Ομιλία Γ. Κατρούγκαλου στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, 25/4/2016

0

25/04/2016

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΖ΄- ΣΥΝΟΔΟΣ Α΄

ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

 

Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Ο

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης): Κύριοι συνάδελφοι, ορθά επισημάνθηκε και σ’ αυτή την προκαταρκτική συζήτηση, επί των διαδικαστικών, και στο παρελθόν, όταν είχαμε τη δυνατότητα να συζητήσουμε σε επίπεδο Ολομέλειας, προ ημερήσιας διατάξεως, η εθνική σημασία που έχει η μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού και πόσο έχει καθυστερήσει.

Θα ήθελα η συζήτηση, η οποία θα ακολουθήσει, να μην έχει κυρίως το χαρακτήρα επιμερισμού πολιτικών ευθυνών για το αδιέξοδο, το οποίο κληρονομήσαμε, αν και είναι προφανές ότι για εμάς μια τέτοια συζήτηση θα ήταν προνομιακή, διότι είναι ηλίου φαεινότερο ότι υποδεχθήκαμε μια χαοτική κατάσταση, όχι μόνο σε ό, τι αφορά στο έλλειμμα των ασφαλιστικών οργανισμών, που είχε μεγαλώσει κατά την πενταετία της κρίσης κατά το ένα τρίτο σε σχέση με το παρελθόν, αλλά κυρίως γιατί κληρονομήσαμε ένα σύστημα πλήρως ανορθολογικό, άναρχο, με πληθώρα κανόνων που δεν εξασφάλιζε ούτε την ισονομία ούτε την αποτελεσματικότητα της κοινωνικής προστασίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως προκύπτει απ’ όλους τους κοινωνικούς δείκτες, τόσο η αναπλήρωση εισοδήματος που αντανακλάται στο βαθμό των ανισοτήτων όσο και η προστασία από τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό ήταν στην Ελλάδα σε πολύ κατώτερα επίπεδα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και είναι επίσης προφανείς οι ευθύνες τόσο για την κακοδιαχείριση στο παρελθόν των αποθεματικών των ταμείων όσο και από την καταλήστευσή τους στο PSI, που άφησε ένα σύστημα ανυπεράσπιστο σε συνθήκες που και το πιο καλά θωρακισμένο Ασφαλιστικό Σύστημα θα είχε δυσκολίες να αντιμετωπίσει. Αναφέρομαι, προφανώς, στην ανεργία του 25%, στην αδυναμία, λόγω της κρίσης, αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών να ανταποκριθούν στις εισφορές τους.

Σας καλώ, όμως, να προσανατολιστούμε προς το μέλλον και να επιχειρήσουμε να διαμορφώσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το ασφαλιστικό σύστημα που ταιριάζει στις επόμενες γενιές, αντιμετωπίζοντάς το, όχι αποκλειστικά με όρους οικονομικής βιωσιμότητας για το επόμενο βραχύ χρονικό διάστημα, όπως ήταν όλες οι επεμβάσεις που έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά με δομικό και διαρθρωτικό τρόπο, που θα εξασφαλίζει ταυτόχρονα την οικονομική του βιωσιμότητα, που είναι προϋπόθεση, αλλά ταυτόχρονα και την κοινωνική του αποτελεσματικότητα στα δύο επίπεδα που προανέφερα: άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, αποτελεσματική διεύρυνση της κοινωνικής προστασίας, ώστε να μην αφήνει απροστάτευτη καμία ομάδα του πληθυσμού.

Ενόψει αυτής της ανάγκης διατυπώνουμε την πρόταση για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση στο πλαίσιο -αν προσέξατε τον τίτλο του νομοσχεδίου- ενός ενιαίου συστήματος κοινωνικής προστασίας, κοινωνικής ασφάλειας. Γιατί στο παρελθόν, μολονότι το ποσοστό του κοινωνικού προϋπολογισμού επί του συνόλου του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος ήταν κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, υπήρχε πράγματι μια ιδιαίτερη στρεβλή κατανομή των κοινωνικών πόρων στο εσωτερικό του, μια ιδιαίτερη διόγκωση των συνταξιοδοτικών δαπανών και πάλι χωρίς να παρέχεται επαρκής προστασία στους συνταξιούχους, με μια παράλληλη υποβάθμιση άλλων αναγκαίων κοινωνικών παροχών, όπως επιδόματα ανεργίας, φροντίδα για την οικογένεια και τα λοιπά.

Προϋπόθεση, λοιπόν, για να έχουμε μια συνολική αντιμετώπιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας είναι να αντιμετωπίσουμε ως σύνολο τις βασικές κοινωνικές λειτουργίες του κράτους στο επίπεδο της υγείας, της κοινωνικής πρόνοιας – κοινωνικής αλληλεγγύης και της κοινωνικής ασφάλισης.

Η μεταρρύθμιση αποσκοπεί να ενσωματώσει εκείνες τις πλευρές του τρίτου μνημονίου που έχουν ψηφιστεί από όλες τις Πτέρυγες της Βουλής, εκτός από αυτούς που είναι αντίθετοι με την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε., δηλαδή, την αναγκαία προσαρμογή της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1% και δυσμενείς πλευρές, όπως η κατάργηση του ΕΚΑΣ. Επιχειρεί να τις ενσωματώσει, ακριβώς αντικαθιστώντας, για παράδειγμα την κατάργηση του ΕΚΑΣ, με ισοδύναμα, όπως η εθνική σύνταξη, που κατά τη γνώμη μας έχουν μεγαλύτερη κοινωνική αποτελεσματικότητα στο πλαίσιο των αρχών που προανέφερα, όπως, επίσης, προχωρώντας στην αναγκαία προσαρμογή της δημοσιονομικής δαπάνης, προσπαθώντας να εξασφαλίσουμε την καλύτερη δυνατή κάλυψη για τους πιο αδύναμους και για τη μεσαία τάξη.

Παρενθετικά να πω ότι και να μην ήταν μνημονιακή υποχρέωση η προσαρμογή του 1% του Α.Ε.Π., θα ήμασταν αναγκασμένοι να τη κάνουμε, γιατί τα πραγματικά ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος είναι πολλαπλάσια του 1% και δημιουργούν πραγματικά μια ωρολογιακή βόμβα που προ πολλού κτυπά στο παρά ένα για το σύστημα των συντάξεων μας.

Τα χαρακτηριστικά της μεταρρύθμισης τα οποία διαφοροποιούν αυτή τη μεταρρύθμιση με άλλες αντίστοιχες θεσμικές προσαρμογές της τελευταίας δεκαπενταετίας στην Ε.Ε. είναι δύο. Πρώτον, η εφαρμογή κανόνων ισονομίας, εφαρμογή των ίδιων κανόνων τόσο σε ό, τι αφορά στις εισφορές όσο και σε ό, τι αφορά στις συνταξιοδοτικές παροχές, σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού, μισθωτούς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ελεύθερα απασχολούμενους επιστήμονες, αγρότες, με μία προσαρμογή στους κανόνες αυτούς της ισονομίας και της ίσης μεταχείρισης, μόνο εκεί που χρειάζεται να προστατευθούν οι πιο αδύναμοι. Περαιτέρω, η ισονομία δεν αφορά μόνο οριζόντια κοινωνικά στρώματα, τις διάφορες κοινωνικές τάξεις που προανέφερα, αφορά και την διαγενεακή δικαιοσύνη, γιατί για πρώτη φορά επιχειρούμε, χωρίς μεταβατικές περιόδους που στέλνουν τον λογαριασμό στην επόμενη γενιά με μία μικροπολιτική λογική που, δυστυχώς, ακολουθούσε μέχρι τώρα το πολιτικό σύστημα, να εφαρμόσουμε τους ίδιους κανόνες και προς το μέλλον και προς το παρελθόν, επανυπολογίζοντας όλες τις συντάξεις και τις κύριες και τις επικουρικές με βάση τους κανόνες που προβάλουμε για το μέλλον και που θεωρούμε ότι εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα και τη δικαιοσύνη.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό της προεργασίας μας το προανέφερα, αφορά στην κοινωνική δικαιοσύνη, δηλαδή να εφαρμοστεί η ισονομία και η ισότητα, όχι, όμως, με όρους τυπικής, αλλά ουσιαστικής ισότητας, με ιδιαίτερη, δηλαδή, πρόνοια για αυτούς που έχουν ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ προσδιορίζουμε την ελάχιστη ασφαλιστική υποχρέωση για όλους στο επίπεδο που είναι ο μισθός του ανειδίκευτου εργάτη, ειδικά για τους αγρότες, επειδή ξέρουμε ότι το αγροτικό εισόδημα είναι κατά μέσο όρο πολύ κατώτερο από το αστικό, προβλέπουμε την ελάχιστη αυτή ασφαλιστική υποχρέωση στο 70%, βελτιώνοντας την αρχική πρόβλεψη του νόμου. Στο 70%, λοιπόν, επαναλαμβάνω επί του μισθού του ανειδίκευτου εργάτη.

Το βασικό εργαλείο κοινωνικής δικαιοσύνης, όμως, που προβλέπουμε στο νόμο αυτό είναι η εθνική σύνταξη, μολονότι είχε υποστηριχθεί κατά κόρον το αντίθετο. Η εθνική σύνταξη που προβλέπουμε είναι εντελώς διαφορετική από τη βασική σύνταξη του ν.3863/2010 και του ν.3865/2010, γιατί στους νόμους αυτούς η βασική σύνταξη ήταν ένας βασικά λογιστικός τρόπος υπολογισμού του τελικού συνταξιοδοτικού ποσού. Εμείς, αντίθετα, καθιερώνουμε για πρώτη φορά μία τομή σε σχέση με τα θεσμικά χαρακτηριστικά που είναι το σύστημά μας που μέχρι τώρα ήταν αποκλειστικά βισμαρκιανό, βάσιζε, δηλαδή, τις συνταξιοδοτικές παροχές στις ασφαλιστικές εισφορές με μία συμμετοχή του κράτους στο πλαίσιο της κρατικής χρηματοδότησης. Εμείς καθιερώνουμε μία εθνική σύνταξη που έχει ως βασικό χαρακτηριστικό ότι δεν χρηματοδοτείται από τις εισφορές, αλλά αποκλειστικά από την φορολογία για να αποτελέσει ταυτόχρονα εργαλείο αναδιανομής προς όφελος των φτωχότερων και των κατώτερων μεσαίων στρωμάτων, αλλά και ταυτόχρονα να αποτελέσει εγγύηση μία ελάχιστης αφετηρίας που θα ανταποκρίνεται σε αυτό που θεωρεί πάγια η νομολογία μας ότι αποτελεί περιεχόμενο της συνταγματικής επιταγής για την κοινωνική ασφάλιση. Να εξασφαλίζεται, δηλαδή, για όλους ένα ελάχιστο αξιοπρεπούς διαβίωσης που θα σημαίνει προστασία από την ακραία φτώχια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, για αυτό και αγκυροβολείται η εθνική σύνταξη στο όριο της φτώχιας, όπως ορίζεται από την Ε.Ε. στο 60%, δηλαδή, του διάμεσου εισοδήματος.

Η πρόβλεψη αυτή για την εθνική σύνταξη, σε συνδυασμό με τα ποσοστά αναπλήρωσης της ανταποδοτικής εξασφαλίζει πλήρη προστασία των χαμηλότερων και των μεσαίων εισοδημάτων. Θα σας το πω με ένα παράδειγμα. Το ποσοστό αναπλήρωσης του εισοδήματος του μισθού για κάποιον που έχει 750 ευρώ στην διάρκεια της εργασιακής του ζωής ως άθροισμα της εθνικής σύνταξης και της ανταποδοτικής είναι 98%. Το αντίστοιχο ποσοστό για αυτόν που έχει μέσο εργασιακό εισόδημα 1.000 ευρώ και δυστυχώς στο πλαίσιο της φτωχοποίησης που έχει βάλει η μνημονιακή πολιτική της λιτότητας αυτή είναι η πλειονότητα των συμπολιτών μας τόσο των μισθωτών όσο και των αυτοαπασχολούμενων,

για αυτούς λοιπόν, που αποτελούν την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας, το ποσοστό αναπλήρωσης φτάνει στο 85%. Και αναφέρομαι στην κύρια σύνταξη, όχι στην επικουρική.

Θεωρούμε, λοιπόν, ότι η πρότασή μας εξασφαλίζει κοινωνική δικαιοσύνη και ισονομία. Προβλέπονται μεταβατικές περίοδοι, σημαντικές, ανώτερες από αυτές του προσχεδίου. Γιατί πράγματι υπάρχει η επιβάρυνση σε ορισμένα στρώματα, όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιστήμονες, όχι οι έμποροι, που εκεί, για τη συντριπτική πλειονότητα του 90%, οι ρυθμίσεις είναι ευνοϊκές.

Γι’ αυτόν το λόγο, λοιπόν, έχουμε διευρύνει τη μεταβατική περίοδο και έχουμε προβλέψει σημαντικές προσαρμογές των εισφορών, σε σχέση με τους ελεύθερους επαγγελματίες. Εξακολουθούν να παραμένουν πολύ υψηλές οι εισφορές, γενικά. Και για τους ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά και για τους μισθωτούς. Γιατί γίνεται αυτό;

Εάν θέλουμε να διατηρήσουμε το σημερινό επίπεδο των συντάξεων, δεν έχουμε άλλη λύση, παίρνοντας υπόψη τη μεγάλη μείωση της εισφοροδοτικής βάσης, που συνεπάγεται η ανεργία και η αδυναμία των ελεύθερων ματιών να πληρώσουν τις εισφορές τους. Ανταποκριθήκαμε σε αυτήν την πραγματικότητα, αφενός προσαρμόζοντας εισφορές στο πραγματικό εισόδημα και όχι στο εικονικό και υπολογίζοντας τις εισφορές εκεί που πρέπει να είναι για να εξασφαλισθούν οι σημερινές συντάξεις.

Όποιος ισχυρίζεται ότι μπορεί να μειωθούν οι εισφορές, χωρίς να μειωθούν οι συντάξεις, δημαγωγεί. Και αυτό πρέπει να είναι σαφές για τη συζήτηση που θα ακολουθήσει.

Τέλος, για τους υφιστάμενους συνταξιούχους. Εκπληρώσαμε πλήρως τις δεσμεύσεις που είχαμε ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου. Καμία οριζόντια μείωση δεν γίνεται. Προστατεύονται απολύτως οι κύριες συντάξεις και υπάρχει μια αναπροσαρμογή στις επικουρικές, που αφορά όμως σε λιγότερο από το 10% των συνταξιούχων. Λιγότερο από 260.000 ανθρώπους στο σύνολο των δύο εκατομμυρίων 600 χιλιάδων που είναι το σύνολο των συντάξεων.

Και προσέξτε, εάν εφαρμόζαμε τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος, όπως την είχαν συμφωνήσει οι προηγούμενες Κυβερνήσεις, δεν θα οδηγούμασταν απλώς σε μια μείωση 5% των επικουρικών, όπως αυτή που έγινε το 2014. Ενόψει του συσσωρευμένου ελλείμματος των 860 εκατομμυρίων του Επικουρικού Ταμείου, εάν όλη η προσαρμογή γινόταν μέσω των μειώσεων των Επικουρικών Συντάξεων, αυτή η μείωση θα ήταν της τάξης του 26%.

Συνοψίζοντας, επιχειρήσαμε, κοιτάζοντας το μέλλον, αλλά όχι αδιαφορώντας για τους μη συνταξιούχους, να προτείνουμε μια θεσμική αλλαγή, που δεν έχει επιχειρηθεί για δεκαετίες στο τόπο μας, για να εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα, την αποτελεσματικότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Οφείλω μια απάντηση για το θέμα της αναλογιστικής μελέτης. Όλες οι προβλέψεις μας έχουν βασιστεί σε αναλογιστικές προβολές, της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής. Αυτές -μόλις οριστικοποιήθηκε η διαπραγμάτευση, όπως ξέρετε, αυτό έγινε στην τελευταία εβδομάδα- έχουν υποβληθεί για την αναγκαία επιστημονική έγκριση, στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας. Ακριβώς γιατί ήθελα, να μην έχουν μόνο τη σφραγίδα της εγκυρότητας της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, που είναι δεδομένη, αλλά και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, η οποία αποτέλεσε τον τεχνικό μας σύμβουλο και κατά την φάση της κατάρτισης του νομοσχεδίου. Γιατί, όπως ξέρετε, αυτή ήταν μια εθνική μεταρρύθμιση, που έγινε με τις δικές μας επιστημονικές δυνάμεις, βασισμένη σε μια Επιτροπή στην οποία δεν συμμετείχαν «δικοί μας» άνθρωποι, αλλά αυτοί που θεωρήσαμε ότι ήταν οι αντιπροσωπευτικότεροι του χώρου της κοινωνικής ασφάλισης και στη συνέχεια, με την επιστημονική αρωγή της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Σουηδών ειδικών.

Στην ερχόμενη εβδομάδα, λοιπόν, μέχρι την ολοκλήρωση της συζήτησης επεξεργασίας στις Επιτροπές, θα κατατεθεί η αναλογιστική μελέτη, με τη σχετική επιστημονική επικύρωση από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας. Και αυτό αποτελεί και την απάντηση που ήδη έχω δώσει, σε μια παρεξήγηση που έχει εμφιλοχωρήσει στη γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία θεωρεί μη συνταγματικές ορισμένες διατάξεις, ακριβώς εξαιτίας της απουσίας αυτής της αναλογιστικής μελέτης.

Πρόκειται για εσφαλμένη προϋπόθεση, υπάρχει μελέτη, υπήρχε εξαρχής, σε επανειλημμένες δημόσιες ανακοινώσεις μου έχω αναφερθεί σ’ αυτή. Σας παρακαλώ, λοιπόν, εντός της Επιτροπής αυτής να κάνουμε ό, τι το δυνατόν καλύτερο, για να έχουν και τα παιδιά μας και οι υφιστάμενοι συνταξιούχοι εκείνο το Ασφαλιστικό Σύστημα, που τους ταιριάζει, για να γυρίσουμε σελίδα σε μια περίοδο ανυποληψίας του Ασφαλιστικού Συστήματος και υπονόμευσης της νέας γενιάς για το μέλλον του.

Μπορούμε, να το κάνουμε στο πλαίσιο μιας εθνικής μεταρρύθμισης, όπου οι μνημονιακές δεσμεύσεις έχουν απορροφηθεί απ’ την κοινωνική της κατεύθυνση και που δεν αποτελούν το καθοριστικό της στοιχείο. Πρέπει ως εθνική αντιπροσωπεία, να μπορέσουμε, ν’ ανταποκριθούμε στην πρόκληση αυτή. Εγώ, σας υπόσχομαι ότι με ιδιαίτερη προσοχή, θ’ ακούσω τις προτάσεις σας και θα προσπαθήσω, να ενσωματώσω όσες απ’ αυτές βρίσκονται σε αρμονία με την γενική κατεύθυνση του νομού.

Σας ευχαριστώ πολύ.

 

Δευτερολογία:

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης): Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι θα προσπαθήσω να απαντήσω σε όσες φραστικές παρατηρήσεις έγιναν, δηλώνοντας εκ των προτέρων την απογοήτευσή μου, γιατί η έκκληση την οποία απηύθυνα στο Σώμα να συζητήσουμε με τη σοβαρότητα που απαιτεί ένα εθνικής σημασίας ζήτημα δεν έγινε αποδεκτή από τους περισσότερους ομιλητές της Αντιπολίτευσης.

Αντιλαμβάνεστε ότι θα προσέβαλα τον εαυτό μου αν απαντούσα επί του προσωπικού στις προσωπικές αιχμές που μου απηύθυναν όσοι θέλησαν να με προσβάλουν. Γνωριζόμαστε σε αυτό τον τόπο. Δεν θα αναφερθώ προφανώς στα όσα είπε ο κ. Άδωνις Γεωργιάδης, το φυσικό του είναι. Δεν μπορώ να πω ότι δεν παραξενεύτηκα, όμως, από την αμετροέπεια και την οξύτητα που χαρακτήρισαν ιδιαίτερα τις τοποθετήσεις των πρώην Υπουργών Εργασίας. Αυτοί που θα έπρεπε κατ’ αρχάς να απολογηθούν για την κατάσταση στην οποία έφεραν το ασφαλιστικό σύστημα. Αντίθετα, φαίνεται ότι τίποτα δεν έμαθαν, τίποτα δεν ξέχασαν από τις παλιές πελατειακές πολιτικές της πατρωνίας και τις συνδύασαν με μια μεγάλη δόση υποκρισίας.

Μας είπαν ότι είχαν ισορροπήσει το ασφαλιστικό σύστημα μέχρι το 2015 που αναλάβαμε εμείς. Θα σας δώσω ένα νούμερο και θα σας ρωτήσω εσάς κύριοι Βουλευτές της Αντιπολίτευσης, τα νούμερα υπάρχουν, αλλά ποιος έκανε αυτόν τον υπολογισμό; Αυτό, λοιπόν, που θα σας πω είναι ότι το διάστημα 2010 – 2014 η κάλυψη από το κράτος των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών ταμείων ήταν υπεύθυνη για την αύξηση κατά 405,2% του δημόσιου χρέους. Θα σας πω στην Ολομέλεια ποιος έκανε αυτή τη διαπίστωση.

Αναρωτηθείτε είναι δυνατόν να έχει αυξηθεί το έλλειμμα των Ασφαλιστικών Ταμείων σε τέτοιο σημείο την τετραετία αυτή που υποτίθεται ότι εσείς μαζεύατε τα ελλείμματα και να ισχυρίζεστε αληθοφανώς ότι εμείς είμαστε αυτοί τάχα που μέσα στους 9 μήνες της διακυβέρνησής μας μέχρι το Σεπτέμβριο φτάσαμε το ασφαλιστικό σύστημα στο μη περαιτέρω; Ποιόν θα πείσετε; Περισσή υποκρισία προφανώς υπάρχει και στο να μας κατηγορείτε για την προσαρμογή κατά 1% για το 2016, 0,25% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος για το 2015, όταν είναι κάτι που το ψηφίσατε και εσείς. Επίσης, περισσή υποκρισία πρέπει να υπάρχει όταν μας κατηγορείτε για την σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ, που εμείς τουλάχιστον προτείνουμε υποκατάστατο για την κατάργησή του.

Ας πάρουμε, όμως, έναν- έναν τους ισχυρισμούς σας. Μας κατηγορείτε ότι προσπαθώντας να προστατεύσουμε τους αδύναμους και τα κατώτερα μεσαία στρώματα μοιράζουμε την φτώχεια. Με ρωτήσατε είναι υψηλό τάχα το άθροισμα της κύριας και της επικουρικής σύνταξης στα 1300 ευρώ; Σας λέω ότι αυτή τη στιγμή άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης πάνω από 1300 ευρώ έχει λιγότερο από το 10% των συνταξιούχων. Εμείς το δημιουργήσαμε αυτό; Εμείς δημιουργήσαμε αυτή την φτώχεια; Ποιος ευθύνεται για την φτωχοποίηση συνολικά της ελληνικής κοινωνίας και των συνταξιούχων περισσότερο;

Εμείς απλώς υποδεχόμενοι μια τέτοια κατάσταση, που σε επίπεδο ελλειμμάτων έχει φτάσει σε εκρηκτικό βαθμό, σε επίπεδο ανισοτήτων σε βαθμό υπονομευτικό της κοινωνικής συνοχής, προσπαθούμε με μια μικρότερη συνταξιοδοτική πίτα -αναγκαστικά μικρότερη, γιατί τώρα είμαστε κατά το ¼ του εθνικού μας πλούτου φτωχότεροι από το 2010, τόσο εξανεμίστηκε το ακαθάριστο εθνικό προϊόν από τις μνημονιακές πολιτικές λιτότητας- είμαστε αναγκασμένοι να την μοιράσουμε με δικαιότερο τρόπο. Τι σημαίνει δικαιότερος τρόπος; Κατ’ αρχήν ισονομία.

Ανέφερε ένας από τους Εισηγητές, ο Ειδικός Αγορητής του ΠΟΤΑΜΙΟΥ, ότι από την εποχή του Βενιζέλου, ήδη από το 1932, ήταν στόχος η πλήρης ενοποίηση οργανωτική και λειτουργική του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Αυτό σας φαίνεται παρανυχίδα; Δεν είναι προϋπόθεση για να μπορέσουμε να ρυθμίσουμε ισότιμα την κατάσταση αυτή, να έχουμε ενιαίους κανόνες για όλους;

Επίσης, σε ό, τι αφορά σε επιμέρους ζητήματα, ας πάρουμε την περίπτωση που αυτά που είπατε είναι πραγματολογικά ανακριβή. Μας κατηγορείτε για το ότι υποβαθμίζουμε την προστασία προς τους ανάπηρους. Είναι η μοναδική περίπτωση που επαναλαμβάνουμε ακριβώς τις ρυθμίσεις που υπάρχουν στο ν. 3863/10 και στο ν. 3865/10 για τους αναπήρους. Ακριβώς επειδή η πληθώρα των ρυθμίσεων που υπήρχε γι’ αυτή την κατηγορία δεν ήταν δυνατόν να ρυθμιστεί με ενιαίους κανόνες, όπως επιχειρήσαμε να κάνουμε σε κάθε άλλη περίπτωση. Με τη συμμετοχή της ΕΣΑμεΑ θα προχωρήσουμε στον πλήρη εξορθολογισμό και εναρμόνιση των κανόνων και γι’ αυτό τον τομέα. Επιπρόσθετα μας κατηγορείτε για τις αναλογιστικές μελέτες και μάλιστα άκουσα και από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ να μας καταμαρτυρούν ότι τα στείλαμε στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας.

Θα φέρω την επόμενη φορά και θα το καταθέσω, για τα πρακτικά της Βουλής, ένα δελτίου τύπου του τότε Υφυπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κ. Κουτρουμάνη, που έκανε ακριβώς αυτό. Δηλαδή, αναλογιστικές προβολές που είχε, τις έστειλε, μάλιστα, ένα χρόνο μετά την ψήφιση του 2010 στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας. Ακριβώς γιατί, αντίθετα με ότι ακούστηκε η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, επειδή είναι ο θεματοφύλακας της Διεθνούς Σύμβασης 102 που αποτελεί την εγγύηση της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας σε όλες τις χώρες μέλη, έχει ένα πολύ επαρκές αναλογιστικό τμήμα. Μάλιστα χρησιμοποιήσαμε την αναλογιστική βοήθεια της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασία, όχι μόνο στη φάση τώρα της επιστημονικής επικύρωσης της αναλογιστικής μελέτης, αλλά και στη φάση της κατάρτισής της.

Επίσης, μου έκανε εντύπωση η εξής πραγματολογική ανακρίβεια και γι’ αυτό ρώτησα τον κ. Κουτσούκο και το επανέλαβε και η κυρία Χριστοφιλοπούλου. Το βασικό χαρακτηριστικό της πρότασής μας ποιο είναι; Ότι εφαρμόζουμε για τον υπολογισμό της σύνταξης με ένα πολύ απλό τύπο. Έχει χρόνια ασφάλισης, έχει το ίδιο ποσοστό αναπλήρωσης για όλους και έχει και το μέσο εργασιακό εισόδημα στη διάρκεια του εργασιακού βίου. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, στα παραδείγματα που θέσατε για ίδιες συντάξιμες αποδοχές, ίδιο μέσο όρο εργασιακού βίου, 1.500 ευρώ, και σύμφωνα με το παράδειγμα που δώσατε να δίνετε άλλο αποτέλεσμα για τον ιδιωτικό τομέα και άλλο για το δημόσιο; Αυτό είναι εντελώς αδύνατον με το σύστημα το οποίο προτείνουμε. Αυτά σας τα λέω για τον απλό λόγο ότι ο καθένας έχει, προφανώς, δικαίωμα στη γνώμη του, αλλά δεν έχουμε δικαίωμα ο καθένας στα δικά μας δεδομένα. Τα δεδομένα είναι αριθμοί. Σκληροί και υπάρχουν. Στην κατ’ άρθρο συζήτηση, άλλα και στην Ολομέλεια θα έχω το χρόνο να αναφερθώ αναλυτικά σε διάφορες πραγματολογικές ανακρίβειες που ακούστηκαν. Τώρα, επιγραμματικά θα αναφερθώ σε μερικές από αυτές. Αρχικά θα ξεκινήσω με κάποιες διευκρινήσεις. Οι μεταβατικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, όπως κατατέθηκε είναι επί τα βελτίω σε σχέση με το προσχέδιο που κατατέθηκε τον Ιανουάριο. Για τον ΟΓΑ μίλησα ήδη και αντί να έχουμε υπολογισμό της ελάχιστης ασφαλιστικής υποχρέωσης στο 80%, την έχουμε στο 70%, με πλήρη εξασφάλιση ακέραιης της εθνικής σύνταξης για όλους.

Επίσης, κατηγορηθήκαμε από ορισμένους βουλευτές ότι για την 15ετία εμείς δίνουμε 346 ευρώ, ενώ με το ν. 3863 για την 15ετία θα υπήρχαν 360 ευρώ. Τι δεν υπολογίσατε κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της Αντιπολίτευσης; Ότι με την εφαρμογή του άρθρου 11, του ν. 3863, που δεν προέβλεπε όπως ο δικός μας νόμος μόνο αύξηση της εθνικής σύνταξης, αλλά και αναπροσαρμογή, άρα, και, επί τα χείρω επιδείνωση του αριθμού του ποσού της εθνικής σύνταξης. Επίσης, υπόψιν, ότι από το 2010 έως το 2015 είχε υποχωρήσει το ποσό στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), τα περίφημα αυτά 360 ευρώ της βασικής σύνταξης. Ξέρετε πόσο θα ήταν υπολογισμένα με το δικός σας νόμο και τον κανόνα του άρθρου 11 σήμερα; Θα ήταν 341 ευρώ.

Επομένως, μια μεγαλύτερη προσοχή στις διατυπώσεις του νομού, μια λέξη μπορεί να αλλάξει πλήρως το τρόπο αναπροσαρμογής. Στο δικό σας άρθρο 11 του ν.3863, υπήρχε η λέξη «αναπροσαρμόζεται», στο δικό μας κείμενο υπάρχει η λέξη «αυξάνεται». Άρα, μόνο επί τα βελτίω. Συνδεδεμένη με αυτό που λέμε «ρήτρα ανάπτυξης» θα είναι η πορεία των συντάξεων από δω και μπρος.

Επίσης, η «εθνική σύνταξη» είναι εντελώς διαφορετική από τη βασική σύνταξη του νόμου αυτού. Ακριβώς γιατί στο νόμο αυτό ήταν ένας λογιστικός τρόπος υπολογισμού, επιμερισμού του ίδιου ποσού, χωρίς να υπάρχει το χαρακτηριστικό που έχει ο δικός μας νόμος, ότι δηλαδή ως βασικό εργαλείο αναδιανομής μέσω της φορολογίας θέλει να εξασφαλίσει για όλους το κοινωνικό ρόλο της «εθνικής σύνταξης», και για την άντληση των ανισοτήτων, και για την αποφυγή του κοινωνικού αποκλεισμού, και για την αφετηρία επί της οποίας θα χτίζεται την υπόλοιπη σύνταξη. Γι’ αυτό το λόγο, και είναι εντελώς ξένο προς το νόημα του νόμου η «εθνική σύνταξη» να συγκρίνεται με την κατώτερη, ακριβώς γιατί κανείς δεν μπορεί να πάρει μόνο την εθνική, στα 384 € θα προστίθεται και το ανταποδοτικό μέρος. Η εθνική είναι η βάση, πάνω στην οποία θα κτιστεί το σύνολο της σύνταξης.

Όσο και αν μας κατηγορείτε ότι τα ποσοστά αναπλήρωσης που προβλέπουμε είναι πάρα πολύ μικρά, σας καλώ να σκεφτείτε πάλι το εξής: Σύμφωνα με τις τελευταίες στατιστικές και του Υπουργείου Οικονομικών και των στοιχείων των εργασιακών που έχουμε στη διάθεσή μας, η μεγάλη πλειονότητα των μισθωτών έχει εισοδήματα κάτω από 1000 €. Για αυτούς σας είπα, ότι η τα ποσοστά αναπλήρωσης του νόμου μας -άθροισμα εθνικής σύνταξης και της αναλογικής- είναι 85%, χωρίς την επικουρική. Για τους ακόμα φτωχότερους συμπολίτες μας αυτούς που έχουν 750 € μέσο εισόδημα, είναι 98%. Δεν υπάρχουν στα δημόσια συστήματα του πρώτου πυλώνα στην Ευρώπη ανάλογα ποσοστά.

Συνεχίζω και λέω, ότι μου φάνηκε αποκαλυπτική η σιωπή μεν, της Ν.Δ. ως προς την εναλλακτική της πρόταση, εκκωφαντική δε, η πρόταση τόσο από τον Ειδικό Αγορητή του «Ποταμού» όσο κι από τον Ειδικό Αγορητή της Ένωσης Κεντρώων, για την αντικατάσταση του υφιστάμενου αναδιανεμητικού συστήματος, που εμείς θέλουμε να το υπερασπιστούμε, με κεφαλαιοποιητικό και με την περίφημη εισαγωγή του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα. Δεν είμαστε εχθροί και στην εισαγωγή επαγγελματικών ταμείων κοινωνικής ασφάλισης, με την προϋπόθεση όμως ότι ο πρώτος πυλώνας της κυρίας δημόσιας ασφάλισης εξασφαλίζει αναπλήρωση του εισοδήματος επαρκή για όλους τους πολίτες.

Όσοι προβάλλετε το εναλλακτικό σύστημα, ουσιαστικά κρύβετε δύο γεγονότα: Πρώτον, ότι τα συστήματα που δεν είναι αναδιανεμητικά δεν είναι καθορισμένων παροχών, δεν προστατεύουν το σύνολο του πληθυσμού. Προστατεύουν όσους έχουν μια σχετική οικονομική άνεση. Αυτός, γενικός κανόνας. Το δεύτερο που αφορά την Ελλάδα, είναι ότι δεν υπάρχει μετά την πενταετία της λαίλαπας των μνημονιακών πολιτικών διαθέσιμο εισόδημα, σχεδόν σε κανέναν για να επενδύσει στο δεύτερο πυλώνα των επαγγελματικών ταμείων ή στον πυλώνα της ιδιωτικής ασφάλισης. Τα στοιχεία των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών που δείχνουν την σημαντική μείωση κατά τη φάση της πενταετίας, ακόμη και αυτών που είχαν ιδιωτική ασφάλιση στο παρελθόν, είναι αποκαλυπτικά και θα τα προσκομίσω και αυτά στη συζήτηση στην Ολομέλεια.

Οφείλω μια εξήγηση για τη νέα ρύθμιση για την πενταετία των Νέων Ελεύθερων Επιστημόνων. Όσο στο παρελθόν προβλεπόταν έκπτωση στις εισφορές των νέων δικηγόρων σε ένα Ταμείο Νομικών ή των νέων μηχανικών στο ΤΣΜΕΔΕ, δεν υπήρχε καμία παραβίαση αρχής της ισότητας, γιατί στο εσωτερικό του ίδιου επαγγελματικού κλάδου ο επαγγελματίας όταν ήταν στην αρχή της σταδιοδρομίας του, εισέπραξε μία ευνοϊκή ρύθμιση και στο τέλος, στο εσωτερικό του ίδιου Ταμείου, γινόταν η κατανομή και των σχετικών παροχών.

 

Στο πλαίσιο όμως, ενός ενιαίου φορέα κοινωνικής ασφάλισης, που όπως είπα τα ποσοστά αναπλήρωσης είναι κοινά και ο κανόνας υπολογισμού όμοιος, εάν δίναμε μια ειδική μεταχείριση μόνο σε μια κατηγορία επαγγελματιών, αυτό θα σήμαινε ότι αυτή η ειδική κατηγορία χρηματοδοτείται από τις άλλες κατηγορίες. Με άλλα λόγια, θα ήταν σαν ο εργάτης ή ο αγρότης να χρηματοδοτεί την ειδική μεταχείριση του επαγγελματικού κλάδου των νέων επιστημόνων.

Ακριβώς γι’ αυτό, προβλέψαμε ότι αυτή η ειδική ρύθμιση, όχι με τόκο, απλώς τιμαριθμοποιημένη, θα πρέπει να επιστρέφεται από τους συγκεκριμένους αυτούς επαγγελματίες, μια που στο εσωτερικό ενός ενιαίου φορέα, ποια μόνο ρύθμιση ευνοϊκή είναι δικαιολογημένη; Αυτή, που βοηθάει τους πιο αδύναμους. Άρα, είναι εύλογο, οι αγρότες να έχουν ευνοϊκότερους κανόνες μεταχείρισης από τους εργαζόμενους των αστικών κέντρων, για τον απλό λόγο, ότι το μέσο αγροτικό εισόδημα είναι χαμηλότερο από το μέσο αστικό. Το μέσο εισόδημα όμως του δικηγόρου, του γιατρού, του μηχανικού δεν είναι κατώτερο από το μέσο εισόδημα του εργάτη ή του αγρότη. Γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, ενώ είναι δικαιολογημένη η ειδική μεταχείριση και η απόκλιση από τις αρχές ισότητας στην περίπτωση των αγροτών, δεν θα ήταν δικαιολογημένη στην περίπτωση των ελεύθερων επιστημόνων.

Στις νύξεις που έγιναν, ότι αντιμετωπίζουμε τάχα με εχθρική διάθεση τους νέους επιστήμονες και τους ελεύθερους επαγγελματίες, λέω ακριβώς το αντίθετο. Είναι ο δικός μου φυσικός χώρος, οι συνάδελφοι και φίλοι μου, ο προσωπικός κύκλος. Να έχουμε υπόψη μας όμως, ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, όπως και οι αγρότες δεν είναι ταξικά ένα ομοιόμορφο στρώμα. Έχουν μια διαστρωμάτωση, που ξεκινάει από ουσιαστικά νέους προλετάριους, όπως είναι οι περισσότεροι νέοι επιστήμονες, μέχρι πολύ πλούσιους ανθρώπους.

Η αντιμετώπιση, λοιπόν, που επιφυλάξαμε σε αυτή την κατηγορία είναι ακριβώς ανάλογη με την εισφοροδοτική τους ικανότητα. Ελαφρύναμε όλους αυτούς που πλήρωναν στο παρελθόν βάσει εικονικών εισφορών, εξωπραγματικές εισφορές για το πραγματικό τους εισόδημα και αντίστοιχα, επιβαρύναμε αυτούς που έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου ταξικού μίσους, είναι εφαρμογή μιας συνταγματικής αρχής, της αρχής ότι ο καθένας συνεισφέρει ανάλογα με τις ικανότητές του και μάλιστα, λέει το άρθρο 25 «στο πλαίσιο της κοινωνικής αλληλεγγύης», με βάση τις πραγματικές δυνατότητες που έχουν να πληρώσουν. Γιατί οι μισοί ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι, δεν μπορούσαν να πληρώσουν στο παρελθόν; Ακριβώς γιατί οι εισφορές τους υπολογίζονταν σε εξωπραγματική βάση.

Θα έχουμε ευκαιρία να πούμε και άλλα, στη συζήτηση επί των άρθρων. Θα πω δύο λόγια μόνο για το αγγελιόσημο, ακριβώς γιατί αύριο προσπαθούμε, έχοντας καλέσει τους εκπροσώπους και των εργοδοτικών οργανώσεων στο χώρο των ΜΜΕ και τους εργαζόμενους στο χώρο αυτό να βρούμε μια λύση, που ουσιαστικά τι επιδιώκει; Ανιχνεύοντας την αφετηρία της ρύθμισης, που ήταν πράγματι μια συμφωνία ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζόμενους, να προσπαθήσουμε να διασώσουμε ένα κομμάτι του αγγελιόσημου, ως πόρο του ΕΔΟΕΑΠ – που από την αρχή ήταν η προσωπική πρότασή μου προς τους εργαζόμενους στα ΜΜΕ – και θα ήταν σκόπιμο, αφού η Ν.Δ. μας προκάλεσε να πούμε τη θέση μας να μας πει και αυτή, αν θέλει να συμβάλει σε μια τέτοια λύση, να μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε ως πόρο του συστήματος του ΕΔΟΕΑΠ, μια τέτοια εθελοντική συμφωνία.

Προσπαθήσαμε να προχωρήσουμε σε μια σαρωτική μεταρρύθμιση, στην οποία να εντάξουμε τις μνημονιακές υποχρεώσεις, όχι μόνο γιατί έχουν την υπογραφή μας, αλλά γιατί η προσαρμογή της συνταξιοδοτικής δαπάνης ήταν αναγκαία, ενόψει των δημογραφικών δεδομένων, όπως σωστά επισημάνθηκε, αλλά και των τεράστιων ελλειμμάτων, που η κακοδιαχείριση του παρελθόντος είχε οδηγήσει το ασφαλιστικό σύστημα και το κάναμε με σεβασμό σε θεμελιώδεις αρχές της προόδου και της αριστεράς, όπως είναι η αρχή της ισονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Στη βάση αυτή θα κριθούμε. Και όσοι μας κατηγόρησαν για υποκρισία, θα πρέπει να ξέρουν, ότι όσοι είναι σε γυάλινο σπίτι δεν πρέπει να πετούν πέτρες.

Και γνωριζόμαστε στην Ελλάδα. Θα κριθούμε όλοι. Και νομίζω ότι έχουμε ήδη κριθεί.

Σας ευχαριστώ πολύ

 

Share.