση του ιδεολογήματος της εγγενούς αποτελεσματικότητας της αγοράς και της αυτορρυθμιστικής της ικανότητας οδήγησε, μεταξύ άλλων, στη σχετική απορρύθμιση του τραπεζικού και χρηματιστηριακού συστήματος ((Ο όρος της «αποτελεσματικής αγοράς» ανήκει στον E. Fama, βλ. σχετικά E. Fama, «Efficient Markets : II» Fiftieth Anniversary Invited Paper, Journal of Finance, 46 , 1991, 1575-1617.)) . (Στις Η.Π.Α. σχετικό σταθμό απετέλεσε η κατάργηση το 1999 με τη Gramm –Leach-Bliley Act του νόμου Glass-Steagall, ο οποίος επέβαλε την αυστηρή διάκριση εμπορικών και επενδυτικών τραπεζών.) Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μείνει ανεξέλεγκτη η κερδοσκοπική και καιροσκοπική τακτική των τραπεζών, εδικά των αμερικανικών και να αποχαλινωθεί το χρηματιστηριακό κεφάλαιο.
Ο Alan Greenspan, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Αμερικανικής Τράπεζας (Fed) κατά την έκρηξη της κρίσης παραδέχθηκε σχετικά: «Έκανα λάθος στην εκτίμηση μου ότι το ιδιωτικό συμφέρον των οργανισμών, συγκεκριμένα των τραπεζών, θα οδηγούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην προστασία των μετόχων και της μετοχικής αξίας των εταιρειών (…) Κατέρρευσε ένας βασικός πυλώνας του ανταγωνισμού και των ελεύθερων αγορών. Και αυτό με ξάφνιασε. Ακόμα δεν έχω πλήρως καταλάβει τι ακριβώς συνέβη» ((Εξέταση ενώπιον του αμερικανικού Κογκρέσου για τα αίτια της κρίσης στις 23 Οκτωβρίου 2008.)) .
Ως αποτέλεσμα της απορρύθμισης, αλλά και των γενικότερων τάσεων της παγκοσμιοποίησης για την ισχυροποίηση του χρηματιστηριακού κεφαλαίου σε βάρος του «παραγωγικού», υπήρξε έκρηξη των διάφορων αδιαφανών μορφών παραγώγων, τιτλοποιήσεων και όλων των σχετικών τοξικών «χαρτιών». Το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι «πλασματικό» ((Για την έννοια του πλασματικού κεφαλαίου, βλ., ιδίως, Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα , 1978, τόμος ΙΙΙ, σ. 504-522 και 585-599, πρβλ. αντί άλλων, Ά. Μπλούντεν, Πλασματικό Κεφάλαιο, Μαρξιστική Σκέψη no. 1 2011, σ. 174-180, από όπου και αντλούνται και αρκετές πληροφορίες από όσες ακολουθούν.)) γιατί δεν ανταποκρίνεται σε πραγματική παραγωγική δραστηριότητα. Κυκλοφορεί μέσω της ανταλλαγής με άλλες μονάδες κεφαλαίου, αλλά, στο σύνολο του δεν μπορεί να ανταλλαγεί με εμπορεύματα, επειδή υπάρχει ανεπαρκής πλούτος εμπορευμάτων που υποστηρίζει μια ολοένα και μεγαλύτερη μάζα μη παραγωγικής δραστηριότητας.)
Το πλασματικό χρήμα εκτοξεύτηκε στις μέρες μας σε εξωπραγματικά επίπεδα. Έτσι, το 2010, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΒΙS), ενώ το παγκόσμιο ΑΕΠ ανερχόταν σε 62 τρις δολάρια, η συνολική αξία των παντός είδους χρηματοπιστωτικών παραγώγων ανήλθε σε 1.020 τρις δολάρια, από τα οποία 437 τρις διακινήθηκαν στα οργανωμένα χρηματιστήρια και τα 583 τρις στις εκτός χρηματιστηρίου αγορές (over-the- counter derivatives) ((Γ. Τόλιος, Κρίση, «απεχθές» χρέος και αθέτηση πληρωμών, Το ελληνικό δίλημμα, Αθήνα, 2011, σ. 28, με παραπομπή στους M. Δούμπο, – K. Ζοπουνίδη, «Παράγωγα προϊόντα και κίνδυνος στις αγορές», Ναυτεμπορική, 22.3.2011.)) . Ενδεικτικό είναι ότι το διεθνές εμπόριο σε πραγματικά αγαθά αποτελεί κλάσμα μικρότερο του ενός εκατοστού του πάσης φύσης χρηματιστικού, «πλασματικού» κεφαλαίου ((Ibidem.)) .
Τούτο είχε ως συνέπεια η κρίση του 2007, σε αντίθεση με τις παραδοσιακές, προηγούμενες κυκλικές κρίσεις του καπιταλισμού, να πάρει κυρίως τη μορφή κρίσης υπερσυσσώρευσης πλασματικού κεφαλαίου. Σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση της, ιδίως στις ΗΠΑ, έπαιξε και η πολιτική των τραπεζών να ευνοήσουν την υπερκατανάλωση, με χορήγηση επισφαλών στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων ακόμη και στα φτωχότερα στρώματα, των οποίων το εισόδημα είχε συμπιεστεί τόσο λόγω των πολιτικών αντίστροφης αναδιανομής όσο και από τη μείωση των κοινωνικών μεταβιβάσεων του κράτους πρόνοιας.
Με τον τρόπο αυτό, η εργατική και η μεσαία τάξη, παρά τη στασιμότητα ή και τη σχετική μείωση των εισοδημάτων τους, παρασύρθηκαν σε δυσανάλογες για τις δυνατότητες τους υπερκαταναλωτικές συμπεριφορές. Ενισχύοντας τις τάσεις αυτές, οι κυβερνήσεις αντί να προχωρήσουν σε μέτρα κοινωνικής αναδιανομής, επέκτειναν (ειδικά στις ΗΠΑ) ακόμη περαιτέρω την απορρύθμιση του τραπεζικού τομέα, ώστε να διευκολύνουν τα –ενυπόθηκα, ιδίως- δάνεια ((Βλ. σχετικά C. M Reinhart, K S Rogoff, Is the 2007 U.S. sub-prime financial crisis so different? An international historical comparison, American Economic Review, 2008, vol 98: 334-339, οι ίδιοι, This time is different, Princeton University Press, Princeton, 2009, R. Shiller, The subprime solution, Princeton University Press, Princeton, 2008. Γενικότερα για το ρόλο της απορρύθμισης στην κρίση βλ. A. Supiot, A Legal Perspective on the Economic Crisis of 2008, International Labour Review, 2010.149.)) .
Στην εκδήλωση της κρίσης συνετέλεσαν ιδιαίτερα και οι θεσμικές ανισορροπίες καπιταλιστικής ανάπτυξης, αποταμίευσης και επένδυσης σε παγκόσμιο επίπεδο, που εκδηλώνονται, κυρίως με υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών των Η.Π.Α. και αντίστοιχα υψηλά πλεονάσματα της Κίνας. Με τον τρόπο αυτό οι Η.Π.Α. πέτυχαν μεγάλη ρευστότητα και χαμηλά πραγματικά επιτόκια, που όμως επέτειναν ακόμη περισσότερο τις ανισορροπίες του χρηματοοικονομικού τομέα, σε συνδυασμό με τη φούσκα των ακινήτων και το κυνήγι των υψηλών αποδόσεων με τη χρήση εξωτικών χρηματοοικονομκών εργαλείων ((Γ. Α. Χαρδούβελη, Η χρηματοοικονομική Κρίση και το Μέλλον της Παγκόσμιας Οικονομίας σε Ν. Κ. Μπαλτά (επιμ.), Οικονομικές Πολιτικές για την αντιμετώπιση της κρίσης, Μελέτες Οικονομικής Πολιτικής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2010, σ. 21, M. Obstfeld and K. Rogoff, Global Imbalances and the Financial Crisis : Products of Common Causes, Federal Reserve Bank of San Francisco Asia Economic Policy Conference, Santa Barbara, October 2, 2009.)) .
Η κρίση εκδηλώθηκε στις Η.Π.Α. το 2007 με ένα κύμα χρεοκοπιών στον κλάδο χορήγησης στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης (sub-prime loans). Στις αρχές του 2008, οι τιμές των μετοχών κατέρρευσαν, με αποτέλεσμα η κρίση στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα να κορυφωθεί τον Σεπτέμβριο και να επεκταθεί στην Ευρώπη. Ως αντίδραση στην κρίση, η αμερικανική κυβέρνηση αφενός διέθεσε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για να μην καταρρεύσουν οι τραπεζικοί πυλώνες του συστήματος ((Έτσι, η Bear Stearns διασώθηκε από τη JP Morgan χάρη στην παρέμβαση της Fed, η οποία παρείχε στην τελευταία πιστωτική διευκόλυνση ύψους $29 δις, η AIG διασώθηκε από τη Fed μέσω παροχής διετούς δανείου ύψους $85 δισ,, με αντάλλαγμα τον έλεγχο του μετοχικού κεφαλαίου της σε ποσοστό 79,9%, κ.λ.π. Συνολικά το σχέδιο διάσωσης TARP (Troubled Asset Relief Program), για τη στήριξη των εμπορικών τραπεζών, ανήλθε σε ύψος $700 δις ή 5% του αμερικανικού ΑΕΠ.)) και αφετέρου ίδρυσε νέα ειδικά ταμεία για την ενίσχυση της παραπαίουσας βιομηχανίας, ειδικά στον τομέα των αυτοκινήτων ((Asset-Backed Commercial Paper Money Market Mutual Fund Liquidity Facility –AMLF-, Term Asset Backed Securities Loan Facility –TALF- κ.λ.π.)) .
Σε διεθνές επίπεδο αρχικά δεν χρησιμοποιήθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης οι υφιστάμενες θεσμικές δομές (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα) αλλά η εν πολλοίς άτυπη ομάδα χωρών των G-20, δηλαδή η ομάδα των 19 σημαντικότερων οικονομιών συν την Ε.Ε.. Στις τρεις αρχικές συνεδριάσεις σε επίπεδο αρχηγών κρατών των G-20 (στην Ουάσιγκτον το Νοέμβριο του 2008, στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 2009 και στο Πίτσμπουργκ 9 το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς) πάρθηκαν μια σειρά από αποφάσεις διαχειριστικής φύσης για τον έλεγχο της κρίσης. Αποφασίστηκε, ειδικότερα, ότι για να αποφευχθεί ένα καταστροφικό ντόμινο πτωχεύσεων καμία σημαντική τράπεζα δεν έπρεπε να αφεθεί να καταρρεύσει, και για το σκοπό αυτό έπρεπε ο τραπεζικός τομέας να ενισχυθεί με κρατική χρηματοδότηση.
Συμφωνήθηκαν επίσης μέτρα για το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών προς την κατεύθυνση ελεγχόμενης δημοσιονομικής επέκτασης, την ενίσχυση του ΔΝΤ ως κύριου μέσου χρηματοδότησης των οικονομιών σε κρίση (με τη χορήγηση επιπλέον πόρων ύψους $750 δισ. και με χαλάρωση των κριτηρίων χρηματοδότησης). Λήφθηκαν επίσης αποφάσεις θεσμικού τύπου για την αναστροφή της τάσης απορύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως η ενίσχυση των υφιστάμενων θεσμών και η δημιουργία του Financial Stability Board, που εν πολλοίς έμειναν χωρίς συνέχεια.
Βασική διαφορά των μέτρων αυτών, σε σχέση με τις κεϋνσιανές πολιτικές αντίδρασης στο μεγάλο κραχ του 1929, ήταν ότι δεν είχαν ανάλογο θεσμικό χαρακτήρα σταθερής παρέμβασης στις αγοραίες διαδικασίες. Δεν συνεπάγονταν, δηλαδή, μόνιμες παρεμβάσεις του κράτους στην οικονομία, ούτε καν πλήρη αποκατάσταση του ρυθμιστικού του ρόλου. Περιορίστηκαν, αντιθέτως, σε ενέσεις ρευστότητας στον τραπεζικό, ιδίως, τομέα, ούτως ώστε τα λεγόμενα «τοξικά παράγωγα» του τελευταίου να αγοραστούν με δημόσιο χρήμα και να μην πτωχεύσουν οι τράπεζες που τα δημιούργησαν. (Εννοείται ότι η λύση αυτή βρίσκεται σε προφανή αντίθεση με την ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού: αντί να αφεθούν οι τράπεζες να χρεοκοπήσουν, όπως θα επέβαλε η ανεμπόδιστη λειτουργία της αγοράς, διασώζονται μέσω της κρατικής παρέμβασης. Με τον τρόπο αυτό τα κέρδη παραμένουν πάντα ιδιωτικά, αλλά οι ζημίες κρατικοποιούνται…).
Συνεπώς, αυτές οι πρωτοφανούς ύψους δημοσιονομικές ενέσεις μετέφεραν δημόσιο χρήμα στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να ενισχύσουν το ρυθμιστικό ή παρεμβατικό ρόλο του κράτους στην οικονομία. (Για αυτό το λόγο γίνεται, εύστοχα, λόγος για «κράτος-πυροσβέστη» ((Βλ. σχετικά D. Custos, L’Etat pompier à la fin de la présidence de George W. Bush ou les subtilités de la nationalisation à l’américaine, Droit Administratif. 2009. 21)) ). Με άλλα λόγια, δεν μεταβλήθηκε ουσιωδώς ο νεοφιλεύθερος προσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής, πράγμα αναμενόμενο, από τη στιγμή που ο νεοφιλελευθερισμός δεν ητήθηκε πολιτικά σε καμιά από τις κεντρικές καπιταλιστικές χώρες. Εξακολουθεί διεθνώς να επικρατεί το δόγμα της εγγενούς αποτελεσματικότητας της αγοράς και της ανάγκης προώθησης των «διαρθρωτικών αλλαγών» απορρύθμισης, μολονότι οι τελευταίες –σε συνδυασμό με τις αντικειμενικές τάσεις της παγκοσμιοποίησης- οδήγησαν στην κρίση.
Τα υπό κρίση μέτρα, λοιπόν, όχι μόνον δεν αντιμετώπισαν τις δομικές αιτίες της κρίσης, αλλά τελικά αποσταθεροποίησαν ακόμη περισσότερο τα δημόσια οικονομικά, εφόσον η κρατική χρηματοδότηση των ιδιωτικών ζημιών τραπεζών και πολυεθνικών διόγκωσε τόσο το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού όσο και το δημόσιο χρέος. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ως αποτέλεσμα των πολιτικών αυτών διάσωσης, το δημοσιονομικό έλλειμμα των κρατών μελών του αυξήθηκε κατά μέσο όρο από 1,5% του ΑΕΠ το 2007 σε 9% το 2010, ενώ το ακαθάριστο δημόσιο χρέος προσέγγισε το 100% το 2010 από 75% του ΑΕΠ το 2007 ((Βλ. σχετικά Χ. Σαββίδη, Α. Φιλιππόπουλο, Οικονομική Πολιτική στη Σημερινή Κρίση, σε σε Ν. Κ. Μπαλτά (επιμ.), Οικονομικές Πολιτικές για την αντιμετώπιση της κρίσης, Μελέτες Οικονομικής Πολιτικής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2010, σ. 79.)) .
Έτσι τα ιδιωτικά -τραπεζικά, κυρίως- χρέη, μετατράπηκαν σε δημόσια και η πιστωτική κρίση σε δημοσιονομική. Η τελευταία, με τη σειρά της, μειώνοντας την δυνατότητα του κράτους να τονώσει την οικονομία, λόγω έλλειψης πόρων, οδηγεί, μοιραία, είτε σε ύφεση είτε σε αναιμική ανάπτυξη. Μέχρις εδώ η κατάσταση σε Ευρώπη και Αμερική δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές. Η μεταγενέστερη αντίδραση, όμως, ΕΕ και ΗΠΑ, όπως είχε συμβεί και με το κραχ του 1929, ήταν διαφορετική. Η κυβέρνηση Ομπάμα ακολούθησε επεκτατικές πολιτικές στήριξης της ζήτησης ύψους άνω των 750 δις δολλαρίων, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό την πίεση της Γερμανίας, επέλεξε αντίθετα περιοριστικές νομισματικές επιλογές λιτότητας.
Το 2008 μάλιστα, η πρώτη αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν ότι η κρίση αφορούσε μόνον το αγγλοσαξονικό μοντέλο καπιταλισμού και ότι, αντιθέτως, αποτελούσε ευκαιρία για την Ευρώπη. Η δημοσιονομική επιβάρυνση, όμως, των κρατών μελών από τη μεταφορά δημόσιου χρήματος στον ιδιωτικό τομέα, ιδίως στο τραπεζικό σύστημα, γρήγορα ανέδειξε τις εσωτερικές αντιφάσεις και τις δομικές αδυναμίες του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης, τις οποίες κάλυπτε μέχρι τότε ο εύκολος και φτηνός δανεισμός.
Δύο είναι οι κυριότερες εγγενείς δομικές αδυναμίες: η μία ανάγεται στο προπατορικό αμάρτημα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, την ασυμμετρία, δηλαδή, του κοινωνικού και του οικονομικού στοιχείου, ήδη από την αρχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το κοινωνικό αυτό έλλειμμα, που επιτάθηκε μετά την συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, φέρνει σε τροχιά σύγκρουσης τις ενωσιακές πολιτικές με το θεσμικό κοινωνικό κεκτημένο των ευρωπαϊκών κοινωνικών κρατών.
Η σημαντικότερη, όμως δομική αδυναμία, σε ό,τι αφορά την κρίση χρέους, υπήρξε η καθιέρωση νομισματικής ένωσης χωρίς μηχανισμούς οικονομικής ενοποίησης, που να επιτρέπουν αποτελεσματική αναδιανομή των πλεονασμάτων και άλλα διαρθρωτικά μέσα παρεμβατικής πολιτικής. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι κάθε φορά που συνδέονται με κοινό νόμισμα (ή με σταθερή νομισματική ισοτιμία) οικονομίες διαφορετικής δυναμικότητας, πάντα υπάρχει μεταφορά πλούτου από την λιγότερο στην περισσότερο ανταγωνιστική οικονομία. Αυτό συνέβη με τη σύνδεση του αργεντινού και μεξικανικού πέσο με το δολάριο, ή του ιρλανδικού νομίσματος με τη βρετανική στερλίνα.
Το ίδιο συμβαίνει, αναπόφευκτα, μεταξύ των χωρών του Νότου και του Βορρά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με άλλα λόγια τα ελλείμματα των περιφερειακών χωρών αποτελούν την άλλη πλευρά των πλεονασμάτων που συσσωρεύουν οι χώρες του κέντρου (και ιδίως της Γερμανίας). Δεν είναι διαφορετική η εικόνα στα ομοσπονδιακά κράτη. Για παράδειγμα, και στις Η.Π.Α. νομοτελειακά γίνεται μεταφορά πλούτου από μια φτωχή πολιτεία, ας πούμε του Γουισκόνσιν, σε μία πλουσιότερη, π.χ. στη Νέα Υόρκη. Εκεί όμως επεμβαίνει στο τέλος του οικονομικού έτους το ομοσπονδιακό κράτος και μεταφέρει ένα μέρος των πλεονασμάτων στις «αδικημένες» πολιτείες, μέσω των ομοσπονδιακών μηχανισμών και των κοινωνικών μεταβιβάσεων.
Όσο η Γερμανία απορρίπτει οποιαδήποτε μορφή παρόμοιας «fiscal federation», δεν υπάρχει ελπίδα για τις χώρες του νότου. (Τα υφιστάμενα διαρθρωτικά ταμεία μακράν δεν έχουν τους απαραίτητους πόρους για κάτι τέτοιο ((Το Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής, που ιδρύθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, διαχειρίζονται ελάχιστους πόρους, σε σχέση με το μέγεθος της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ως μέτρο σύγκρισης, η Γερμανία διέθεσε για την κοινωνική ενσωμάτωση των κρατιδίων της ανατολικ΄λης Γερμανίας(πρώην ΛΔΓ) επτά φορές περισσότερα κεφάλαια από όσα έχουν στην διάθεση τους τα διαρθρωτικά ταμεία.( Σύμφωνα με στοιχεία του S. Leibfried, Welfare State Europe?, Paper for the Anglo-German Social Policy Conference, Nottigngham, 11-13 April 1991, πρβλ. Ph. Lowee The reform of the Community Structural Funds, Common Market Law Review 25, 1988.503.)) ). Από τις προτεινόμενες εναλλακτικές λύσεις, ούτε η καθιέρωση ευρωομολόγων ούτε το υπό έγκριση νέο Δημοσιονομικό Σύμφωνο (Fiscal Pact) αποτελούν προτάσεις εξόδου από την κρίση. Τα μεν πρώτα, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που θα γίνονταν αποδεκτά από την Γερμανία, απλώς θα έδιναν την δυνατότητα δανεισμού με περίπου ίδιο επιτόκιο σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Μα, αυτή ακριβώς η δυνατότητα φθηνού και άφθονου δανεισμού απετέλεσε μία από τις αιτίες διόγκωσης του χρέους της περιφέρειας. Συνεπώς, μόνο προσωρινή ανακούφιση θα μπορούσε να προσφέρει, για όσο διάστημα παραμένει η διαφορά δυναμικότητας και ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Η επικύρωση και εφαρμογή του Δημοσιονομικού Συμφώνου αποτελεί ακόμη χειρότερη προοπτική, διότι ενισχύει στο έπακρο τα νεοφιλελεύθερα, μονεταριστικά χαρακτηριστικά της ΟΝΕ, κάνει στην πραγματικότητα το «ζουρλομανδύα» του Ευρώ (κατά την έκφραση του Φινλανδού υπουργού Εξωτερικών) ακόμη πιο ασφυκτικό. Εδώ έγκειται η μεγαλύτερη αντίφαση για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ενώ η νομισματική ένωση δεν έχει μέλλον χωρίς το μετασχηματισμό της σε οικονομική, η μοναδική πρόταση στο τραπέζι προς την κατεύθυνση αυτή, εάν εφαρμοστεί, θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την κρίση, ενισχύοντας στο έπακρο τα αδιέξοδα των σημερινών νεοφιλελεύθερων επιλογών.
Η συζήτηση για όλα αυτά παραμένει στην Ελλάδα ελλειμματική. Σοβαρά ζητήματα, όπως η παραμονή μας στην Ευρωζώνη, δεν συζητιούνται συνήθως με επιχειρήματα, αλλά με συνθήματα ή εκκλήσεις στο θυμικό, ιδίως στο φόβο. Δείγμα της ελαφρότητας του σχετικού διαλόγου είναι η συχνή επίκληση, τελευταία, του «επιχειρήματος» ότι το Ευρώ είναι «φετίχ» ((Έτσι, για παράδειγμα, ο εκπρόσωπος τύπου της ΔΗΜΑΡ: «Για τη ΔΗΜΑΡ αλλά και για τη συγκεκριμένη κυβέρνηση η παραμονή στη ζώνη του ευρώ είναι στρατηγική επιλογή, είναι στρατηγικός στόχος και βεβαίως να σας πω, είναι και φετίχ.» Συνέντευξη στο ραδιοσταθμό Flash 96, 24/7/2012, όπως παρατίθεται στον ιστότοπο του σταθμού.)) ! Το Ευρώ όμως, όπως κάθε νόμισμα, δεν είναι φετίχ ούτε έχει αυταξία. Είναι –ή δεν είναι- εργαλείο για την ευημερία. Αυτή είναι η θεμελιακή διαφορά του από άλλα αυτόφωτα πολιτικά μεγέθη, όπως, για παράδειγμα, η δημοκρατία ή η ελευθερία, τα οποία τα επιδιώκουμε ως αυτοσκοπό, ανεξαρτήτως από τις συνέπειες της εφαρμογής τους. Για αυτό το λόγο το «Ευρώ ή Θάνατος» αποτελεί παραλογισμό, ενώ το «Ελευθερία ή Θάνατος» όχι.