Ομιλία Γιώργου Κατρούγκαλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, 29/11/2018

0

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΖ΄ – ΣΥΝΟΔΟΣ Δ΄

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ

Στην Αθήνα σήμερα, 29 Νοεμβρίου2018, ημέρα Πέμπτηκαι ώρα 11.08΄ στην Αίθουσα Γερουσίας του Μεγάρου της Βουλής, συνεδρίασε η Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, υπό την προεδρία του Προέδρου αυτής κ. Νικόλαου Παρασκευόπουλου, με θέμα ημερήσιας διάταξης: Συζήτηση προτάσεων για την αναθεώρηση του Συντάγματος σύμφωνα με το γενικό πρόγραμμα που αποφασίστηκε και την πρόοδο των εργασιών (συνέχιση και ολοκλήρωση της συζήτησης επί των άρθρων 2 και 3Σ).

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, που κατά τη γνώμη μου ανέδειξε την ανάγκη της αναθεώρησης του άρθρου 3.

Θα αναφερθώ στις τοποθετήσεις των Γενικών Εισηγητών. Ειδικά στην περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας, θα αναφερθώ περισσότερο στις απόψεις του κ. Βορίδη, πρώτον, γιατί θεωρώ ειλικρινέστερη την τοποθέτησή του, δεύτερον, γιατί τη θεωρώ την κρατούσα τελικώς στη Νέα Δημοκρατία και, τρίτον, γιατί οι ιδεολογικά καθαρές θέσεις εκ μέρους του κ. Βορίδη επιτρέπουν μια σαφέστερη ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση.

Γιατί θεωρώ ειλικρινέστερη την τοποθέτηση του κ. Βορίδη; Είναι η τρίτη φορά που το λέω: Κατά τη συζήτηση του Συντάγματος του 1975, ο τότε Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων της Νέας Δημοκρατίας, ο αείμνηστος Ζέπος, είχε πει ότι ορθότερο θα ήταν να προχωρήσουμε στη διάκριση ρόλων Εκκλησίας και Κράτους, αλλά δεν ήταν τότε η στιγμή. Αυτήν την άποψη δεν τη συμμερίζομαι, αλλά την αντιλαμβάνομαι. Είναι περίπου η αντίληψη που διατύπωσε ο κ. Κατσίκης: Περιμένουμε να υπάρξει μια απόλυτη σύμπτωση της Εκκλησίας και της Πολιτείας επ’ αυτού και τότε προχωρούμε.

Η Νέα Δημοκρατία τόσο με τον Γενικό, όσο και με τον Ειδικό Εισηγητή της μας είπε κάτι άλλο, ότι είναι περιττή, άχρηστη οποιαδήποτε επέμβαση, με δύο αιτιολογίες: Η πρώτη ήταν ότι, εν πάση περιπτώσει, η θρησκευτική ουδετερότητα της πολιτείας προκύπτει και από τον συνδυασμό άλλων διατάξεων του Συντάγματος και, δεύτερον, το θέμα μπορεί να ρυθμιστεί νομοθετικά.

Η προσπάθεια ιδεολογικής και συνταγματικής θεμελίωσης από τον Ειδικό Εισηγητή ήταν ακόμα ατυχέστερη. Μας είπε ότι δεν υπάρχει ευρυχωρία σε ένα φιλελεύθερο Σύνταγμα να εισαχθούν νέα στοιχεία άσχετα με αυτό. Αυτό είναι εσφαλμένο. Δεν είναι από τα θέματα στα οποία χωράει δεύτερη συζήτηση. Τα Συντάγματα εξελίσσονται. Ο κ. Βενιζέλος μιλάει για «παλίμψηστα Συντάγματα». Και σωστά μιλάει για παλίμψηστα. Δεν πρόκειται για επάλληλα γεωλογικά υποστρώματα. Υπάρχει υποκείμενο, το οποίο γράφει τις αλλαγές, το οποίο είναι οι κοινωνικοί αγώνες. Και ακόμα προφανέστερα τα φιλελεύθερα Συντάγματα -και μάλιστα αυτά που προέκυψαν από τις επαναστάσεις του 18ου αιώνα- ήταν και δημοκρατικά, με την έννοια ότι δεν ανήγαγαν ως θεμέλιο της κυριαρχίας του κράτους μια μεταφυσική έννοια, αλλά τη λαϊκή κυριαρχία και εξ αυτού του λόγου αντιδιέστελναν πλήρως θεοκρατικές αντιλήψεις ή αντιλήψεις σύμπτωσης ή παράλληλων λειτουργιών Εκκλησίας και Κράτους.

Ας έρθω τώρα στο γιατί θεωρώ ότι οι τοποθετήσεις του κ. Βορίδη είναι οι κρατούσες στην Νέα Δημοκρατία. Ακριβώς γιατί αναιρούν τη δυνατότητα αλλαγής σε συναινετικό κλίμα του άρθρου 3, που υπό ομαλές συνθήκες θα μπορούσαμε να πετύχουμε με τη Νέα Δημοκρατία, αν είχε παραμείνει στο ιδεολογικό πλαίσιο που είχε θέσει ο ιδρυτής της.

Όπως θα παρατηρήσατε, υπάρχει και ένας καταμερισμός ρόλων ανάμεσα σε αυτούς που θεωρώ πραγματικούς και σκιώδεις αρχηγούς της Νέας Δημοκρατίας –ως προς τον κ. Βορίδη και τον κ. Γεωργιάδη. Ο ένας έρχεται ως αγκιτάτορας, όπως λέγαμε παλιά, ως τρολ τώρα, να πει ως νέα μερικά παλιά πράγματα με έντονο ύφος για να προκαλέσει. Και έρχεται ο κ, Βορίδης για να τα θεμελιώσει ιδεολογικά.

Ο κ. Βορίδης τι μας είπε πρακτικά; Μας κατηγόρησε ως εθνομηδενιστές -κρατάω τον όρο γιατί μέχρι στιγμής τον άκουγα μόνο από τη μεριά της Χρυσής Αυγής- γιατί τάχα αρνιόμαστε να αναγνωρίσουμε την ταυτότητα του ελληνικού λαού.

Η αλήθεια είναι ότι η Αριστερά και εμείς και ταυτότητα δεχόμαστε για τον λαό μας και πατριωτική δύναμη είμαστε. Δεν υπήρξε στην Ελλάδα οργάνωση που να εκπροσώπησε με πιο αποτελεσματικό τρόπο τον «γάμο» του πατριωτισμού και των κοινωνικών αγώνων από το ΕΑΜ.

Ποια όμως είναι η διαφορά μας ως προς την ταυτότητα; Οι εθνικιστές πιστεύουν ότι η ταυτότητα καθορίζεται από το αίμα, το χώμα και τους νεκρούς. Εμείς πιστεύουμε ότι η ταυτότητα προσδιορίζεται από την κοινότητα των αξιών που έχουμε, όπως έλεγε ο Ισοκράτης ότι οι Έλληνες είναι όσοι μετέχουν της δικής μας παιδείας.

Άρα, για εμάς ο Αντεντοκούμπο είναι Έλληνας, γιατί το πιστεύει ο ίδιος, γιατί μοιράζεται τις αξίες μας, αν και το χρώμα του είναι μαύρο και οι γονείς του δεν γεννήθηκαν στην Ελλάδα.

Και αυτή είναι η διαφορά μας στην ουσία της. Εμείς εκπροσωπούμε τη σύγχρονη αντίληψη για το τι είναι πατριωτισμός. Ακριβώς αυτό έκανε και τον Χάμπερμας να εισαγάγει την ιδέα του συνταγματικού πατριωτισμού, ενώ τουλάχιστον αυτό το ρεύμα της σκέψης, που δυστυχώς έχει γίνει κυρίαρχο στην Νέα Δημοκρατία, αντανακλά όχι απλώς τις παρωχημένες αντιλήψεις, αυτές τις αντιλήψεις που αιματοκύλισαν την ήπειρό μας σ’ αυτόν τον διπλό εμφύλιο πόλεμο της Ευρώπης, τους δύο παγκοσμίους πολέμους.

Στο ΚΙΝΑΛ διαβλέπω μια υποκρισία άλλου είδους. Η υποκρισία νομίζω στις διατυπώσεις σας δεν είναι επί της ουσίας, γιατί έχουμε μια ταύτιση –νομίζω- ως προς το πώς βλέπουμε το άρθρο 3. Είναι ως προς το ότι ενώ επικαλείστε ότι δύο φορές είχατε καταθέσει μια ερμηνευτική δήλωση «που μοιάζει με τη δική μας», κατηγορείτε εμάς -όχι τόσο εσείς, όσο ο κ. Λοβέρδος, ο  Ειδικός σας Εισηγητής- για ασυνέπεια και εν πάση περιπτώσει για ατολμία, ενώ εσείς ήσασταν αυτοί που τις απέσυραν.

Το 2001 είχατε πλειοψηφία. Γιατί δεν προχωρήσατε στην αναθεώρησή του; Και δεν είναι μόνο αυτό. Δεν είναι μόνο σε αυτή την περίπτωση. Είναι και σε άλλα θέματα πιο μικρά, αλλά συναφή, όπως για τη σαρία. Γιατί δεν κάνατε κάτι τόσα χρόνια γι’ αυτήν; Πώς είναι δυνατόν να μας κατηγορείτε εμάς για ατολμία, όταν εμείς σε θέματα που χρονίζουν –είτε διακόσια χρόνια, όπως είναι αυτό της θρησκευτικής ουδετερότητας, είτε εβδομήντα, ογδόντα- προχωρούμε και δίνουμε λύσεις, σε αντίθεση με εσάς.

Τέλος, στην κατηγορία που μου απευθύνθηκε ότι δεν ήμουν επαρκώς αναλυτικός στο να εξειδικεύσω το τι είναι ουδετερόθρησκο –πάλι από τον Ειδικό Εισηγητή του ΚΙΝΑΛ- λέω το προφανές, ότι υπάρχουν τεχνικοί όροι -terminitechnici- που είναι γνωστοί στην συνταγματική επιστήμη και έτσι χρησιμοποιούνται.

Τι σημαίνει «θρησκευτική ουδετερότητα»; Ότι δεν υπάρχει κρατική θρησκεία. Σημαίνει ότι το κράτος δεν μπορεί να ταυτίζεται με το θρησκευόμενο τμήμα της κοινωνίας, όσο μεγάλο και να είναι αυτό, ακριβώς επειδή η θρησκευτική ελευθερία και η λατρεία στις σύγχρονες νεωτερικές δημοκρατίες δεν είναι δουλειά του κράτους, αλλά δικαίωμα του πολίτη.

Και η θρησκευτική ελευθερία προφανώς είναι κάτι διαφορετικό και εν μέρει -έχει δίκιο ο κ. Βενιζέλος- ανώτερο από τη θρησκευτική ουδετερότητα, γιατί με αυτήν ακριβώς το κράτος έρχεται να εγγυηθεί τη θρησκευτική ελευθερία για τους πολίτες του. Και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο προφανώς δεν θα καταργηθούν τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα τα οποία, όπως όλοι ξέρετε, είναι επίσημες κρατικές αργίες σε όλες τις χώρες που έχουν καθιερώσει το ουδετερόθρησκο.

Επομένως, με την πρόταση που καταθέσαμε, γίνεται προφανές ότι εισάγεται επιτέλους διάκριση ρόλων και λειτουργιών ανάμεσα στο Κράτος και την Εκκλησία, παύει να υπάρχει η πολιτειοκρατία που επέβαλε ασφυκτικούς ελέγχους στη λειτουργία της Εκκλησίας και ταυτόχρονα παύει να υπάρχει και αυτή η σύγχυση λειτουργιών και ρόλων, που δίνει τη δυνατότητα στην πολύ ορθά κατακριθείσα πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και σε πολλούς άλλους που θέλουν, να παρερμηνεύουν τη θρησκευτική συνείδηση στο άρθρο 16, παράγραφος 2, με όρους ομολογιακούς.

Και εδώ έχει δίκιο ο κ. Βορίδης. Εφόσον προσδιορίσουμε ότι δεν είναι κρατική θρησκεία, ότι υπάρχει η ουδετερότητα του κράτους έναντι της θρησκείας, παύει να υπάρχει οποιοσδήποτε συσχετισμός ανάμεσα στο άρθρο 13 και το άρθρο 16, παράγραφος 2 που να δίνει ομολογιακό περιεχόμενο στο μάθημα των θρησκευτικών.

Αυτό ήρθαμε να κάνουμε. Έχει νόημα η παρέμβασή μας και είναι μάλιστα μια από τις παρεμβάσεις που πολύ άργησαν. Έχει δίκιο το Κομμουνιστικό Κόμμα να λέει ότι αυτά είναι θέματα του 19ου αιώνα. Τότε μαίνονταν οι πολιτιστικοί αγώνες μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας. Εκεί, σε αυτόν τον αιώνα, εντάσσεται αυτή η αμφισβήτηση του τι κάνει το Κράτος και η Εκκλησία. Οι συγκρούσεις της εποχής μας είναι άλλες: τι κάνει το Κράτος και τι η αγορά την εποχή της παγκοσμιοποίησης, αλλά αυτά την επόμενη φορά.

Ευχαριστώ πολύ.»

Share.