Αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, εύχομαι καλή αρχή στη Θ΄ Αναθεωρητική Βουλή. Κάθε προσπάθεια αναθεώρησης του Συντάγματος αποτελεί ούτως ή άλλως μια κορυφαία στιγμή της κοινοβουλευτικής διαδικασίας.
Η συγκεκριμένη σημαίνει και κάτι παραπάνω αν καταφέρουμε να κάνουμε καλά τη δουλειά μας: Την πλήρη επιστροφή στην κανονικότητα, κάτι για το οποίο αισθανόμαστε περήφανοι ως απελθούσα κυβέρνηση ότι πετύχαμε στο επίπεδο της οικονομίας, με την έξοδο από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018, αλλά και στο επίπεδο των θεσμών, με συγκεκριμένες τομές, που ουσιαστικά θεράπευσαν πολλές από τις πληγές της κρίσης.
Τι κάνει μία αναθεώρηση; Καταρχάς, αποκρυσταλλώνει σε θεσμικό επίπεδο την εξέλιξη του πολιτεύματος, αλλά και τις συγκρούσεις ιδεών και συμφερόντων ανάμεσα στην τελευταία επέμβαση στο κείμενο του Συντάγματος και στη στιγμή της συζήτησής της.
Είχα διαβάσει, αλλά θα το ξαναδιαβάσω, πώς ο Νικόλαος Σαρίπολος, ένας από τους πατέρες του συνταγματικού δικαίου, περιγράφει αυτή τη διαδικασία λέγοντας πώς προκύπτει το Σύνταγμα, ακριβώς για να σας δείξω ότι δεν είναι μόνο μια μαρξιστική ανάλυση που περιγράφει, όπως σας τα είπα, ως αποτέλεσμα συγκρούσεων ιδεών και συμφερόντων το πώς διαμορφώνεται το Σύνταγμα, αλλά ακόμα και οι κλασικοί της συνταγματικής μας θεωρίας αυτήν την άποψη έχουν.
Ο Νικόλαος Σαρίπολος, λοιπόν, απαντώντας στην ερώτηση «Πώς προκύπτει ένα Σύνταγμα;» λέει: «Εκ της διηνεκούς πάλης τού υπό της κοινωνίας συμφέροντος προς συντήρησιν της ελευθερίας, από τη μία μεριά, και του συμφέροντος των αρχόντων προς αύξησιν και ενίσχυσιν της αυτών εξουσίας».
Με λίγα λόγια, έχουμε μια σύγκρουση, άρχοντες και αρχόμενοι, πολλοί και λίγοι, ισχυροί και αδύναμοι, θα λέγαμε με την ορολογία των ημερών, το 99% με το 1%. Όμως, η συνταγματική αναθεώρηση έρχεται να αντιμετωπίσει και τεχνικές δυσλειτουργίες που έχουν αναπτυχθεί στο πολίτευμα, σε επίπεδο τεχνολογίας πια και όχι σύγκρουσης.
Και ξαναλέω, η σημερινή διαδικασία πρέπει να βάλει οριστικά τελεία και παύλα στην κρίση. Διότι ναι μεν δεν έφταιγε το Σύνταγμα για την οικονομική κρίση, αλλά ήταν ένα από τα θύματά της, είχε διαμορφωθεί ένα «παρασύνταγμα» που επέβαλε υπό τη δαμόκλεια σπάθη των δανειστών συγκεκριμένες παρεκκλίσεις και από την εφαρμογή των δικαιωμάτων, ειδικά των κοινωνικών, και στην κοινοβουλευτική διαδικασία.
Εμείς, λοιπόν, πολύ σωστά είπε ο κ. Τζαβάρας, θεωρούσαμε ότι υπάρχουν τρεις κεντρικοί άξονες στην πρόταση αναθεώρησης που καταθέσαμε. Ο ένας είναι ακριβώς η ανάσχεση του νεοφιλελευθερισμού. Και χαίρομαι που στη Νέα Δημοκρατία υπάρχουν άνθρωποι σαν τον κ. Τζαβάρα που αποτάσσονται τον νεοφιλελευθερισμό. Έχω μεγάλο δισταγμό, όμως, να θεωρήσω ότι αυτή είναι η γενική τάση στο Κόμμα σας, όταν πρόσφατα ένας Βουλευτής σας θεώρησε το νερό πολύ ακριβό στην Ελλάδα.
…
Και όταν εσείς ως βασική πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης καταθέσατε τον χρυσό κανόνα για τον πλήρη ισοσκελισμό των ελλειμμάτων που αποτελεί αυτή τη στιγμή την κλασική περίπτωση να συνταγματοποιηθεί οικονομικά ο νεοφιλελευθερισμός, να μην έχουν τη δυνατότητα τα κοινωνικά κράτη να ασκούν κεϋνσιανή πολιτική. Άρα, δυστυχώς, υπάρχει μία μετεξέλιξη του Κόμματός σας προς μια κατεύθυνση νεοφιλελεύθερη που παραδοσιακά δεν είχε ο χώρος σας στην Ελλάδα.
Δεύτερον, δεν κατάλαβα καλά ως προς τον δεύτερο άξονα που είχαμε θέσει, τη διεύρυνση της Δημοκρατίας. Έχετε αντίθεση σε αυτό; Αλήθεια λέτε ότι «vita activa» δεν σημαίνει μόνο συμμετοχή σε δημοψηφίσματα, σημαίνει την ενεργή συμμετοχή του πολίτη σε κάθε πτυχή της πολιτικής δραστηριότητας. Και αυτό έρχεται πράγματι σε αντίθεση με μία άλλη άποψη περί Δημοκρατίας, την σουμπετεριανή, όπως λέμε, αντίληψη, που θεωρεί ότι μόνο οι ελίτ έχουν πολιτικό ρόλο και ότι ο ρόλος του πολίτη είναι να συμμετέχει μόνο μία φορά κάθε τέσσερα χρόνια στις εκλογές. Είμαστε απέναντι σε αυτή την άποψη και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο προτείναμε τις συγκεκριμένες προτάσεις μας για την εμβάθυνση της Δημοκρατίας και τη διεύρυνσή της. Δεν νομίζω, επί της αρχής τουλάχιστον, ως προς τον θεματικό αυτό άξονα -αφήστε τις επιμέρους προτάσεις- ότι μπορεί να έχετε αντιρρήσεις.
Και ο τρίτος άξονας τον οποίο εύλογα αποσιωπήσατε, μολονότι είστε ειλικρινής συνομιλητής, αφορά το ότι είναι ανάγκη να θεραπευτούν πολύ συγκεκριμένες θεσμικές αμαρτίες του παρελθόντος με κατεξοχήν παράδειγμα την απαράδεκτη ασυλία του πολιτικού προσωπικού. Και οι άλλες πλευρές συμφωνήσατε.
…
Αν δεν με διακόπτατε, θα το ακούγατε, γιατί συμφωνήσατε στο μεν, γιατί πια είναι καθολικά κοινωνικά αποδεκτά ότι πρέπει να αλλάξει. Όχι όμως άλλες πλευρές που θίγουν πελατειακές διαστάσεις του κράτους, όπως έχει διαμορφωθεί από το παλαιό πολιτικό σύστημα.
Έρχομαι όμως εδώ να συναντήσω τον κ. Τζαβάρα και ως προς τον έπαινο που διατύπωσε σε προηγούμενους παράγοντες της διαδικασίας στην προηγούμενη Βουλή που δεν είναι μαζί μας, όπως στον Πρόεδρο της Επιτροπής Νίκο Παρασκευόπουλο, αλλά και στον νυν Πρόεδρο της Βουλής με τον οποίο είχα μια πολύ ουσιαστική συνεργασία που υπολογίζω ότι θα έχω και με εσάς. Διότι, κύριε Τζαβάρα, και εσείς ήσασταν από τους πιο μετριοπαθείς, εχέφρονες και διαλεκτικούς παράγοντες της προηγούμενης διαδικασίας.
Θέλουμε, λοιπόν και εμείς να υπάρξει διάλογος και συναινέσεις. Δεν μπορεί να υπάρχουν σε όλα τα επίπεδα γιατί, όπως πολύ καλά είπατε, μας χωρίζουν ιδεολογικές διαφορές. Δεν είναι λογικό, θα καταργούσε τη δημοκρατία να μην έχουμε πολιτικές διαφορές.
Εμείς, πράγματι, είμαστε κατά του νεοφιλελευθερισμού. Είμαστε υπέρ μιας άλλης αντίληψης της δημοκρατίας. Υπάρχει, όμως, μια προϋπόθεση για να έχουμε και συναινέσεις και τίμιο διάλογο και αυτή είναι να μην αντιμετωπίσει καμμία πλευρά -εμείς ποτέ δεν το κάναμε- τη διαδικασία ως παίγνιο, να προκηρύσσει με τεχνάσματα να περάσει την άποψη της. Για παράδειγμα, έχει ακουστεί -είναι αλήθεια λιγότερο από τον δικό σας χώρο- η άποψη ότι θα μπορούσαμε στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας να αναθεωρήσουμε την ελάχιστη πλειοψηφία που χρειάζεται ο εκλογικός νόμος για να ισχύσει από την επόμενη Βουλή.
Αυτό δεν μπορεί καν να συζητιέται αν δεν θέλει κανείς να βάλει μία βόμβα στα θεμέλια της διαδικασίας, γιατί δεν είχε τεθεί ποτέ παρόμοιο ζήτημα στην προηγούμενη Βουλή. Αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό με το θέμα της κατεύθυνσης στο οποίο θα αναφερθώ διαφορετικά. Εδώ μιλάμε για την αλφαβήτα της διαδικασίας. Αν η προτείνουσα Βουλή δεν έχει θέσει θέμα προς αναθεώρηση, δεν μπορεί να συζητηθεί στην αναθεωρητική Βουλή.
Και θυμίζω ότι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς επειδή υποψιαζόμαστε ότι μπορεί να επιχειρηθεί μια παρόμοια λαθροχειρία, ήταν να προστεθεί εδάφιο στην παράγραφο 1 του άρθρου 54 που θα κατοχυρώνει το αναλογικό εκλογικό σύστημα. Πώς είναι δυνατόν από την προσθήκη εδαφίου να προκύψει δυνατότητα επέμβασης στο κείμενο της υφιστάμενης παραγράφου;
Προς τιμή σας δεν το έχετε πει. Το έχουν πει, όμως, συνάδελφοι που δεν μπορώ να φανταστώ πώς το σκέφτηκαν και έχει υποστηριχθεί και επώνυμα, κυρίως από θεωρητικούς που βρίσκονται στον χώρο του Κινήματος Αλλαγής. Είναι από τα ζητήματα που καλό θα ήταν να μην επιχειρήσει κανείς να τα θέσει. Είναι πράγματι εκρηκτικό για όλη την ποιότητα της διαδικασίας.
Για άλλα θέματα που αφορούν και την κατεύθυνση θα μιλήσω στη συνέχεια. Να σας ρωτήσω, όμως, κάτι, επειδή σας θεωρούμε έναν από τους παράγοντες που θεσμικά πρέπει να συνομιλούμε: Πιστεύετε πραγματικά ότι μπορεί να εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας με 151 ψήφους και με αυτόν τον τρόπο να διατηρεί τη δυνατότητά του να είναι υπεράνω των κομμάτων, να είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος, να μην είναι άθυρμα της ελάχιστης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας; Θα τα συζητήσουμε αυτά.
Απλώς ήθελα να σας πω ότι προϋπόθεση για να συζητήσουμε είναι η ειλικρίνεια και ο σεβασμός των βασικών παραδοχών του Συντάγματος. Και κατεξοχήν περίπτωση παιγνίου θα ήταν αν γινόταν αποδεκτή η αρχική πρόταση του νυν Πρωθυπουργού, να ψηφίζαμε όλοι μαζί με 180 ψήφους τις διατάξεις αναθεώρησης και να ερχόταν η επόμενη Βουλή με 151 ψήφους να ρυθμίσει το περιεχόμενο.
Γιατί αυτό είναι παίγνιο; Γιατί ακριβώς δεν ανταποκρίνεται στη βούληση του συντακτικού νομοθέτη να διαμορφώνεται συναίνεση επί της ανάγκης αναθεώρησης στην πρώτη Βουλή, την προτείνουσα, η οποία να συνεχίζεται στη δεύτερη. Γι’ αυτά, όμως, έρχεται η ώρα τώρα να μιλήσω αναλυτικότερα.
Αναφέρθηκε ο κ. Τζαβάρας σε ένα ζήτημα που έχει λυθεί νομολογιακά. Έχουμε αποφάσεις του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, την Απόφαση 11/2003, και αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που σε παρενθετική μεν σκέψη, obiter dictum όπως λέμε, όπως και το μεγαλύτερο κομμάτι όσων έχουν γράψει μετά το 2000 -είχα γράψει και εγώ ο ίδιος σε ανύποπτο πολιτικά χρόνο το 2001- δέχονται την άποψη ότι δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε ότι είναι εντελώς ασύνδετη η διαδικασία ανάμεσα στην προτείνουσα Βουλή και στην αναθεωρητική.
Από πού προκύπτει κάτι τέτοιο; Ας πάρουμε πρώτα πρώτα το κείμενο του Συντάγματος και τη θεσμική λογική. Τι λέει το άρθρο 110 παράγραφος 2; Λέει ότι η προτείνουσα Βουλή αποφασίζει για την ανάγκη αναθεώρησης. Προφανώς, πρέπει να αιτιολογήσει πού έγκειται η ανάγκη. Αιτιολογώντας, δίνει κατεύθυνση, χωρίς να δεσμεύει την επόμενη Βουλή ως προς την αποτύπωση της ακριβούς διατύπωσης της διάταξης. Προφανώς, θέτει ένα ερώτημα προς αυτήν, να επιβεβαιώσει ή όχι ότι υπάρχει παρόμοια ανάγκη, όπως την ορίζει η ίδια.
Εάν δεχόμαστε ότι δεν υπάρχει αιτιολογία και κατεύθυνση στην πρώτη Βουλή, θα υιοθετούσαμε μια εντελώς ανορθολογική διαδικασία. Και σκεφτείτε: Ποιο εχέφρον πολιτικό υποκείμενο, πιο πολιτικό κόμμα θα ξεκινούσε μια διαδικασία η οποία θα ήταν εντελώς πολιτικά ανεξέλεγκτη και θα αποφασιζόταν μόνο από την Πλειοψηφία της επόμενης Βουλής;
Το ίδιο το Σύνταγμα θέλει διάρκεια της συναίνεσης. Μια συναίνεση, δηλαδή, που να αποτυπώνεται και να ξεκινά στην προτείνουσα Βουλή και να ολοκληρώνεται στην αναθεωρητική Βουλή. Γιατί οι επεμβάσεις που κάνουμε εδώ δεν είναι όπως αυτές του κοινού νομοθέτη, που μπορούν εύκολα να ανατραπούν. Είναι επεμβάσεις που αφορούν τον μακρό πολιτικό χρόνο και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να βασίζονται σε συναινέσεις, όχι σε αιφνιδιασμούς, όχι σε παίγνια.
Τα δύο προηγούμενα επιχειρήματα ήταν η ανάγκη και η αιτιολογία που προκύπτει από την παράγραφο 2, η ανάγκη συναινέσεων διαρκείας.
Ο τρίτος λόγος που συνηγορεί υπέρ του ότι πρέπει να υπάρχει μια σύμπτωση της κατεύθυνσης -ή εν πάση περιπτώσει αν η νέα Πλειοψηφία που προκύπτει από την αναθεωρητική Βουλή διαφωνεί, να τελειώνει εκεί η προσπάθεια αναθεώρησης- προκύπτει από το γεγονός ότι ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να μεσολαβούν εκλογές. Για ποιον λόγο; Όχι μόνο για τον λόγο της ανάπτυξης στον χρόνο της διάρκειας των συναινέσεων, αλλά για να μπορεί και ο μέσος ψηφοφόρος, ο μέσος πολίτης, το εκλογικό σώμα να έχει λόγο ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης.
Αν ήταν αληθινή η δική σας άποψη που λέει ότι αυτή Βουλή μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, ακόμα και διαφορετικά πράγματα από αυτά που κι εσείς είχατε υποστηρίξει στην προηγούμενη Βουλή…
…
Δεν είναι μόνο το ποια άρθρα είναι αναθεωρητέα. Είναι και η κατεύθυνση, επαναλαμβάνω. Θα σας διαβάσω μετά ένα απόσπασμα του Ευάγγελου Βενιζέλου που αυτό το αποτυπώνει νομίζω με καλύτερο τρόπο απ’ ό,τι μπορώ να σας πω εγώ.
Δεν θα είχε, όμως, νόημα η παρεμβολή του εκλογικού σώματος, αν μπορούσε όποια άποψη και να θέλει να υποστηρίξει η νέα Πλειοψηφία.
Αυτές οι απόψεις δεν είναι απόψεις που τις φέραμε εμείς για πρώτη φορά. Ο ειδικός εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας κατά το Σύνταγμα του 1975, Κωνσταντίνος Τρικούπης, υποστήριζε επί λέξει: «Εν προκειμένω, πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν είναι ορθόν να δεσμεύεται απολύτως η δευτέρα Βουλή, η κληθησομένη να επιτελέσει το αναθεωρητικόν έργον, από τας αποφάσεις της προηγουμένης, στενώς περιοριζούσης της καθ’ ύλην αρμοδιότητάς της διά του καθορισμού των αναθεωρητέων διατάξεων». Και σχολιάζει: «Όμως παρ’ ημίν τούτο πάντοτε ίσχυσε». Αυτό θεωρούσε ως δεδομένο ο γενικός εισηγητής του κόμματός σας κατά την αναθεώρηση του 1975.
Όσον αφορά αυτό που σας είπα προηγουμένως, ότι θα ήταν παράλογο άλλη κατεύθυνση να δίνει η προτείνουσα Βουλή και σε άλλη να καταλήγει η αναθεωρητική, ας δούμε πώς το αποτύπωσε ο Ευάγγελος Βενιζέλος στο πλαίσιο της διαδικασίας της Αναθεώρησης του 2000. Το αποτύπωσε με ένα παράδειγμα. Λέει ο κ. Βενιζέλος: «Ας θυμηθούμε την Αναθεώρηση του 1985-1986. Το 1985 το ΠΑΣΟΚ πρότεινε την αναθεώρηση του κεφαλαίου περί του Πρόεδρου της Δημοκρατίας προς την κατεύθυνση της συρρίκνωσης των αρμοδιοτήτων».
Αν υποτεθεί ότι το ΠΑΣΟΚ έχανε τις εκλογές του 1985 και αναδεικνυόταν μια άλλη Βουλή με πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας, θα μπορούσαμε να έχουμε αναθεώρηση του Συντάγματος προς την κατεύθυνση της αύξησης των αρμοδιοτήτων; Ασφαλώς όχι.». Αυτονόητα πράγματα είναι αυτά.
Μάλιστα να πω ότι ο Ευάγγελος Βενιζέλος ως συνταγματολόγος θεωρεί ότι έχει, ενόψει της ισχύος του Συντάγματος του 1975, ισοτιμία θεσμική η προτείνουσα με την Αναθεωρητική και κάνει λόγο για πρώτη και δεύτερη Αναθεωρητική Βουλή, αποκλίνοντας από την ορολογία που χρησιμοποιεί γενικώς η θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου που μιλάει για προτείνουσα και για Αναθεωρητική. Και -όπως θα ξέρετε- υπάρχουν και σαφείς θεωρητικές αναπτύξεις που όλα αυτά τα παρουσιάζουν -νομίζω- με ενάργεια και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Κύριοι συνάδελφοι, δεν θα εξαντλήσω τον χρόνο. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια σοβαρή δοκιμασία, η οποία θα κρίνει τη σοβαρότητα κάθε πολιτικής δύναμης αλλά και την επαναφορά του πολιτικού μας συστήματος σε συνθήκες κανονικότητας. Κανονικότητα δεν σημαίνει έλλειψη πολιτικής σύγκρουσης. Η σύγκρουση των ιδεών και των απόψεων είναι αυτή που τρέφει τη δημοκρατία. Κανονικότητα σημαίνει να σεβόμαστε ο ένας τον άλλον, να μην επιχειρούμε με τεχνάσματα και με θεσμικά παίγνια να ξεγελάσουμε ο ένας τον άλλον.
Εγώ σας είπα εκ των προτέρων ότι χαίρομαι που Γενικός Εισηγητής της Πλειοψηφίας είναι ο κ. Τζαβάρας. Και να σας πω και ένα μυστικό – δεν είναι μυστικό, το λέω έτσι για λόγους ρητορικής- που το είχα πει και στην προηγούμενη αλλά το λέω και τώρα στη γενική εισήγηση. Με τον κ. Τασούλα θα μπορούσαμε πράγματι να έχουμε συγκλίσεις και με το δικό σας κόμμα σε ορισμένα ζητήματα, όπως -το είπατε- για την κλιματική αλλαγή. Γιατί δεν μπορέσαμε να καταλήξουμε σε μια αντίστοιχη πρόταση στην προηγούμενη Βουλή; Ακριβώς λόγω της άποψή σας πως ό,τι και να συμφωνούσαμε εκεί, δεν θα είχε κανένα νόημα για την επόμενη.
Εμείς δεν θέλαμε να πειράξουμε το άρθρο 24 και να σας δώσουμε τη δυνατότητα ελεύθερα να περιορίσετε τις εγγυήσεις που υπάρχουν υπέρ του περιβάλλοντος. Προφανώς θα θέλαμε να υπάρχει μια διάταξη για την κλιματική αλλαγή. Αλλά εδώ βλέπουμε ότι σε πρόταση που δεν είχε ποτέ διατυπωθεί να αλλάξει το περιεχόμενο της -όπως είναι για την ελάχιστη πλειοψηφία του εκλογικού νόμου- να διατυπώνονται τέτοιες ακραίες και υπονομευτικές απόψεις. Πώς θα μπορούσαμε λοιπόν να συμφωνήσουμε, εφόσον εσείς λέγατε πως ό,τι και να συμφωνούσαμε στην πρώτη, θα ήσασταν ελεύθεροι να το αλλάξετε στην αναθεωρητική Βουλή;
Για λόγους, λοιπόν, που αφορούν και συνταγματικής τάξης επιχειρήματα, αλλά και την ανάγκη να έχουμε έναν τίμιο, ειλικρινή διάλογο και να μπορούν να πραγματοποιούνται συναινέσεις, πρέπει κατά τη γνώμη μου να ξανασκεφτείτε την άποψή σας για την κατεύθυνση της Αναθεωρητικής Βουλής και να επιχειρήσουμε να διαμορφώσουμε συγκλίσεις εκεί που μπορούν να πραγματοποιηθούν.
Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.