Ομιλία στη Βουλή στη συνεδρίαση για τη συζήτηση και λήψη απόφασης επί των προτάσεων για αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος, 12/2/2019

0

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ

ΙΖ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΣΥΝΟΔΟΣ Δ΄

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ OΔ΄

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Αθήνα, σήμερα στις 12 Φεβρουαρίου 2019, ημέρα Τρίτη και ώρα 10.13΄, συνήλθε στην Αίθουσα των συνεδριάσεων του Βουλευτηρίου η Βουλή σε ολομέλεια για να συνεδριάσει υπό την προεδρία του Προέδρου αυτής κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΟΥΤΣΗ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Νικόλαος Βούτσης): Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αρχίζει η συνεδρίαση.

Εισερχόμαστε στην

ΕΙΔΙΚΗ ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

Αποφάσεις Βουλής: συζήτηση και λήψη απόφασης επί των προτάσεων για αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος, σύμφωνα με τα άρθρα 110 του Συντάγματος και 119 του Κανονισμού της Βουλής.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών): Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κάθε συνταγματική Αναθεώρηση έχει ιστορικό χαρακτήρα. Εξ ορισμού η συνταγματογένεση και στο πλαίσιο της συντακτικής και της αναθεωρητικής λειτουργίας προσδιορίζει τη φύση και τη λειτουργία του πολιτεύματος, αλλά και του ζωντανού Συντάγματος, του τρόπου με τον οποίο εφαρμόζεται το Σύνταγμα στην πράξη.

Η συγκεκριμένη Αναθεώρηση έχει μία πρόσθετη ιστορική διάσταση, γιατί συμπίπτει -και σηματοδοτεί- την επιστροφή της χώρας στην ευρωπαϊκή κανονικότητα. Ως επιστροφή στην κανονικότητα ορίζω κατ’ αρχάς την πλήρη ανάκτηση της δημοκρατικής κυριαρχίας της χώρας μας, μετά από μία κρίσιμη περίοδο που δεν δοκίμασε τον λαό και τη χώρα μόνο οικονομικά αλλά και θεσμικά. Και επίσης χαρακτηρίζεται αυτή η επιστροφή από μία αλλαγή της διεθνούς εικόνας της χώρας μας από κράτος οφειλέτη σε κράτος πρωταγωνιστή των εξελίξεων, με ηγετικό ρόλο στην περιοχή του, όχι επεκτατικά, αλλά αντιθέτως ως δύναμη ειρήνης και σταθεροποίησης, όπως φάνηκε ξεκάθαρα με τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Βέβαια, επιστροφή στην κανονικότητα δεν σημαίνει επιστροφή στο παρελθόν. Ένα από τα ζητούμενα της συνταγματικής Αναθεώρησης είναι ακριβώς η τομή με το παρελθόν, εκείνο που συνιστούσε σε ό,τι αφορά τη χώρα μας ένα καθεστώς παθογένειας. Και εκεί αναφέρομαι στην διαπλοκή των συμφερόντων στην κορυφή της πολιτικής εξουσίας, σε φαινόμενα πελατειασμού, που δεν ήταν τυχαία αλλά σύμφυτα με το πολιτικό σύστημα.

Διεξάγεται δε και σε μία περίοδο που η ίδια η Ευρώπη δοκιμάζεται. Και το τι θα είναι κανονικότητα μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές του Μαΐου είναι το μέγα ζητούμενο. Βρισκόμαστε πραγματικά μπροστά σε διλημματικές εκλογές, όπου συγκρούονται μετωπικά δύο απόψεις για το μέλλον όχι μόνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και των κρατών-μελών. Από τη μία είναι αυτός ο ιδιόμορφος «γάμος» εθνικισμού και φιλελευθερισμού. Και από την άλλη, είναι η δική μας η προοδευτική άποψη, που θέλει την κοινωνική Ευρώπη με ανοιχτές κοινωνίες, μια Ευρώπη των δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Η διαδικασία της συνταγματικής Αναθεώρησης, όπως διεξάχθηκε στην επιτροπή, νομίζω ότι γενικά ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις της συγκυρίας και δεν είχε ούτε παρακμιακά ούτε πραξικοπηματικά χαρακτηριστικά, παρά την υπερβολική και αβάσιμη κριτική που ακούστηκε από πλευρές της Αίθουσας. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στον Πρόεδρο κ. Παρασκευόπουλο και στην ποιότητά του, καθώς και στην εμπειρία του κυρίου Τραγάκη και του κ. Παπαθεοδώρου, των συμπροέδρων.

Θέλω, όμως, να δώσω ρητά εύσημα στον γενικό εισηγητή της Μείζονος Αντιπολίτευσης κ. Τασούλα, διότι με τη δική του ηπιότητα και εμβρίθεια μπόρεσε να κρατήσει το επίπεδο της συζήτησης στα απαιτούμενα από τον Κανονισμό και το Σύνταγμα, έχοντας να αντιμετωπίσει και ακραίες φωνές στο κόμμα του, που ήθελαν να μεταβληθεί η συζήτηση σε ένα είδος θεσμικού εκβιασμού, απειλώντας μάλιστα -υπήρχε ρητή ομιλία στην επιτροπή- με αποχώρηση της Νέας Δημοκρατίας, εάν δεν συμφωνούσαμε να αναθεωρηθεί το άρθρο 16, για το οποίο -όπως ξέρετε- έχουμε σαφή διαφωνία.

Αντίστοιχη ήταν και η συμβολή άλλων μελών της επιτροπής, όπως του κ. Τζαβάρα, του κ. Βενιζέλου και του κ. Λοβέρδου, ως και εξ ειδικότητας, του κ. Μαυρωτά και του κ. Γκιόκα.

Θέλω να πιστεύω ότι αυτό το επίπεδο θεσμικής ωριμότητας που δείξαμε στην επιτροπή θα αποτυπωθεί και στις συζητήσεις της Ολομέλειας, ούτως ώστε να έχουμε εκείνες τις συναινέσεις που μπορούν να προκύψουν απ’ αυτήν και να αναδειχθούν οι πραγματικές ιδεολογικές και πολιτικές μας διαφορές, όπως πρέπει να γίνεται σε μία δημοκρατία.

Και πράγματι αναδείχθηκαν συναινέσεις. Υπήρξαν περιπτώσεις -όπως ξέρετε- και μάλιστα κρίσιμες, που η Νέα Δημοκρατία υπερψήφισε τις προτάσεις μας. Θεωρούσαμε κρίσιμο για την τιμή του πολιτικού κόσμου να έχουμε ευρύτατες πλειοψηφίες στον τρόπο με τον οποίο θα αναθεωρηθεί το άρθρο 86 και δευτερευόντως το άρθρο 62. Γιατί μία από τις κρίσιμες παθογένειες του πολιτικού συστήματος -στις οποίες αναφέρθηκα-, σύμφυτη με τη διαπλοκή συμφερόντων στην κορυφή της εξουσίας, ήταν ακριβώς και το απαράδεκτο καθεστώς προστασίας του πολιτικού κόσμου, αυτή η παραβίαση της αρχής της ισονομίας που αφορούσε την ποινική του μεταχείριση.

Και υπήρξαν, επίσης, και συγκλίσεις όπου και εμείς ψηφίσαμε προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας, όπως για παράδειγμα για τη διεύρυνση των δυνατοτήτων και των θεσμικών δικαιωμάτων της Αντιπολίτευσης να θεσπίζει εξεταστικές επιτροπές, εκεί που πράγματι μπορούσαμε να έχουμε συγκλίσεις.

Γιατί, κακά τα ψέματα, κυρίες και κύριοι, πού μπορεί να έχουμε οι συγκλίσεις; Είτε σε θέματα τεχνικής φύσης, συνταγματικής μηχανικής, είτε σε εκείνα τα θέματα που οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί έχουν βρει ένα τελικό σημείο ισορροπίας, έχει γίνει δηλαδή υπερώριμο το θέμα για την αντιμετώπισή του.  Σε αυτή την κατηγορία είναι κατά τη γνώμη μου κατ’ εξοχήν τα θέματα τιμής του πολιτικού κόσμου, αλλά νομίζω -και θα αναφερθώ στη συνέχεια και σε αυτό- και το μεγάλο ζήτημα διακριτότητας ρόλων Κράτους και Εκκλησίας.

Αναδείχθηκαν, όμως, και οι υπαρκτές πολιτικές μας διαφορές. Είναι ευνόητο ότι δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με τη συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού που συνεπάγεται η συμπερίληψη στο Σύνταγμα του χρυσού κανόνα για τα ελλείμματα. Αυτό στην πραγματικότητα καθιστά αδύνατη την κεϋνσιανή κοινωνική πολιτική σε περιόδους κρίσης. Και επίσης, είναι λογικό εσείς, με βάση τις απόψεις που έχετε, να ήσασταν αντίθετοι στις προτάσεις μας για την άμεση δημοκρατία και για τα κοινωνικά δικαιώματα.

Πραγματικά όμως με εξέπληξε το γεγονός ότι σε θέματα που πράγματι υπάρχει γενική συναίνεση στον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, εσείς σταθήκατε απέναντι. Δεν υπερψηφίσατε, για παράδειγμα, την πρόταση για απαγόρευση διακρίσεων λόγω φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού. Αυτός σας κατατάσσει σε μία περίεργη θέση στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης εν όψει του νέου δίπολου που διαμορφώνεται.

Στα άλλα θέματα αποτυπώθηκαν οι πολιτικές διαφορές, μάλιστα με έναν τρόπο που τις είχε προαναγγείλει κατά κάποιο τρόπο ο Αρχηγός σας. Σας αναφέρω δηλώσεις του, που σχετίζονται με τα νομικοπολιτικά διλήμματα που αντιμετωπίζουμε.

Στις 29 Μαρτίου 2016 μιλώντας στη Βουλή ο Πρόεδρός σας μίλησε για «αδαή πλειοψηφία». Όπως πράγματι θεωρεί τον λαό αδαή και ανίκανο να καταλήγει σε θεσμικές αποφάσεις, είναι προφανές ότι αντιλαμβάνεται τα θεσμικά αντίβαρα μόνο σε επίπεδο ελίτ και όχι στη δυνατότητα της άμεσης δημοκρατίας, της «vita activa», για την οποία έγραφε η Hannah Arendt.

Στις 2 Δεκεμβρίου 2017 ο Πρόεδρός σας είπε ότι ο διαχωρισμός πλούσιοι και φτωχοί είναι τεχνητός. Και στις 16 Σεπτεμβρίου 2017 ότι «δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση».

Είναι προφανές ότι αυτή η ιδεολογία που εκφράζει ο Αρχηγός σας ανταποκρίνεται σε πραγματικά, υπαρκτά οικονομικά συμφέροντα. Γιατί, ξέρετε, το Σύνταγμα ναι μεν ορίζει το πλαίσιο διεξαγωγής των κοινωνικών και των πολιτικών ανταγωνισμών, όμως δεν τους καταργεί. Το ακριβώς αντίθετο, από αυτούς διαμορφώνεται, από τον συσχετισμό δυνάμεων που έχει αποτυπωθεί στην κοινωνία και ταυτόχρονα τους επαναδιαμορφώνει.

Γι’ αυτό έγραφε ο Αριστόβουλος Μάνεσης ότι «οι ταξικοί και γενικά οι κοινωνικοπολιτικοί ανταγωνισμοί συνεχίζονται στο πλαίσιο του Συντάγματος, που αποβαίνει έτσι ένα σημαντικό πεδίο διεξαγωγής »ους”.

Και τι σημαίνει αυτό για το Σύνταγμα; Ναι μεν σε τελική ανάλυση αποτυπώνει τη βούληση των κυρίαρχων -ο Μάνεσης παρέπεμπε στον Θρασύμαχο, «ἐν ἁπάσαις ταῖς πόλεσιν ταὐτὸν εἶναι δίκαιον, τὸ τῆς καθεστηκυίας ἀρχῆς συμφέρον»- είναι όμως και οι αγώνες των εξουσιαζόμενων που έχουν το αποτύπωμά τους στο Σύνταγμα. Γι’ αυτόν τον λόγο το Σύνταγμα δεν είναι ουδέτερο κείμενο. Το Σύνταγμα είναι ένα παλίμψηστο στο οποίο αποτυπώνονται οι κοινωνικοί αγώνες με συγκεκριμένο κοινωνικό πρόσημα.

Εμείς, λοιπόν, θέλουμε αυτή η αναθεώρηση να έχει στίγμα, να έχει προοδευτικό πολιτικό πρόσημο. Και τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι θα πρέπει να πάρει θέση αφενός στα κρίσιμα πολιτικά διακυβεύματα, στις διλημματικές καταστάσεις ενώπιον των οποίων βρίσκεται η Ευρώπη και να απαντήσει ενισχύοντας τη δημοκρατία, αποκρούοντας ταυτόχρονα τον εθνικισμό και τον νεοφιλελευθερισμό.

Και πρέπει, επίσης, να επέμβει διορθωτικά στα θεσμικά τραύματα που έφερε στο σώμα του Συντάγματος και της έννομης τάξης η περίοδος των μνημονίων. Γιατί ναι μεν είναι αλήθεια ότι το Σύνταγμα δεν έφερε την κρίση, ήταν όμως από τα πρώτα θύματά της. Και πράγματι υπήρξε ένα παρασύνταγμα κατά τη διάρκεια κατά την οποία η χώρα μας είχε μειωμένη τη δημοκρατική της κυριαρχία, όπου μας επιβλήθηκαν κανόνες οι οποίοι ήταν αντίθετοι και σε ουσιαστικές διατάξεις του Συντάγματος, κυρίως στα κοινωνικά δικαιώματα, αλλά και σε πλευρές έκφρασης της δημοκρατικής λαϊκής μας κυριαρχίας.

Άρα η πρώτη κατεύθυνση του Συντάγματος, όπου θέλουμε να επέμβουμε και να την ενισχύσουμε, είναι ο δημοκρατικός χαρακτήρας. Και αυτό σημαίνει πλήρης ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας σε επίπεδο Βουλής, αλλά και ενίσχυση του πολίτη μέσω θεσμών άμεσης δημοκρατίας, συμπληρωματικούς και όχι ανταγωνιστικούς προς την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που να του δίνουν τη δυνατότητα πρώτα-πρώτα να είναι κυρίαρχος όχι μόνο μια φορά στα τέσσερα χρόνια, αλλά κάθε φορά που χρειάζεται η ενεργή παρέμβασή του. Και, δεύτερον, να αποτελεί αποτελεσματικότερο αντίβαρο σε προσπάθειες που γίνονται να ανατραπεί η δημοκρατική ισορροπία του πολιτεύματος.

Η δεύτερη διάσταση που θέλουμε να ενισχύσουμε είναι αυτή που αφορά τα δικαιώματα, ο φιλελεύθερος και κοινωνικός χαρακτήρας του Συντάγματός μας. Διότι το Σύνταγμά μας δεν είναι μόνο κράτος δικαίου, αλλά είναι και κοινωνικό κράτος και συμπληρώνεται η δημοκρατική αρχή αρμονικά με τις δύο αυτές θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος.

Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι θα πρέπει να ενισχύσουμε τα ατομικά δικαιώματα. Η απαγόρευση διακρίσεων λόγω φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού είναι κλασικό παράδειγμα της ανάγκης να ενισχύσουμε την προστασία όχι μόνο απέναντι σε ευάλωτες ομάδες, αλλά απέναντι και σε κρίσιμα ταυτοτικά ζητήματα για την κοινωνία μας. Κατ’ εξοχήν, όμως, για την ενίσχυση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Ενισχύουμε, λοιπόν, με τις προτάσεις μας τον κανονιστικό χαρακτήρα, την κανονιστική πυκνότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων, την δυνατότητά τους να είναι αγώγιμα, με σεβασμό προφανώς και στη διάκριση των εξουσιών και στην ανάγκη οι οικονομικές δυνατότητες του κράτους να λαμβάνονται υπ’ όψιν, χωρίς όμως να παραβιάζεται ο πυρήνας των κοινωνικών δικαιωμάτων, που τι είναι; Η δυνατότητά τους να αποκαθιστούν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για όλους τους ανθρώπους.

Γι’ αυτόν τον λόγο προτείνουμε και συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους θα γίνεται η εγγύηση αυτής της προστασίας, μέσω καθολικών υπηρεσιών στις οποίες θα έχουν ισότιμη πρόσβαση όλοι οι πολίτες. Είναι ο σύγχρονος τρόπος, ο ευρωπαϊκός τρόπος, για τη λειτουργία του κράτους πρόνοιας.

Υπάρχουν ορισμένες εμβληματικές προτάσεις μας, ανάμεσα σε αυτές που σας ανέφερα. Η καθιέρωση της απλής αναλογικής είναι μία από αυτές, ακριβώς γιατί ενισχύει τη λαϊκή κυριαρχία επιτρέποντας την πιστότερη δυνατή αντανάκλαση της βούλησης του λαού στη σύνθεση της Βουλής. Και ακριβώς επειδή μας ενδιαφέρει η λαϊκή κυριαρχία να ασκείται αποτελεσματικά, συμπληρώνουμε τις προτάσεις αυτές με άλλες προτάσεις που αφορούν, για παράδειγμα, την εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας, τη δυνατότητα να μπορεί η Βουλή να αναδεικνύει σταθερές κυβερνήσεις. Και επειδή θέλουμε να ενισχύσουμε και τον δημοκρατικό χαρακτήρα άσκησης της πολιτικής. Γιατί μια από τις διαστάσεις του νεοφιλελευθερισμού είναι η προσπάθειά του να απομονώσει από τον πολιτικό δημοκρατικό διάλογο μεγάλες σφαίρες των πολιτικών αποφάσεων. Εμείς είμαστε αντίθετοι σε αυτήν την τάση. Δεν θέλουμε τεχνοκρατία, αλλά δημοκρατία. Οι τεχνοκράτες πρέπει να υπηρετούν τη δημοκρατία, να είναι σύμβουλοί της. Δεν μπορεί, όμως, να την υποκαθιστούν.

Και μάλιστα, κακά τα ψέματα, υπό το πρόσχημα της τεχνοκρατίας στην πραγματικότητα αυτό που κρύβεται είναι η υπηρεσία των συμφερόντων των λίγων. Ο Τσόμσκι λέει κάπου: «Ο τεχνοκράτης είναι αυτός που μιλάει δυνατά εκφράζοντας τα συμφέροντα των ισχυρών».

Γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε προτάσεις που αφορούν την ιδιότητα του Πρωθυπουργού, που πρέπει να είναι Βουλευτής, και προτάσεις που αφορούν την ενίσχυση του κύρους των Βουλευτών και την προστασία τους από τον επαγγελματισμό του λειτουργήματός τους, σχετικές με τον αριθμό των θητειών που μπορεί να έχουν.

Φυσικά σε αυτό το πλαίσιο κινούνται και οι προτάσεις μας για την αποκατάσταση της τιμής του πολιτικού κόσμου, που αποτελεί μια χαίνουσα πληγή στην αξιοπιστία του πολιτικού μας συστήματος.

Κρίσιμο είναι και το θέμα –το άφησα τελευταίο όχι ως λιγότερο σημαντικό- των διακριτών ρόλων Κράτους και Εκκλησίας. Στη συζήτηση στην επιτροπή αναφέρθηκα στις τοποθετήσεις του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων της Νέας Δημοκρατίας ήδη κατά τη συζήτηση του 1975, όταν το έθετε ως επίκαιρο θέμα.

Νομίζω ότι τώρα έχουμε φτάσει σε εκείνο το επίπεδο θεσμικής ωριμότητας ώστε με πλήρη σεβασμό στην Εκκλησία της Ελλάδος να προχωρήσουμε και σε αυτό που το Ευαγγέλιο επιτάσσει, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, τα του Θεού τω Θεώ, αλλά και να αποτυπώσουμε στην ελληνική θεσμική πραγματικότητα τον ευρωπαϊκό πολιτικό μέσο όρο.

Θέλω στα δύο λεπτά που μου μένουν να αναφερθώ και σε ένα ζήτημα που απασχόλησε την επιτροπή μας -δεν είναι διαδικαστικής φύσης- και αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο θα διεξαχθεί η συζήτηση, δηλαδή για τι θα συζητάμε, και προφανώς, συνδέεται και με τον τρόπο που θα αποφασίσουμε.

Η πρώτη αναθεωρητική Βουλή –και τονίζω το «πρώτη αναθεωρητική», γιατί ορθά ο Ευάγγελος Βενιζέλος λέει ότι υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1975 είναι και οι δύο Βουλές αναθεωρητικές, και η προτείνουσα και αποφασίζουσα, λόγω της αλλαγής των πλειοψηφιών που για πρώτη φορά επέφερε το άρθρο 110, της εναλλαγής μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης- έχει ως αρμοδιότητα να προσδιορίσει την ανάγκη αναθεώρησης συγκεκριμένων διατάξεων. Εξ ορισμού, ανάγκη σημαίνει πρώτον, αιτιολογία γιατί πρέπει να αλλάξει μια ρύθμιση και δεύτερον, προς ποια κατεύθυνση πρέπει να αλλάξει.

Εδώ πάλι ο Αρχηγός σας, όχι οι εκπρόσωποί σας, κύριοι της Νέας Δημοκρατίας, κατά τη συζήτηση τον Φεβρουάριο είχε πει το εξής άτοπο: Μολονότι το Σύνταγμα θέλει να υπάρχουν συναινέσεις, και μάλιστα διαρκείς συναινέσεις και στην πρώτη και στη δεύτερη Βουλή, είχε προτείνει τα δύο μεγαλύτερα κόμματα να αθροίσουμε τις προτάσεις που θέλουμε να αναθεωρήσουμε, χωρίς καμιά μνεία προς ποια κατεύθυνση θέλουμε να τις αλλάξουμε και να ψηφίσουμε όλοι μαζί -λες και είναι της ίδιας ποιότητας οι προτάσεις αυτές- και η επόμενη Βουλή θα τα βρει.

Αυτό είναι απολύτως ανεύθυνο, συνταγματικά ανόητο, χωρίς νόημα δηλαδή, και θα καθιστούσε την Αναθεώρηση πολιτικό παίγνιο, στοίχημα. Δεν είναι αυτό που θέλει ο συντακτικός νομοθέτης. Ο συντακτικός νομοθέτης –επαναλαμβάνω- δύο πράγματα κυρίως διασφαλίζει με τη διαδικασία που προβλέπει: αυξημένες πλειοψηφίες και δύο Βουλές, ούτως ώστε να υπάρχουν συναινέσεις ευρύτερες, αυτές που αποτυπώνονται στο πλαίσιο μιας απλής κοινοβουλευτικής Πλειοψηφίας των εκατόν πενήντα ενός, διάρκεια στον χρόνο και παρεμβολή του εκλογικού σώματος, ώστε να μπορεί να δώσει, στον βαθμό που, βέβαια, κάποιος ψηφίζει με κριτήριο την Αναθεώρηση, γιατί -κακά τα ψέματα- στις εκλογές θα ψηφίσουν οι εκλογείς με πολλαπλά κριτήρια το τελικό αποτέλεσμα στην επόμενη Βουλή.

Επομένως, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να είναι απολύτως χωρίς κατεύθυνση η απόφαση της πρώτης προτείνουσας αναθεωρητικής Βουλής, γιατί αναιρούνται και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά που θέλει το Σύνταγμα, ούτε προσδιορίζεται η κατεύθυνση βάσει της οποίας ο εκλογέας θα κληθεί να επιλέξει ανάμεσα στις εναλλακτικές λύσεις ούτε εξασφαλίζεται η διάρκεια της συναίνεσης, εφόσον οι πολιτικοί παίκτες, κατά την εκδοχή της Νέας Δημοκρατίας, θα είναι εντελώς ελεύθεροι άλλα να λένε στην πρώτη Βουλή, άλλα να λένε στη δεύτερη.

Όμως έφτασε η Νέα Δημοκρατία με μια «πονηριά» -θα τη χαρακτηρίσω και νομίζω ότι θα δικαιολογήσετε και εσείς τον χαρακτηρισμό αυτό- αυτό το πολιτικό παίγνιο στα άκρα, διότι κατά τη διαδικασία της ψηφοφορίας στην επιτροπή υπερψήφισε και πρόταση με την οποία είχε δηλώσει ότι δεν συμφωνεί …

Η πρότασή μας για την Αναθεώρηση του άρθρου 32 που αφορά την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας είχε ένα συγκεκριμένο σκεπτικό που μιλάει για αποσύνδεση της εκλογής από τη διάλυση της Βουλής, με το οποίο συμπίπτουμε πράγματι με τη Νέα Δημοκρατία, αλλά και ένα συμπλήρωμα με τον τρόπο με τον οποίο θα αποφευχθεί η διάλυση της Βουλής που είναι συνεχείς εκλογές, συνεχείς προσπάθειες κοινοβουλευτικής εκλογής και αν αυτές αποτύχουν, άμεση εκλογή.

Η Νέα Δημοκρατία έχει μια ακριβώς αντίθετη λογική, αντί να πάμε προς το μείζον, που είναι η άμεση εκλογή, να πάμε προς το έλασσον, μικρότερη κοινοβουλευτική Πλειοψηφία. Πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική πρόταση. Ψηφίζοντας τη δική μας, δεν λέει απλώς η Νέα Δημοκρατία ότι θεωρεί ότι η κατεύθυνση αυτή της Βουλής δεν θα δεσμεύει την επόμενη. Λέει κάτι χειρότερο που δεν μπορεί να λέγεται στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού καθεστώτος, ότι η δική της γνώμη και η δική της ψήφος δεν δεσμεύει καν την ίδια εν όψει των επόμενων εκλογών, εφόσον άλλα θα ψηφίσει τώρα και άλλα θα κάνει την επόμενη μέρα.

Αυτό δεν αποτελεί απλώς παραβίαση του άρθρου 110, αποτελεί εκφυλισμό της πολιτικής συζήτησης, γιατί είναι σαν να λέει το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ότι με τεχνάσματα θα προωθήσει τη συζήτηση για την Αναθεώρηση του Συντάγματος.

Εγώ, λοιπόν, θέλω να καλέσω όλες τις πλευρές της Βουλής να δείξουν την υπευθυνότητα που νομίζω ότι δείχτηκε γενικά στο πλαίσιο της συζήτησης στην επιτροπή και να έχουμε μια αναθεώρηση όχι «κουτοπόνηρη», αλλά μια αναθεώρηση, αυτή που θέλει ο τόπος, δημοκρατική, φιλελεύθερη, κοινωνική, αναθεώρηση για τα δικαιώματα και για τον πολίτη.

Σας ευχαριστώ πολύ.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών): Αγαπητοί συνάδελφοι, μας ανατέθηκε με πρόταση του Προέδρου στους γενικούς εισηγητές να διατυπώσουμε την πρότασή μας για το πώς θα οργανωθεί διαδικαστικά η ψηφοφορία αύριο. Συναντηθήκαμε οι γενικοί εισηγητές και ομόφωνα καταλήξαμε σε τρία σημεία και σε ένα τέταρτο διαπιστώσαμε ασυμφωνία. Σας τα διαβάζω, όπως καταλήξαμε.

Τα διαβάζω ακριβώς όπως είναι: Οι γενικοί εισηγητές συμφωνούν και προτείνουν η ψηφοφορία να γίνει με αυτοτελή ψηφοδέλτια ανά προτείνουσα κοινοβουλευτική ομάδα ή ομάδα Βουλευτών η οποία έχει συγκεντρώσει πενήντα υπογραφές. Σ’ αυτό το ψηφοδέλτιο κάθε Βουλευτής τοποθετείται ανά διάταξη με «ναι», «όχι», «παρών».

Δεύτερον, μέχρι της 12:00΄ της αυριανής, της 13ης Φεβρουαρίου, κάθε Κοινοβουλευτική Ομάδα ή ομάδα προτεινόντων Βουλευτών θα καταθέσει το ψηφοδέλτιο με τις προτάσεις της στο Προεδρείο της Βουλής.

Τρίτον, κάθε Βουλευτής μπορεί να ψηφίζει αυτοτελώς επί του συνόλου των άρθρων κάθε ψηφοδελτίου.

Τέταρτον, διατυπώθηκαν αποκλίνουσες απόψεις ως προς το αν πρέπει να υπάρχει κατεύθυνση στην πρόταση και αν η κατεύθυνση είναι δεσμευτική.

Θέλω να πω απλώς ότι θεωρώ ιδιαίτερα θετικό ότι μπορέσαμε να έχουμε μία ομόφωνη πρόταση διαδικαστική. Δείχνει ένα γενικό συναινετικό κλίμα που φαίνεται να επικρατεί στη συζήτηση.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών): Κύριε Πρόεδρε, είναι προφανές -και μάλιστα είναι από τα στοιχεία που διαφοροποιεί τη συνταγματική Αναθεώρηση δημοκρατιών από μοναρχικά καθεστώτα- ότι στα δημοκρατικά καθεστώτα μόνο η Βουλή και κανένας άλλος, κανένα στοιχείο της, κανένας παράγοντας της εκτελεστικής εξουσίας, δεν συμμετέχει στην Αναθεώρηση. Για αυτόν τον λόγο και δημοσιεύεται το αναθεωρητικό ψήφισμα από τον Πρόεδρο της Βουλής και όχι από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών): Από εκεί και μετά, όμως, δεν σημαίνει ότι ένας Υπουργός που δεν θέλει να συμμετάσχει στη διαδικασία της Βουλής, δεν έχει δικαίωμα να παρακολουθεί από τα υπουργικά έδρανα αυτή τη διαδικασία. Έτερον εκάτερον.

Επομένως ο σεβασμός στη Βουλή πρέπει να αποδίδεται. Ποτέ εμείς δεν είχαμε διαφορετική στάση επ’ αυτού.

Μολονότι δεν παρακολούθησα την προηγούμενη συζήτηση, ερχόμουν ούτως ή άλλως για μια σχετική δήλωση. Το τελευταίο ημίωρο, μία ώρα, δέχτηκα πολλά τηλεφωνήματα. Κυκλοφορεί ως fake news ότι τάχα εγώ δήλωσα πως πρόκειται ο ΣΥΡΙΖΑ ως σύνολο ή ως ορισμένος αριθμός Βουλευτών του να αποσύρει την υποστήριξή του για το άρθρο 32.

Όσο αυτό ήταν στο επίπεδο των fake news, θεώρησα ότι, εν πάση περιπτώσει, είναι από τα θέματα που πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε με τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίζονται οι ψευδείς ειδήσεις που υποσκάπτουν τη δημοκρατία. Η Χάνα Άρεντ έλεγε ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει η δημοκρατία, εάν αμφισβητούνται τα ίδια τα γεγονότα, διότι σε ποια βάση θα γίνει η αντιπαράθεση;

Πληροφορήθηκα, όμως, με τεράστια έκπληξη ότι επ’ αυτών των fake news τοποθετήθηκε η Νέα Δημοκρατία. Αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο ολίσθημα. Όταν η Νέα Δημοκρατία προβαίνει εξαρχής σε αυτό που χαρακτήρισα -γιατί ήθελα να είμαι ήπιος- κοινοβουλευτική πονηριά, να δηλώνει, δηλαδή, ότι θα ψηφίζει διάταξη με την οποία δεν συμφωνεί και συμπληρώνει αυτό το ατόπημα με χειρότερο, να τοποθετείται επί δηλώσεως που δεν έγινε ποτέ, αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, εάν πρόκειται περί στάσης ευθύνης απέναντι στον κοινοβουλευτισμό.

Εγώ θέλω να σας πω, λοιπόν, ότι η συζήτηση στην επιτροπή -και μέχρι τώρα στην Ολομέλεια- πήγε καλά, γιατί σεβόμαστε ο ένας τον άλλο, γιατί δεν καταφεύγουμε σε fake news και γιατί μιλάμε πάντοτε με βάση τις τοποθετήσεις των κομμάτων.

Σας παρακαλώ, λοιπόν, και εσείς να μη σκιαμαχείτε, να έχετε το στοιχειώδες κοινοβουλευτικό ήθος, που δεν πρέπει να σας κάνει να τοποθετείστε επί fake news.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών): Τα fake news είναι fake news.

Σας λέω, λοιπόν, ότι τον ίδιο σεβασμό που μας καλείτε εσείς να δείξουμε απέναντι στον κοινοβουλευτισμό, εμείς τον δείχνουμε με τη στάση μας. Σας σεβόμαστε ως κοινοβουλευτικές γυναίκες και κοινοβουλευτικούς άνδρες και σας ζητάμε το ίδιο. Μου φαίνεται εντελώς παράδοξο, όταν σας αποδίδω αυτή την τιμή, να μου την επιστρέφετε με αυτόν τον τρόπο.

Επομένως, κύριε Πρόεδρε -για να εξηγηθούμε-, αυτή είναι η ύψιστη στιγμή του νομικού πολιτισμού μιας χώρας. Αλλάζουμε το Σύνταγμα. Πρέπει να το αλλάξουμε με υπευθυνότητα, σοβαρότητα και όχι fake news και κυρίως όχι εξευτελίζοντας τον εαυτό μας ως κοινοβουλευτικά κόμματα, σχολιάζοντας δηλώσεις που δεν υπάρχουν. Πρέπει όλοι να δείξουμε την υπευθυνότητα που ταιριάζει στη στιγμή.

 

Share.