Ομιλία Γιώργου Κατρούγκαλου στη συζήτηση σχετικά με το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027 και του συστήματος ιδίων πόρων της ΕΕ, 10/7/2018

0

Πρωτολογία

Δευτερολογία

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΖ΄ – ΣΥΝΟΔΟΣ Γ΄

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

ΠΡΩΤΟΛΟΓΙΑ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών, αρμόδιος για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις) : Ορθά επισημάνατε ότι δεν είναι η πρώτη και δεν θα είναι η τελευταία από τις συζητήσεις αυτές που θα έχουμε για τον προϋπολογισμό.

Να σας πω, ότι θεωρώ ιδιαίτερα θετική την αλληλεπίδραση αυτή ανάμεσα στην Κυβέρνηση και στη Βουλή.

Ξέρετε, υπάρχουν συνταγματικές τάξεις, όπου η αρμόδια Επιτροπή της Βουλής δίνει δέσμια εντολή στην Κυβέρνηση, όπως για παράδειγμα στην Ολλανδία και στη Γερμανία εφόσον καταφέρουμε να έχουμε ουσιαστική συζήτηση στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης, θα πρέπει να δούμε και πώς θα μπορούσε να γίνει, ενδεχομένως, και στη δική μας Βουλή ουσιαστικότερη η συμμετοχή των σχετικών Επιτροπών.

Επίσης, η κυρία Καββαδία και ο Πρόεδρος επεσήμαναν σωστά και τη σημασία και τις ιδιομορφίες της διαπραγμάτευσης και τα σημαντικά διακυβεύματα που αυτή έχει.

Δεν είναι μόνο το πόσα χρήματα πρέπει να έχει ο προϋπολογισμός, αν και αυτό είναι σημαντικό, γιατί προφανώς δεν μπορεί μια φιλόδοξη Ευρώπη να βασιστεί σε έναν προϋπολογισμό πολύ μικρό.

Ο προσανατολισμός, όμως, των κονδυλίων και ο προσανατολισμός και των δαπανών είναι σημαντικός και συναρτάται με τη συζήτηση για το τι Ευρώπη θέλουμε.

Όμως η ίδια η φύση της λήψης της απόφασης ουσιαστικά περιορίζει τη δυνατότητα να έχουμε ιδιαίτερα φιλόδοξες αποφάσεις, γιατί, όπως γνωρίζετε, ουσιαστικά πρόκειται για μια διακυβερνητικού τύπου διαδικασία, όπου απαιτείται ομοφωνία όλων χωρών και συναπόφαση του Ευρωκοινοβουλίου, πράγμα που σημαίνει ότι οι συμμαχίες που αναπτύσσονται, δεν είναι μόνο γύρω από το κεντρικό θέμα του προϋπολογισμού, αλλά και γύρω από τα επιμέρους ζητήματα, δηλαδή πόσες χώρες ευνοούνται από την Κοινή Αγροτική Πολιτική, πόσες χώρες από τη συνοχή.

Άρα, η διαπραγμάτευση είναι ιδιαίτερα περίπλοκη και μάλιστα τη συγκεκριμένη αυτή στιγμή που χαρακτηρίζεται από μια διπλή συγκυρία, εξόδου μεν από την κρίση, γιατί η διαπραγμάτευση γίνεται σε καλύτερη χρονική στιγμή από την προηγουμένη που ήταν ακριβώς εν τω μέσω της κρίσης, αλλά και σε μια στιγμή που η Ευρώπη είναι πολιτικά διχασμένη, και στο επίπεδο των αξιών, και στο επίπεδο του πολιτικού προσανατολισμού.

Η πρώτη πρακτική δυσκολία είναι η ανάγκη να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό που προκύπτει από το Brexit, το οποίο υπολογίζεται ανάμεσα σε 10 με 14 δις.

Υπάρχουν χώρες, αυτές που στη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης που μοιραία διαπλέκεται με αυτήν – σας θυμίζω το σενάριο της Επιτροπής να συγκεντρωθούμε σε λιγότερα πράγματα – θέλουν αυτό το δημοσιονομικό κενό να συνοδεύεται από αντίστοιχη μείωση των δαπανών. Θέλουν, δηλαδή, η Ευρώπη να κάνει λιγότερα.

Άλλοι θεωρούν, ότι θα πρέπει να υπάρχει αύξηση εισφορών.

Η Γερμανία είναι η μόνη χώρα που είναι καθαρός συνεισφορέας, η οποία αποδέχτηκε αυτό το ενδεχόμενο και η δική μας χώρα, εάν είχε να διαλέξει από το να χάσει εισροές από τον κοινοτικό προϋπολογισμό θα επέλεγε και αυτή τη σχετική αύξηση της συνεισφοράς της.

Το καθοριστικό, όμως, για τη δική μας Κυβέρνηση είναι η αύξηση των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκή Ένωσης, και για να αποκτήσει ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά ο προϋπολογισμός, αλλά και γιατί η επικέντρωση σε ιδίους πόρους που συναρτώνται με αναδιανομή σε επίπεδο Ευρώπης, είναι σαφώς η προτιμότερη λύση.

Ένα από τα καλά στοιχεία της διαπραγμάτευσης είναι ότι έχει ξαναμπεί στο τραπέζι κάτι που αρχικά απορριπτόταν, δηλαδή, ως ίδιος πόρος, να υπάρχει ένας φόρος στις διεθνείς χρηματιστηριακές συναλλαγές. Αυτό είναι σημαντικό και για τον έλεγχο επί του χρηματιστηριακού κεφαλαίου και γιατί αυτός ο πόρος είναι ξεκάθαρα αναδιανεμητικός.

Άλλοι ιδίοι πόροι, θα μπορούσαν να είναι η φορολόγηση των γιγάντων του Internet, που, όπως ξέρετε, δεν είναι ευρωπαϊκοί, και που με διάφορες φορολογικές αξιοποιήσεις του φορολογικού καθεστώτος σε χώρες, που δεν είναι φορολογικοί παράδεισοι, αλλά είναι ευρωπαϊκές χώρες που, όμως, δίνουν ιδιαίτερο καθεστώς, ουσιαστικά απολαμβάνουν μιας ιδιόμορφης φορολογικής ασυλίας.

Τώρα ως προς τα ειδικότερα θέματα, όπως ξέρετε, η πρόταση της Επιτροπής είναι ο νέος προϋπολογισμός, το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο να ανέρχεται σε 1,1% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος της Ένωσης. Εμείς υποστηρίζαμε την πρόταση του Ευρωκοινοβουλίου και εξακολουθούμε να την υποστηρίζουμε για μεγαλύτερο ποσοστό, για 1,3%. Θα πρέπει να συνυπολογιστεί, ότι στην πρόταση της Επιτροπής τα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης, που δεν συνυπολογίζονταν στον προηγούμενο προϋπολογισμό, τώρα έχουν συνενωθεί, με αποτέλεσμα η σχετική αύξηση σε σχέση με το προηγούμενο ποσοστό να είναι σαφώς μικρότερη.

Ως προς τη δομή, προσανατολίζεται ο νέος προϋπολογισμός στο να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως είναι η ψηφιοποίηση της οικονομίας στο πλαίσιο της λεγόμενης «Τέταρτης τεχνολογικής επανάστασης» και στις προκλήσεις που αφορούν στην πίεση στα σύνορα, δηλαδή, το μεταναστευτικό.

Άρα, ως προς τη δομή, ο αριθμός των κατηγοριών του προϋπολογισμού αυξάνεται από 5 σε 7. Ουσιαστικά, αυτό που συμβαίνει είναι ότι η παλιά κατηγορία που αφορούσε την εσωτερική αγορά σπάει σε δύο νέες κατηγορίες, η μία είναι «Καινοτομία – Ψηφιακή Οικονομία» και η δεύτερη είναι «Συνοχή και Αξίες». Σημειώστε το «Αξίες», γιατί προτείνεται για πρώτη αιρεσιμότητα σε σχέση με το κράτος δικαίου, για το οποίο είμαστε, καταρχήν, θετικοί.

Δεύτερον, σε ό,τι αφορά στην εξωτερική πολιτική προστίθενται δύο νέες κατηγορίες, «Μετανάστευση και Διαχείριση Συνόρων, Ασφάλεια και Άμυνα», που αντικαθιστούν έναν γενικότερο τίτλο του παρελθόντος που επίγραφόταν «Ασφάλεια και Ιθαγένεια».

Σημαντικές προκλήσεις για τη χώρα μας είναι η πρόταση για σημαντικές μειώσεις στις παραδοσιακές πολιτικές συνοχής και Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ). Ως προς τη συνοχή υπάρχουν μερικές προσωρινές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που θεωρούν ότι, λόγω της πτώσης του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της χώρας μας, εξαιτίας της κρίσης, παρά την ενδεχόμενη μείωση, η χώρα μας πρόκειται να βγει ωφελημένη με μια αύξηση των κονδυλίων κατά 8%.

Θεωρούμε πρόωρο αυτό το συμπέρασμα. Προφανώς, συνεχίζουμε να επιδιώκουμε το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό κατανομής για τη χώρα μας και θέλω να το σημειώσετε αυτό, έχοντας, όμως, υπόψη ότι είμαστε στην αρχή ακόμα της διαπραγμάτευσης.

Σημαντικό, επίσης, είναι για την Ελλάδα η διασφάλιση των επιπέδων χρηματοδότησης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στο σημερινό επίπεδο, σε σταθερές τιμές και αναζητούμε σύμμαχους. Η Γαλλία είναι από τις χώρες, η οποία παραδοσιακά προστατεύει τα κονδύλια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και που αντέδρασε με τον εντονότερο τρόπο ως προς την περικοπή αυτή.

Επίσης, να σας πω ότι η αρχική φιλοδοξία της Επιτροπής, την οποία στηρίζουμε και εμείς, είναι η σχετική συζήτηση να έχει ολοκληρωθεί πριν από τις Ευρωεκλογές του 2019, ενόψει και του φόβου, ότι το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να αντανακλά αυτή την ανερχόμενη τάση οπισθοχώρησης της Ευρώπης στην Ευρώπη «φρούριο».

Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό θα είναι εφικτό. Θέλω να σας πω ότι εμείς, ως κυβέρνηση, εξακολουθούμε να επιδιώκουμε πολύπλευρες συμμαχίες, καταρχήν στο πλαίσιο του μεσογειακού νότου, της πρωτοβουλίας των 7 που έχουμε πάρει, αλλά και στο πλαίσιο της βαλκανικής μας γειτονιάς και ευρύτερες συμμαχίες, τις οποίες, θα έχω την ευκαιρία να σας αναπτύξω και στο μέλλον.

Είναι μια διαδικασία δυναμική σε διαπραγμάτευση που έχει το χαρακτηριστικό ότι συγκρούονται διαφορετικές αντιλήψεις για την Ευρώπη, διαφορετικά κοινωνικά και ταξικά συμφέροντα, αλλά και διαφορετικά εθνικά συμφέροντα και αυτό κάνει τη διαδικασία ιδιαίτερα πολυεπίπεδη και περίπλοκη. Ευχαριστώ.

 

ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών, αρμόδιος για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις) : Νομίζω ότι ήταν ιδιαίτερα θετικό ότι μιλήσαμε επί της ουσίας. Έχουμε κατακτήσει ένα επίπεδο ουσιαστικής συζήτησης, στην Επιτροπή.

Κυρίως, θα απαντήσω στις ερωτήσεις και τις παρατηρήσεις που έχουν γίνει, διότι νομίζω ότι, έτσι, στο επίπεδο αυτών των Επιτροπών, μπορούμε να προωθήσουμε τον κοινοβουλευτικό διάλογο.

Να πω ότι θεωρώ ιδιαίτερα θετικές όλες τις παρατηρήσεις που άκουσα. Από τη μεριά της Ν.Δ., λογικό είναι, ότι έγινε μια προσπάθεια να αρθρωθεί και αντιπολιτευτικός λόγος, γι’ αυτό, άλλωστε, υπάρχει και η Αντιπολίτευση.

Νομίζω ότι καλό θα ήταν να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στα θέματα εφαρμογής και στα θέματα σχεδιασμού του Προϋπολογισμού. Νομίζω, άλλωστε, ότι σε ορισμένους συγκριτικούς τομείς, όπως η απορροφητικότητα του ΕΣΠΑ, είναι προφανές ότι οι συγκρίσεις εφαρμογής είναι υπέρ της δικής μας Κυβέρνησης.

Εν πάση περιπτώσει, θέλω να δώσω έμφαση, κυρίως, στα θετικά. Το χαρακτηριστικό, πάντοτε, της συζήτησης του Κοινοτικού Προϋπολογισμού είναι ότι αναδεικνύονται και ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές. Υπάρχουν δυνάμεις που θέλουν πιο κοινωνική Ευρώπη και άλλες που δεν θέλουν. Υπάρχουν, όμως και σταθερά εθνικά χαρακτηριστικά, που είναι σχετικά με τη δομή της οικονομίας κάθε χώρας, τα οποία, διαχρονικά, αναδεικνύουν μια σχετική σταθερότητα των εθνικών θέσεων.

Προφανώς, λοιπόν, εμείς υπερασπιζόμαστε, πάντοτε, ως χώρα, διότι αυτά είναι τα συμφέροντά μας, τη διατήρηση των κονδυλίων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και της συνοχής. Επομένως, όχι μόνο ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά, θέλουμε να τα ενισχύσουμε.

Το καινούργιο, που εισφέρουμε εμείς, στη σχετική συζήτηση, είναι ότι πιστεύουμε ότι πρέπει να υπάρχουν και συμπληρωματικά κοινωνικά κριτήρια, σε σχέση με την ανεργία και με τη φτώχεια, τα οποία θα προσδιορίζουν ακόμη περισσότερο την εξειδίκευση και τη στόχευση των κονδυλίων συνοχής, ώστε να είναι πιο αποτελεσματικά.

Θα προσπαθήσω, τώρα, να απαντήσω σε ερωτήσεις που έγιναν, ξαναλέγοντας ότι θεωρώ θετικό ότι άκουσα, από τον κύριο Σταϊκούρα, υποστήριξη θέσεων, τις οποίες και εμείς υποστηρίζουμε, όπως την ανάγκη για αυξημένη λογοδοσία, για να υπάρχει μια έμφαση στα ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά. Δηλαδή, σε αυτά που μπορούν, σε επίπεδο Ευρώπης, να προωθηθούν περισσότερο και αποτελεσματικότερα, από ό,τι σε επίπεδο εθνικών κρατών. Επ’ αυτήν την έμφαση στην ανάγκη να υπάρχει δίκαιη και κοινωνική αναδιανομή.

Ως προς τα θέματα που τέθηκαν, προφανώς εμείς θέλουμε αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού. Ανέφερα στην αρχική μου ομιλία ότι είμαστε πολύ πιο κοντά στη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε σχέση με αυτή την πρόταση της Επιτροπής, αν και αντιλαμβανόμαστε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να κατεβάσει μια πιο μετριοπαθή πρόταση, έχοντας υπόψη τις αντιδράσεις των καθαρών συνεισφορέων που, πέραν της Γερμανίας, δεν φαίνονται διατεθειμένοι να αυξήσουν τη συμμετοχή τους.

Ειδικά στον τομέα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, δεν έχουμε μόνο την ανάγκη της διατήρησης των κονδυλίων, αλλά και της διατήρησης των άμεσων ενισχύσεων, παίρνοντας υπόψη μια δομική ιδιομορφία της ελληνικής γεωργίας, τον πολύ μικρό κλήρο. Είμαστε η δεύτερη χώρα, μετά τη Μάλτα, ως προς τις επιδοτήσεις ανά εκτάριο. Αυτό έχει εξηγηθεί ως ιδιομορφία της δικής μας οικονομίας και προσδοκούμε ότι δεν θα έχουμε μειώσεις σ’ αυτό το επίπεδο.

Προφανώς προωθούμε συμμαχίες, όχι μόνο με παραδοσιακούς στρατηγικούς εταίρους, όπως είναι η Γαλλία, που σε αυτό τον τομέα είναι πρωτοπόρα. Προσπαθούμε να έχουμε και συμμαχίες σε διαφορετικά επίπεδα, για παράδειγμα με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία έχουμε συμφωνήσει σε μια τριμερή συνεννόηση σε κάθε συμβούλιο σ’ αυτά που συμμετέχω εγώ και σ’ αυτά που συμμετέχει ο Υπουργός Εξωτερικών, για την προώθηση παρόμοιων κοινών θέσεων.

Γι’ αυτό το λόγο, και τώρα απαντώ στη δεύτερη ερώτηση, γιατί νομίζω κάλυψα την πρώτη ερώτηση του κ. Φορτσάκη, αντιδρούμε στη μείωση των κονδυλίων και είμαστε διατεθειμένοι, εφόσον και άλλες χώρες ακολουθήσουν το παράδειγμα της Γερμανίας και εμείς να δεχθούμε αύξηση της δικής μας συνεισφοράς, γιατί στα μοντέλα τα οποία μελετάμε υπολογίζουμε ότι θα κερδίσουμε, αν αυξηθεί αυτή η συνεισφορά, σε σχέση με τους φακέλους κονδυλίων που πρόκειται να επιστραφούν στη χώρα μας.

Στο επίπεδο της αιρεσιμότητας του κράτους δικαίου, η συζήτηση γίνεται επειδή έχει φανεί αναποτελεσματική η χρήση της διαδικασίας του άρθρου 7 της Συνθήκης, σε περιπτώσεις που κάποιο κράτος φαίνεται να αποκλίνει είτε από τις αρχές της αλληλεγγύης – μη εφαρμογή αποφάσεων, δηλαδή, το μεταναστευτικό- είτε να προσβάλει θεμελιώδες μορφές της δομής του κράτους δικαίου. Ειδικά στον τομέα της δικαιοσύνης, είναι περιπτώσεις που συζητούνται αυτή την περίοδο, κυρίως της Πολωνίας και δευτερευόντως της Ουγγαρίας.

Απέναντι σε αυτής της μορφής την αιρεσιμότητα είμαστε θετικοί, ενώ είμαστε αντίθετοι σε μορφές αιρεσιμότητας που φοβόμαστε ότι μπορούν να αποκτήσουν ιδεολογικά χαρακτηριστικά υπέρ ενός νεοφιλελεύθερου μοντέλου ευελιξίας, απέναντι σε ένα μοντέλο πιο κοινωνικής διάστασης της οικονομίας, που εμείς θέλουμε να υποστηρίξουμε.

Αυτό που είχαμε προτείνει ακολουθώντας μια ομάδα κρατών που λέγεται στην Ε.Ε., «οι φίλοι του κράτους δικαίου», είναι να υπάρξει μια ετήσια διαδικασία «reporting», αναφοράς σε όλα τα κράτη μέλη για θέματα κράτους δικαίου και δικαιωμάτων, ούτως ώστε να μην μπορεί να επιχειρηματολογηθεί για λόγους λαϊκιστικούς, ότι οι Βρυξέλλες θέλουν να ελέγξουν τη μία ή την άλλη χώρα στοχευμένα, Με αυτό τον τρόπο, κάθε κράτος θα υπόκειται σε μία ανάλογη διαδικασία.

Δεν νομίζω ότι υπάρχει αυτός ο κίνδυνος που ανέφερε ο συνάδελφος κ. Φορτσάκης, δηλαδή, ενόψει προβλημάτων που πράγματι έχουμε στην ελληνική δικαιοσύνη, όπως η καθυστέρηση των αποφάσεων, να έχουμε απώλεια πόρων, γιατί η σύλληψη της Επιτροπής είναι για εντελώς ακραίες περιπτώσεις που διακινδυνεύουν τη συνοχή των αξιών της Ε.Ε., γι’ αυτό και υπάρχει και σχετικό κεφάλαιο στον προϋπολογισμό που για πρώτη φορά αναφέρεται σε αξίες, κάτι που προσωπικά το θεωρώ θετικό.

Στην παρατήρηση του κ. Αντωνίου, να πω ότι έχει ξαναμπεί ευτυχώς στο τραπέζι το ζήτημα του ίδιου πόρου που συναρτάται με ένα φόρο από τις διεθνείς χρηματιστηριακές συναλλαγές και το θεωρούμε ιδιαίτερα θετικό. Η αναφορά Μόντι περιλαμβάνει μια γκάμα προτάσεων που περιλαμβάνουν και αυτή την πρόταση και άλλες. Εμείς, αυτήν ειδικά, την θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική, όπως ανέφερα και στην αρχική μου εισήγηση, την προσπάθεια φορολογίας των γιγάντων του ίντερνετ, που συναρτάται με κάτι που δεν συνδέεται με τον προϋπολογισμό άμεσα, αλλά έχει σαφέστατη οργανική σχέση, την αναζήτηση ενός μίνιμουμ φορολογικής εναρμόνισης στην Ε.Ε., για να μην επιτρέπουμε το φαινόμενο ειδικά μεγάλες πολυεθνικές να μην έχουν φοροδοτική υποχρέωση.

Νομίζω, ότι έχω απαντήσει στις ερωτήσεις που έγιναν. Σημείωσα ιδιαίτερα, τις αναφορές του κ. Ξυδάκη για τα θέματα άμυνας. Εμείς θέλουμε η Ευρώπη να αποκτήσει πολιτική βαρύτητα, να μην είναι μόνο οικονομικός γίγαντας και αυτό συναρτάται με την ανάγκη να περιφρουρηθούν τα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης, όχι απέναντι στους αδύναμους, προφανώς, θα πρέπει να οριοθετηθούν σύνορα και απέναντι στη μεταναστευτική πολιτική, αλλά και απέναντι στις απειλές άλλου είδους, αυτές που κυρίως αντιμετωπίζει η χώρα μας.

Επίσης, θεωρώ σημαντικές τις προτάσεις που άκουσα από τον κ. Μάρδα, για πιο εξειδικευμένες λεπτομέρειες που είπε να προσέξουμε, και από τον κ. Μπάρκα, για τα θέματα του διαλόγου και της αναζήτησης συμμαχιών. Σας είπα και προηγουμένως, ότι επιδιώκουμε να έχουμε πολυεπίπεδες συμμαχίες, όχι μόνο με τους παραδοσιακούς στρατηγικούς μας εταίρους, αλλά και σε όλα τα επίπεδα. Για παράδειγμα, με την Πολωνία συζητάμε στα πλαίσια της ομάδας «Φίλων της συνοχής».

Είμαστε στα μέσα ενός Μαραθωνίου, όπου συγκρούονται κοινωνικές απόψεις. Για παράδειγμα, το θέμα του οκταώρου σωστά τέθηκε. Είχαμε μια ψηφοφορία στο Ευρωκοινοβούλιο χθες, που πράγματι διαχωρίστηκαν πολιτικές ομάδες. Εκεί αναφέρθηκα, όταν είπα, ότι υπάρχει έδαφος πολιτικής σύγκρουσης μεταξύ των διαφορετικών πολιτικών χώρων. Εκεί οι ευρωβουλευτές της Ν.Δ. ψήφισαν υπέρ μιας εκδοχής χαλάρωσης της προσπάθειας του οκταώρου, όπως άλλωστε και ο αρχηγός της Ν.Δ., μιλώντας στη γενική συνέλευση του ΣΕΤΕ. Εμείς αντιθέτως, θεωρούμε ότι υπάρχουν στοιχεία του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, τα οποία κάθε άλλο παρά είναι αντίθετα στην ανταγωνιστικότητα και πρέπει να τα υπερασπίσουμε, γιατί ακριβώς είναι ταυτοτικά για την Ευρώπη.

Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτή της πολλαπλής αντιπαράθεσης στην οποία συγκρούονται πολιτικές και κοινωνικές αντιλήψεις, αλλά και επιμέρους συμφέροντα κρατών, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε ως κυβέρνηση και θέλουμε να έχουμε συνεχή επικοινωνία με τη Βουλή, για να εμπλουτίζετε τις ιδέες μας και να μπορούμε να διαμορφώνουμε μέτωπα, εκεί που πράγματι συμφωνούμε και να εξακολουθούμε να έχουμε τις διαφορές μας, εκεί που διαφωνούμε.

 

Share.