Ομιλία Γιώργου Κατρούγκαλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, 16-10-2019

0

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.

Κατ’ αρχήν, θέλω θεσμικά να σας πω, με όλο τον σεβασμό στο πρόσωπό σας, ότι παρόμοια θέματα διαδικασίας θα ήταν καλό πρώτα να τίθενται στο Προεδρείο. Γι’ αυτό υπάρχει συλλογικό Προεδρείο, ώστε να παρουσιάζονται εκεί και μετά, αν υπάρχει ομοφωνία, να τίθενται ή εάν δεν υπάρχει, να μπορούν να συζητούνται αναλυτικά στην Αίθουσα.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): Σύμφωνοι. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί, νομίζω, να παραμένει επί της αρχής χρήσιμη η εισήγησή μου, να εξασφαλίζεται η δυνατότητα να είναι παρόντα και τα τρία μέλη του Προεδρείου για να μπορεί να υπάρχει μια συζήτηση επ’ αυτών.

Επί της ουσίας τώρα: Όπως γνωρίζετε, εμείς είμαστε το πρώτο και μέχρι στιγμής το μόνο κόμμα που έχει καταθέσει αναλυτική πρόταση και πρόταση νόμου και πρόταση στη Συνταγματική Αναθεώρηση. Άρα, εμείς είμαστε οι επισπεύδοντες, εμείς είμαστε που θέλουμε να ρυθμιστεί η δυνατότητα οι Έλληνες του εξωτερικού να ψηφίζουν. Και βλέπουμε με καλό μάτι το ότι έχει υπάρξει το ξεκίνημα ενός διαλόγου για να μπορέσουμε να βρούμε μια κοινή λύση.

Ποια είναι, όμως, η προϋπόθεση του διαλόγου στη Δημοκρατία; Η διαφάνεια. Και μια άλλη προϋπόθεση είναι να μην στηρίζεται η συζήτηση σε fake news. Έχω υποστηρίξει πολλές φορές -αναλυτικά αύριο θα σας δείξω και τα στοιχεία- ότι η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας υπέβαλε σχετικό υπόμνημα στο Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο πλαίσιο μιας δίκης που ξεκίνησε το 2007, όπου υπολόγιζε τότε, πριν από την κρίση, τον αριθμό των Ελλήνων στο εξωτερικό που έχουν δυνατότητα να ψηφίσουν σε τρία εκατομμύρια επτακόσιες χιλιάδες. Και ακούμε τώρα στη συζήτηση που ξεκινά -και εκεί είναι ένα από τα fake news που αναφέρθηκα- ότι τάχα ο αριθμός είναι μόνο τριακόσιες πενήντα χιλιάδες.

Υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα, όμως, κύριε Πρόεδρε. Ο διάλογος θα πρέπει να γίνει, όπως είπα προηγουμένως, με όρους δημοσιότητας, για να είναι διάλογος επί της αρχής, με θέσεις αρχής και όχι προσπάθεια εν κρυπτώ και παραβύστω, ενδεχομένως, να ζητηθεί ένα deal μεταξύ πολιτικών κομμάτων όχι για να λύσουμε το ζήτημα, αλλά για να επιδιωχθούν άλλοι σκοποί, όπως έχω δει να καλλιεργείται η άποψη περί απομόνωσης της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.

Άρα, όλα στο φως, κύριε Πρόεδρε. Τίποτα σε κρυφούς διαδρόμους και σε αντικάμερες! Δεν φοβόμαστε τον διάλογο και θέλουμε να δούμε ποιοι τον φοβούνται. Θέλουμε να δούμε ποιοι θέλουν να παρουσιάσουν τις θέσεις τους ανοιχτά στον λαό και ποιοι δεν θέλουν. Και αύριο πρέπει να ανοίξουν τα χαρτιά τους όλοι, και η Νέα Δημοκρατία. Γιατί διαφορετικά, θα αποδείξει σε όλους αυτό που εγώ φοβάμαι, ότι δεν θέλει να λύσει το ζήτημα της ψήφου των συμπολιτών μας στο εξωτερικό, αλλά να εξυπηρετήσει άλλες ατζέντες.

Όσοι, λοιπόν, δεν θέλουν κρυφές ατζέντες, αύριο όλα στο φως.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): Κύριε Πρόεδρε, προφανώς δεν θα επιμείνω σε ένα διαδικαστικό θέμα. Οφείλω, όμως, να δώσω δύο απαντήσεις.

Πραγματικά, μου έκανε εντύπωση το να χαρακτηρίζεται μια συζήτηση για θεσμικά θέματα ότι έχει κατά φύση χώρο έξω από τη Βουλή. Νομίζω ότι αυτό δεν πρέπει να περάσει ασχολίαστο. Δεν είναι παρά φύση οι συζητήσεις για το Σύνταγμα και τους θεσμούς εντός της Βουλής. Το ακριβώς αντίστροφο συμβαίνει.

(Διαμαρτυρίες από τις πτέρυγες της Νέας Δημοκρατίας και του Κινήματος Αλλαγής)

Δεύτερον, θα επισημάνουμε την πρόθεση της Πλειοψηφίας να μεταθέσει την έναρξη του δημόσιου διαλόγου με όρους διαφάνειας. Οι δύο απόψεις –δεν θα μπω στην ουσία, θέλουμε να συζητηθεί ουσιαστικά και αναλυτικά- που έχουν αυτή τη στιγμή τεθεί στον δημόσιο διάλογο είναι απ’ τη μια μεριά απόψεις που θεωρούν ότι όπως υπάρχει η ρύθμιση σε επίπεδο ευρωπαϊκού νομικού μέσου όρου, θα πρέπει να ρυθμιστεί με κάποιο τρόπο η διευκόλυνση της ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού με κριτήρια –εμείς λέμε για κλειστό σύστημα εκπροσώπησης, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας λέει με ορισμό του χρόνου- και η αρχική άποψη της Κυβέρνησης η οποία μιλά για επιστολική ψήφο χωρίς καμία άλλη διαφοροποίηση.

Η πρόταση της Κυβέρνησης δεν χρειάζεται συνταγματική αναθεώρηση. Επομένως, θα έπρεπε εν όψει της συζήτησης που έχει ξεκινήσει για να ρυθμιστεί το θέμα, να έχουμε τη θέση της. Επιμένει σ’ αυτό; Είναι δεκτική στο να δεχτεί προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση; Εάν θέλει, λοιπόν, να γίνει ο διάλογος με τίμιους όρους, με όρους που να μην παραπέμπουν –το είπα και το ξαναλέω, γιατί όποιος διαβάζει εφημερίδες το βλέπει- σε συμφωνία πολιτικής για άλλα θέματα, θα πρέπει να έχει την πολιτική τιμιότητα και τη δημοκρατική ευθύνη να συζητήσει εδώ που είναι ο φυσικός χώρος της Δημοκρατίας.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.

Καλωσορίζω και εγώ τον συνάδελφο και φίλο, Γιώργο Γεραπετρίτη και την πρόθεση της Κυβέρνησης να παρακολουθήσει τη συζήτηση. Υπάρχει, βέβαια, το παράδοξο ότι τοποθετήθηκε επί ενός θέματος, της ψήφου των αποδήμων, που αποφασίσαμε να μην συζητηθεί ούτε καν αύριο. Υπάρχει ένα σχετικά πρωθύστερο επί του θέματος και δεν θα τοποθετηθώ τώρα, όμως το σημειώνω σαν μια –νομίζω- προφανή αντίφαση του πώς πρέπει να γίνεται ένας διάλογος για να γίνεται με τίμιους όρους, ακριβώς επειδή πολλές φορές σας έχω ζητήσει σε αυτή τη μείζονα στιγμή του κοινοβουλευτισμού να τοποθετηθείτε με όρους ειλικρίνειας, γιατί δεν υπάρχει τίποτα που να υπονομεύει περισσότερο την ποιότητα του διαλόγου από την υποκρισία.

Ο συνάδελφος κ. Γεραπετρίτης είπε ότι είναι φτωχή η συγκομιδή αυτής της αναθεώρησης. Η ερώτησή μου προς εσάς είναι η εξής: Γιατί θέματα που υποστηρίξατε στην πρότασή σας το 2014, δεν τα υποστηρίζετε τώρα; Μεταξύ αυτών των θεμάτων είναι το δημοψήφισμα.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): Όχι, άλλο λέω.

Υπάρχει μια πρόταση αναθεώρησης του 2014. Υπογράφεται από τον τότε Πρωθυπουργό κ. Σαμαρά, υπογράφεται από τον νυν Πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη, υπογράφεται και από όσους ήσασταν τότε Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας. Αυτή η πρόταση περιλαμβάνει τη δική σας τοποθέτηση ότι πρέπει να εισαχθεί ο θεσμός του δημοψηφίσματος λαϊκής πρωτοβουλίας για εθνικά θέματα και αντίστοιχα για το λεγόμενο νομοθετικό δημοψήφισμα.

Σας ρωτάω ευθέως: Κάτι που το ζήταγε ο Γούναρης στις αρχές του αιώνα, κάτι που το ζήταγε ο Σαμαράς και όσοι από εσάς είχατε υπογράψει το 2014, τώρα γιατί δεν το ζητάτε και το αποδοκιμάζετε; Είναι πίσω ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τον Γούναρη και τον Σαμαρά; Όλα τα παραδείγματα που θα σας θέσω στη συνέχεια…

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): Και τα ερωτήματα πρέπει να απαντώνται με τιμιότητα και ειλικρίνεια,…

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): …ειδικά όταν ο πολιτικός χρόνος δεν είναι τόσο μακρύς κι όταν είχατε τοποθετηθεί επί θεμάτων, για τα οποία τώρα έχετε εντελώς διαφορετική θέση και τα οποία, κατά τη γνώμη μου, δείχνουν πράγματι μια επιπλέον μετάλλαξη του κόμματός σας.

Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το θέμα του κατά πόσον εμπιστευόμαστε τον λαό και τον θέτουμε στο επίκεντρο του πολιτικού συστήματος είναι το διαχρονικό θέμα τού πώς οργανώνεται η σχέση κυριαρχίας, όχι μόνο σε καθεστώτα δημοκρατίας.

Ο Νικολό Μακιαβέλι, όχι στον «Πρίγκιπα», αλλά στο δεύτερο βιβλίο για τον Τίτο Λίβιο, προσπαθεί να αντικρούσει την άποψη που επικρατούσε τότε, ότι κάθε φορά που ερωτάται ο λαός ο κίνδυνος να κάνει λάθος είναι μεγάλος. Και αντικρούει τα δυο βασικά παραδείγματα που παρουσιάζονταν, την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία και τον θάνατο του Σωκράτη, και επιχειρηματολογεί υπέρ της δημοκρατίας λέγοντας ότι «αν μετρήσετε σε πόσες περιπτώσεις είναι οι πρίγκιπες και οι ηγεμόνες που έκαναν λάθη, θα δείτε ότι πολύ πιο τραγικά λάθη είναι αυτά που περιπίπτουν τα πολιτεύματα που έχουν ενός ανδρός αρχή και πολύ λιγότερες οι περιπτώσεις εκεί που αποφασίζει ο λαός».

Η συζήτηση με την άνοδο της αστικής τάξης και το αίτημα για δημοκρατία με αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα μετατοπίστηκε σε άλλο επίπεδο: Πόσο εμπιστευόμαστε τον απλό πολίτη. Κι εκεί πράγματι υπήρχαν δυο διαφορετικές απαντήσεις. Ο Ρουσσώ στο «Κοινωνικό Συμβόλαιό» του γράφει «Ο λαός έχει την ενδιάθετη πρόθεση να θέλει το καλό, αλλά δεν μπορεί πάντα να το διακρίνει. Πρέπει γι’ αυτό να του παρουσιαστούν τα πράγματα όπως είναι και μερικές φορές όπως θα έπρεπε να είναι.» Υπάρχει, λοιπόν, εμπιστοσύνη στον λαό, αν του αναλυθούν τα πολιτικά γεγονότα, οι διαστάσεις ενός προβλήματος, να αποφασίσει.

Αυτή ήταν μια εντελώς διαφορετική άποψη από ενός άλλου θεωρητικού πάλι του Διαφωτισμού, του Λοκ, που έλεγε το ακριβώς αντίθετο. Έλεγε: «Οι μεροκαματιάρηδες και οι μικρέμποροι, οι γεροντοκόρες και οι καμαριέρες δεν μπορούν να γνωρίζουν και γι’ αυτόν τον λόγο μόνο να πιστεύουν μπορούν». Η διαφοροποίηση, λοιπόν, είναι ανάμεσα στη δυνατότητα του λαού με ενημέρωση να μπορεί να αποφασίζει και σε αυτούς που θεωρούν το αντίθετο.

Γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχει μια ολόκληρη σχολή πολιτικής επιστήμης, γύρω από τον Σουμπέτερ αλλά κι άλλους Αμερικανούς πολιτικούς επιστήμονες που θεωρούν ότι είναι υγιές η συμμετοχή του λαού μόνο μια φορά, τον χρόνο των εκλογών -μόνο τότε είναι κυρίαρχος-, ακριβώς γιατί δεν έχει τα πνευματικά ή τα ηθικά εφόδια για να μπορεί να  έχει την περίφημη vita activa, για την οποία συμφωνεί και ο κ. Τζαβάρας.

Σας διαβάζω πάλι ένα απόσπασμα από έναν κλασικό, τον Λίπμαν, από το «Public Opinion». Λέει, λοιπόν, ότι η κοινή γνώμη δεν μπορεί να αντιληφθεί το κοινό συμφέρον στην ολότητά του και γι’ αυτόν τον λόγο το κοινό συμφέρον πρέπει να είναι αντικείμενο διαχείρισης από μια εξειδικευμένη τάξη της οποίας τα προσωπικά συμφέροντα ξεπερνούν την τοπικότητα των συμφερόντων.

Στη βάση, λοιπόν, κάθε αντίρρησης προς τους θεσμούς της άμεσης δημοκρατίας που δίνουν τη δυνατότητα στον λαό να εμφανίζεται στο προσκήνιο και να συμπληρώνει τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, έχουν πάντοτε στη ρίζα τους μια καχυποψία απέναντι στον λαό ως καθυστερημένο, ως μη δυνάμενο να αντιληφθεί την ουσία των πραγμάτων και γι’ αυτόν τον λόγο προτείνεται πάντοτε η μετάθεση των αποφάσεων σε μια ελίτ, σε αυτούς που μπορεί να ξέρουν καλά το περιεχόμενο αυτών των αποφάσεων.

Η αλήθεια είναι, όπως πάλι υπαινίχθηκε, όχι εσφαλμένα, ο κ. Τζαβάρας, ότι ενώ αυτή η συζήτηση τον 19ο αιώνα στηριζόταν κυρίως στη γενίκευση του δικαιώματος ψήφου, να μην ανήκει δηλαδή μόνο σ’ αυτούς που είχαν ιδιοκτησία, με τη μαζική εμφάνιση των σοσιαλιστικών αντιλήψεων και των συναφών αιτημάτων για διεύρυνση της δημοκρατίας μετατέθηκε σ’ αυτό το επίπεδο ιδεολογικής αντιπαράθεσης το ζήτημα.

Ο δάσκαλος πολλών από εμάς, ο Δημήτρης Τσάτσος, έγραφε: «Ο μεγάλος ιστορικός αντίλογος στο αντιπροσωπευτικό σύστημα και στον σύμφυτο με αυτό φιλελευθερισμό υπήρξαν η σοσιαλιστική ιδεολογία και η σοσιαλιστική πρακτική».

Αυτό αρχικά. Οι θεσμοί άμεσης δημοκρατίας δεν είναι σοσιαλιστικοί θεσμοί. Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν σε όλα τα συντάγματα των προηγμένων δημοκρατιών και μάλιστα εφαρμόζονται. Τι λέει το άρθρο 20 του Γερμανικού Συντάγματος, του Θεμελιώδους Νόμου; «Οι εξουσίες ασκούνται από τον λαό με εκλογές και δημοψηφίσματα.». Δηλαδή, το δημοψήφισμα δεν είναι αντίθετο στον πυρήνα της δημοκρατικής αρχής. Συμπληρώνει τη δημοκρατική αρχή.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): Και γι’ αυτόν τον λόγο οι χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμό δημοψηφισμάτων είναι οι υπερώριμες δημοκρατίες της Ελβετίας και της Αυστραλίας. Πάνω από εξακόσια δημοψηφίσματα έχουν γίνει στην Ελβετία.

Το ίδιο διάστημα, εντός της τελευταίας τριακονταετίας, στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν διοργανωθεί συνολικά εκατόν δεκαέξι δημοψηφίσματα σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις χώρες δηλαδή της δικής μας οικογένειας. Σε ένα μόνο έτος, το 2011, στην Ιταλία διεξήχθησαν τέσσερα δημοψηφίσματα και μάλιστα σε θέματα που ήταν καθοριστικά για τον προσανατολισμό της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων. Αποτράπηκε η ιδιωτικοποίηση του νερού με ένα απ’ αυτά τα δημοψηφίσματα.

Σε άλλες χώρες, όπως στην Πολωνία το 1996 και στην Ισλανδία το 2011, τέθηκε σε δημοψήφισμα το καθεστώς της δημόσιας περιουσίας και της προστασίας της, ενώ πολλές ήταν και οι περιπτώσεις που το ίδιο το Σύνταγμα, για να υιοθετηθεί, τέθηκε υπ’ όψιν του λαού με δημοψήφισμα. Αυτές είναι οι περιπτώσεις της Ισπανίας, της Αυστρίας, της Δανίας, της Εσθονίας, της Ιρλανδίας, της Ισλανδίας, της Πολωνίας, της Ρωσίας και της Σερβίας.

Άλλες χώρες, όπως η Αυστρία, προχωρούν σε ακόμη πιο προχωρημένες μορφές ενεργοποίησης του λαού. Στην Αυστρία προβλέπεται η δυνατότητα ανάκλησης του Προέδρου με αυτόν τον τρόπο, όπως και σε πολλές πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών.

Τέλος, υπήρξαν και νέα δικαιώματα που καθιερώθηκαν μέσω δημοψηφισμάτων. Για παράδειγμα, το δικαίωμα στη διακοπή της εγκυμοσύνης για τις γυναίκες στην Πορτογαλία με δυο δημοψηφίσματα το 1998 και το 2007 και το θέμα της ρύθμισης του γάμου μεταξύ ανθρώπων του ίδιου φύλου στην Ιρλανδία και στη Σλοβενία.

Άρα, είναι υγιές και δείχνει εμπιστοσύνη προς τον λαό η προσφυγή στο δημοψήφισμα. Μάλιστα, σε κάθε τομέα που δεν έχει ρυθμισθεί από το Σύνταγμα με τρόπο που να απαγορεύει την παρέμβαση. Η περίμετρος εφαρμογής των δικαιωμάτων, για παράδειγμα, ή η καθιέρωση νέων δικαιωμάτων μπορεί να ρυθμιστεί με δημοψήφισμα προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης της ελευθερίας. Δεν υπάρχουν θέματα τα οποία ανάγονται στην πλειοψηφία της Βουλής να αποφασίσει και δεν μπορούν να τεθούν υπ’ όψιν του λαού.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): Προφανώς, δεν μπορούν να τεθούν θέματα που αφορούν στον πυρήνα των δικαιωμάτων. Δεν μπορεί, επομένως, να αποκλειστούν από την άσκηση των δικαιωμάτων κατηγορίες ανθρώπων, αλλά ο τρόπος, η περίμετρος εφαρμογής τους, είναι πάντοτε δεκτικές αναγωγής στη λαϊκή βούληση, κυρίως γιατί πολλές φορές αναφέρονται αυτές οι αποφάσεις σε στάθμιση μεταξύ δικαιωμάτων. Μια ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων συνεπάγεται συνήθως έναν σχετικό περιορισμό του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας και της ιδιοκτησίας. Αυτό, λοιπόν, το δικαίωμα ρύθμισης, που το έχει η Βουλή, μπορεί κάλλιστα να το έχει και ο λαός. Η ιδιωτικοποίηση του νερού είναι κλασικό τέτοιο παράδειγμα.

Στην Ελλάδα γιατί δεν είχαμε δημοψηφίσματα, παρά μόνο για τη μορφή του πολιτεύματος     ; Γιατί είναι διευρυμένη η καχυποψία των ελληνικών πολιτικών ελίτ απέναντι στον λαό. Και ακριβώς λόγω της ασθενούς πολιτικής ηγεμονίας που είχε η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα, δεν είχε την αυτοπεποίθηση παρόμοια μείζονα ζητήματα να τα μεταφέρει στο επίπεδο του εκλογικού σώματος. Αυτά θέλουμε εμείς να τα αλλάξουμε και με τις προτάσεις αυτές και με το δημοψήφισμα του 2015, για το οποίο είμαστε υπερήφανοι. Ολοκλήρωσε μία περίοδο έξι μηνών ηρωικού αγώνα ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, στην πιο αποτρόπαια μορφή του και στις πολιτικές λιτότητας στην Ευρώπη.

Επομένως, όχι απλώς δεν έχουμε πρόβλημα να συζητήσουμε για αυτά, αλλά τα θεωρούμε τον κατεξοχήν προνομιακό χώρο αντιπαράθεσης μαζί σας ακριβώς γιατί θέτουν στο επίκεντρο της συζήτησης την ανάγκη ανάσχεσης του νεοφιλελευθερισμού και την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Η φοβικότητα που δείχνετε, μέσα σε πέντε χρόνια να παίρνετε πίσω κάτι το οποίο είχατε δεχθεί το 2014, δείχνει ακριβώς τη δική σας μετεξέλιξη προς την εντελώς αντίστροφη κατεύθυνση, να γίνετε δηλαδή ένα κόμμα νεοφιλελεύθερο και να αποβάλλετε ακόμα και αυτά τα χαρακτηριστικά επαφής με το εκλογικό σώμα, με τον λαό, που είχατε στο παρελθόν.

Οι προτάσεις μας, λοιπόν, επιδιώκουν να δώσουν πίσω στον λαό εκείνο το μερίδιο εξουσίας που το ίδιο το Σύνταγμα τού αναγνωρίζει. Ξέρετε, στις λατινογενείς γλώσσες η λέξη «δημοψήφισμα» referendum, είναι γερούνδιο του ρήματος «refero» που σημαίνει «επιστρέφω». Πρόκειται ακριβώς για αυτό, την επιστροφή στον λαό της κυριαρχίας του.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): Γιατί ακριβώς εμείς δεν πιστεύουμε ότι ο λαός είναι κυρίαρχος μόνο στη στιγμή των εκλογών. Θεωρούμε, λοιπόν, τα δημοψηφίσματα σαν έναν βασικό θεσμό συμπλήρωσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ενίσχυσης της πορείας μετάβασης από την τυπική στην ουσιαστική δημοκρατία και από την απλή ισονομία στην πραγματική ισότητα.

Προφανώς, στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής της πρότασής μας για τη συνταγματική αναθεώρηση συμπληρώνονται από τους θεσμούς που θέλουν να καταστήσουν και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία πιο ουσιώδη και πιο ουσιαστική, με πρώτη από αυτές τις προτάσεις την καθιέρωση της απλής αναλογικής, για την οποία προφανώς θα μιλήσουμε στη συνεδρίαση που η πλειοψηφία επέλεξε να τη μεταθέσει.

Άρα, οι προτάσεις μας συνοψίζονται στα εξής: Προτείνουμε την τροποποίηση της παραγράφου 2 του άρθρου 44, ώστε να καθιερωθεί ο θεσμός του δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία, μετά από αίτηση πεντακοσίων χιλιάδων πολιτών που έχουν εκλογικό δικαίωμα ή για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, μετά από αίτηση ενός εκατομμυρίου πολιτών. Η διαφορά εξηγείται γιατί όταν είναι να τεθεί σε αμφισβήτηση νόμος ο οποίος έχει ψηφιστεί από τη Βουλή, είναι λογικό να χρειάζεται μεγαλύτερο ποσοστό του εκλογικού σώματος. Αυτή είναι η συνταγματική πρακτική σε όλες τις χώρες της Ευρώπης που υπάρχει αντίστοιχος θεσμός. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και με το ισχύον συνταγματικό καθεστώς και με αυτό που προτείνουμε τα δημοψηφίσματα είναι δεσμευτικά.

Ως προς το ερώτημα που τέθηκε, δεν μπορεί να υπάρξει, νομίζω, βάσιμα η άποψη, όπως αποδέχθηκε στο τέλος και ο Εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας, ότι επιτρέπει η δημοκρατική αρχή, η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, να πει ένα πράγμα ο λαός και να γίνει κάτι άλλο.

..

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): Συμβιβασμός μεν, γιατί πράγματι στην άλλη μεριά της πλάστιγγας ήταν η καταστροφή της χώρας, βελτίωση όμως της θέση μας και κατά τη γνώμη μου απόλυτος σεβασμός της λαϊκής βούλησης όπως είχε εκδηλωθεί.

Προτείνουμε περαιτέρω την τροποποίηση του άρθρου 73 παράγραφος 1, για να καθιερωθεί συνταγματικά ο θεσμός της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, δηλαδή να αναγνωριστεί η δυνατότητα σε εκατό χιλιάδες πολίτες, που έχουν το εκλογικό δικαίωμα, να υποβάλλουν προτάσεις νόμου.

Παρόμοια πρόταση είχε υποστηριχθεί και από το ΠΑΣΟΚ και είναι από τα θέματα στα οποία δεν έχουμε αναστροφή θέσης. Τουλάχιστον στην προηγούμενη ψηφοφορία υπερψηφίστηκε αυτό από το Κίνημα Αλλαγής. Ξαναλέω ότι και εσείς το είχατε προτείνει στην πρόταση αναθεώρησης το 2014.

Προτείνουμε, επίσης, την προσθήκη εδαφίου στην παράγραφο 2 του άρθρου 28, προκειμένου να οριστεί ότι η διεθνής συνθήκη ή συμφωνία που προβλέπει μεταβίβαση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων του κράτους κυρώνεται υποχρεωτικά με δημοψήφισμα. Αυτό αφορά προφανώς και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.

Από όσους θεωρούν ότι γι’ αυτά τα θέματα δεν είναι ώριμος ο λαός ή ότι αν τίθενται παρόμοιες προϋποθέσεις μπορεί να ανασχεθεί η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης ουσιαστικά εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι δεν μπορεί να υπάρχει λαϊκή υποστήριξη στο εγχείρημα αυτό. Είναι κάτι που εμείς προφανώς αποκρούουμε, γιατί δεν θεωρούμε ότι ένα πολιτικό σχέδιο το οποίο δεν έχει ενσωματωθεί στην πολιτική βούληση των λαών της Ευρώπης έχει τις δυνατότητες να επιβιώσει και να ανθήσει. Και προφανώς γνωρίζετε ότι πολλές χώρες της Ευρώπης ήδη έχουν παρόμοια προϋπόθεση στα Συντάγματά τους.

Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, κύριε Πρόεδρε, κύριοι συνάδελφοι, καταρχήν για λόγους που αφορούν στη διεύρυνση και την εμβάθυνση της δημοκρατίας μας -σε ό,τι σας αφορά θα πρέπει να προσθέσω και για λόγους σεβασμού προς τον εαυτό σας, για την πρόταση του 2014-, θα πρέπει στην αναθεώρηση να σταθούμε με εκείνη την ευθύνη που απαιτεί ο ρόλος μας και να αντιστοιχίσουμε την Ελλάδα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπου σας είπα ότι τα δημοψηφίσματα είναι ο βασικός τρόπος επίλυσης κρίσιμων θεμάτων.

Και σε κατακλείδα, αν κάποιος υποστηρίξει ότι το Brexit αποτελεί γι’ αυτό ένα κακό παράδειγμα, να σας πω το ακριβώς αντίθετο. Το πρόβλημα στη Μεγάλη Βρετανία δεν προέκυψε από το ότι ζητήθηκε η γνώμη του λαού, αλλά γιατί δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή σαφής πλειοψηφία, με ευθύνη του πολιτικού συστήματο,ς για την κατεύθυνση της χώρας. Αδιέξοδο υπάρχει και στο Βρετανικό Κοινοβούλιο. Δεν προέκυψε μια σαφής απόφαση μέχρι στιγμής υπέρ οποιασδήποτε από τις επιλογές αυτές.

Άρα οποιοσδήποτε, κατά τη γνώμη μου, αμφισβητεί το δημοψήφισμα ως έγκυρο τρόπο δήλωσης της βούλησης του λαού, στην πραγματικότητα δεν αρνείται το δημοψήφισμα, αρνείται τη δημοκρατία.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Share.