Ομιλία στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, 3/12/2018

0

Ομιλία Γιώργου Κατρούγκαλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, 3/12/2018

ΠΡΑΚΤΙΚΟ

Στην Αθήνα σήμερα, 03 Δεκεμβρίου 2018, ημέρα Δευτέρα και ώρα 17.15΄ στην Αίθουσα Γερουσίας του Μεγάρου της Βουλής, συνεδρίασε η Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, υπό την προεδρία του Προέδρου αυτής κ. Νικόλαου Παρασκευόπουλου, με θέμα ημερήσιας διάταξης: Συζήτηση προτάσεων για την αναθεώρηση του Συντάγματος σύμφωνα με το γενικό πρόγραμμα που αποφασίστηκε και την πρόοδο των εργασιών (εισαγωγή στη θεματική ενότητα των Ατομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων – άρθρα 4 έως 25 Σ).

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Αγαπητοί κύριοι συνάδελφοι, η θεματική ενότητα με την οποία θα ασχοληθούμε –εγώ θα εστιάσω κυρίως στα κοινωνικά δικαιώματα- νομίζω ότι προσφέρεται όχι μόνο για την ανάδειξη του διαφορετικού χαρακτήρα των προτάσεων των κομμάτων, αλλά και για να να δούμε αν ευσταθεί ο ισχυρισμός που έχω ακούσει κυρίως από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας –με έκπληξή μου, όμως, και από άλλες πλευρές- ότι δεν νοείται προοδευτική ή συντηρητική Αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά το μόνο ζητούμενο είναι η αποτελεσματικότητα του. Μάλιστα, άκουσα από τον κ. Τζαβάρα –νομίζω- το επιχείρημα ότι αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει είναι το πώς θα μεγαλώσει η «πίτα» και ότι η κατανομή της έρχεται μετά.

Πριν μπω στην ουσία της ανάπτυξης, θέλω να σας διαβάσω ένα απόσπασμα από την Εγκύκλιο-Προτροπή του Πάπα Φραγκίσκου, «Gaudium Evangelii», «η Χαρά του Ευαγγελίου», που δημοσιεύτηκε το 2013. Εκεί ο Πάπας αναφέρεται στην ίδια άποψη περί «πίτας», που πρέπει να μεγαλώσει για να μοιραστεί, στην αγγλοσαξονική της εκδοχή που αποτυπώνουν οι θεωρίες “trickle down”, ότι πρέπει να γεμίσει το ποτήρι, να ξεχειλίσει, κι έτσι όταν γεμίσει και ξεχειλίσει, δεν θα επωφεληθούν μόνο οι πλούσιοι, αλλά και οι φτωχοί.

Σας διαβάζω: «Η υπόσχεση ότι όταν γεμίσει το ποτήρι, θα ξεχειλίσει και θα επωφεληθούν οι φτωχοί, δεν επαληθεύεται. Αντίθετα, τι συμβαίνει; Όταν το ποτήρι γεμίζει, μ’ έναν μαγικό τρόπο γίνεται ακόμα μεγαλύτερο». Και συνεχίζει ο Πάπας: “Πρέπει να αντιληφθούμε την εντολή «ου φονεύσεις», η οποία θέτει σαφή όρια για την προστασία της ανθρώπινης ζωής στο περιβάλλον της νέας οικονομίας, των αποκλεισμών και των ανισοτήτων. Αυτή η οικονομία σκοτώνει.”

Τα κοινωνικά δικαιώματα ιστορικά απετέλεσαν την αμφισβήτηση του μονοπωλίου της αγοράς σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση των σχέσεων των πολιτών με αυτήν και το κράτος. Εντοπίζουμε ήδη μια διαφορά στις μεγάλες επαναστάσεις του σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους:

Η Αμερικανική Επανάσταση δεν είχε κοινωνικό περιεχόμενο. Η “αναζήτηση της ευτυχίας” δεν αντιστοιχούσε σε κάποια υποχρέωση του κράτους. Αντίθετα στη Γαλλική Επανάσταση όχι μόνο στα Συντάγματα του 1793 και του 1795, τα κατεξοχήν ριζοσπαστικά Συντάγματα, είχαμε κοινωνικά δικαιώματα, αλλά ήδη από το 1789 ο Αββάς Σεγιές έλεγε ότι πρέπει οι πολίτες να προσδοκούν από το κράτος οτιδήποτε αυτό μπορεί να κάνει για να τους εξυπηρετήσει, για να βελτιώσει την κατάστασή τους.

Το κοινωνικό ζήτημα του 19ου αιώνα αφορούσε ακριβώς το πώς θα μπορούσαν τα κοινωνικά δικαιώματα να καταστήσουν το μονοταξικό, τυπικά φιλελεύθερο κράτος δικαίου, ουσιαστικό κράτος δικαίου.

Θυμίζω ότι ενώ κατοχυρώνονταν μετά τις επαναστάσεις αυτές ατομικά δικαιώματα και πολιτικές ελευθερίες, το κράτος στα δύο τρίτα τουλάχιστον του 19ου αιώνα ήταν μονοταξικό. Δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο όσοι είχαν περιουσία. Μάλιστα, εθεωρείτο ότι το να επεκταθεί και σ’ αυτούς που δεν έχουν περιουσία το εκλογικό δικαίωμα, αφενός θα ήταν ανεύθυνο, γιατί πώς θα μπορούσαν αυτοί να νοιάζονται για την περιουσία των άλλων και αφετέρου και υπονομευτικό της καλής διαχείρισης του κράτους, εφόσον οι μάζες ήταν ανεκπαίδευτες.

Εκείνη την εποχή, λοιπόν, διαμορφώθηκαν δύο απαντήσεις για το πώς θα μπορούσε αυτή η κατάσταση να αλλάξει. Το ένα ρεύμα ήταν επαναστατικό. Επεδίωκε την ανατροπή του συστήματος της αγοράς και σ’ έναν βαθμό βρήκε την έκφρασή του στην πρώτη πανευρωπαϊκή επανάσταση –και μόνη μέχρι σήμερα- τη λεγόμενη «Άνοιξη των Λαών», τα επαναστατικά κινήματα του 1848, όπου εθνικοαπελευθερωτικά αιτήματα συναντήθηκαν με τη διεκδίκηση δύο πρωταρχικών κοινωνικών δικαιωμάτων: του δικαίωματος στην εργασία και του δικαίωματος στην εκπαίδευση.

Η άλλη άποψη επεδίωκε, μέσω της νομικής κατοχύρωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων, να αποφύγει η γενίκευση του εκλογικού δικαιώματος να οδηγήσει στην ανατροπή του κοινωνικού συστήματος και στο σοσιαλισμό. Ήταν η άποψη που επικράτησε με τις βισμαρκιανές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1870, ένα συνδυασμό καρότου και μαστίγιου: το μαστίγιοι ήταν οι νόμοι κατά των σοσιαλιστών, οι Sosialistengesetzen, οι οποίοι απαγόρευαν τα σωματεία και τη δράση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, το καρότο μια εκ των άνωθεν πατερναλιστική νομοθεσία, που όμως για πρώτη φορά προστάτευε ως δημόσιο δικαίωμα το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση.

Η παράλληλη αυτή διεκδίκηση άλλαξε τον χαρακτήρα της πολιτείας. Η στιγμή που γενικεύεται στον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό η νέα, κοινωνική αντίληψη για τα κλασικά ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες, ειδικά το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, είναι το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, όπου για πρώτη φορά διακηρύσσεται ότι “η ιδιοκτησία υποχρεώνει”. Δεν είναι, δηλαδή, το ανεξέλεγκτο δικαίωμα του αστικού Διαφωτισμού. Είναι δικαίωμα λειτουργικά δεσμευμένο. Με ποιον τρόπο; Μέσω των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Άρα η νομική κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συνεπάγεται μια συνολική αλλαγή του τρόπου με τον οποίον γίνονται αντιληπτά δικαιώματα όπως η ισότητα, η ιδιοκτησία και γενικότερα η σχέση κράτους και αγοράς,.

Θα σας αναφέρω ένα κλασικό παράδειγμα. Η προοδευτική φορολογία, να φορολογούνται περισσότερο, με ανώτερο φορολογικό συντελεστή, οι πλούσιοι και με χαμηλότερο οι φτωχοί, θεωρείται σήμερα μια αυτονόητη ιδέα. Όταν στο πλαίσιο του τυπικού φιλελεύθερου κράτους είχε παρουσιαστεί στον Τιργκό μια παρόμοια πρόταση, είχε πει ότι πρέπει να εκτελεστεί αυτός που τη σκέφτηκε, όχι η πρόταση. Ο Τζον Στιούαρτ Μιλλ, ο οποίος είχε μια γενική συμπάθεια στο πλαίσιο του πολιτικού φιλελευθερισμού του προς αρκετές σοσιαλιστικές ιδέες, χαρακτήριζε την προοδευτική φορολογία ως μια ήπια μορφή ληστείας. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο χρειάστηκε η 16η Αναθεώρηση στην Αμερική για να κατοχυρωθεί η προοδευτική φορολογία.

Αυτό, λοιπόν, το φιλελεύθερο Σύνταγμα που στο μυαλό σας, κύριοι συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας, είναι αναλλοίωτο από τον 19ο αιώνα, έχει ήδη υποστεί μια βαθύτατη τομή, μία πολιτειακή μετάλλαξη με το πέρασμα από το τυπικό φιλελεύθερο κράτος στο κοινωνικό κράτος πρόνοιας του 20ου αιώνα. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο όσες προτάσεις σήμερα έρχονται να αμφισβητήσουν αυτήν την πολιτειακή τομή, θέλοντας να αποκαταστήσουν την πλήρως ανεξέλεγκτη αγορά, στην πραγματικότητα δεν είναι συντηρητικές, αλλά είναι αντιδραστικές, γιατί θέλουν να γυρίσουν πίσω το ρολόι της θεσμικής ιστορίας σε καταστάσεις πολύ πριν τη σύγχρονη μορφή της πολιτείας μας.

Σήμερα τα κοινωνικά δικαιώματα θεωρούνται ισότιμα με τα άλλα, όχι κατώτερα από πλευράς κανονιστικής ισχύο. Θα καταθέσω μετά στα Πρακτικά τη Διακήρυξη και το Πρόγραμμα Δράσης της Συνδιάσκεψης της Βιέννης, που αποτελεί αυτήν την στιγμή τον κλασικό τόπο αναφοράς σε επίπεδο διεθνούς δικαίου για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Τα κοινωνικά δικαιώματα προσδιορίζουν το οικονομικό και το κοινωνικό Σύνταγμα. Αυτή η αλλαγή που θέλετε να επιφέρετε στο άρθρο 106 ώστε να κατοχυρώνεται ο πλήρως ελεύθερος ανταγωνισμός συνιστά την πεμπτουσία -αυτό που χαρακτηρίζω «αντιδραστική στροφή»- προς ένα Σύνταγμα που έπαψε προ πολλού να είναι το Σύνταγμα αναφοράς των σύγχρονων ευρωπαϊκών δημοκρατιών τον 20ο αιώνα.

Στο Συνταγμα του κοινωνικού κράτους οι στόχοι της κοινωνικής πολιτικής ανάγονται σε συνταγματικούς σκοπούς και τόσο τα κοινωνικά δικαιώματα όσο και το οικονομικό Σύνταγμα εντάσσονται στον σκληρό πυρήνα των μη αναθεωρητέων διατάξεων. Όπως ξέρετε, το άρθρο 110 δεν προσδιορίζει μόνο ενάριθμα τις μη αναθεωρητέες διατάξεις, αλλά και σε αυτές που προσδιορίζουν τη μορφή και τις βάσεις του πολιτεύματος. Η αρχή του κοινωνικού κράτους, που έχει ως βασικό περιεχόμενο αυτό που προανέφερα, την πολιτειακή μεταβολή του τυπικού φιλελεύθερου κράτους του 19ου αιώνα σε ένα κράτος που η ισότητα δεν έχει μόνο τυπικά χαρακτηριστικά, αλλά δυνάμει και ουσιαστικά, την αναζήτηση της πραγματικής ισότητας, όπου οι σχέσεις κράτους- αγοράς-πολιτών έχουν ρυθμιστεί με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στα αρχαϊκά συντάγματα του προ προηγούμενου αιώνα, όλα αυτά πρέπει να θεωρηθούν ότι στον πυρήνα τους -όχι προφανώς στην περιφέρεια ρύθμισής τους- ανάγονται σε εκείνα τα ζητήματα που δεν μπορεί ούτε ο αναθεωρητικός νομοθέτης να τροποποιήσει. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο η πλήρης συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα, κατά τη γνώμη μου, λόγω του αυστηρού Συντάγματος που έχουμε και αυτής της προστασίας, της μορφής και της βάσης του πολιτεύματός μας στο οποίο πρέπει να συμπεριλάβουμε και τη θεμελιώδη αρχή του κοινωνικού κράτους, είναι στο πλαίσιο της αναθεωρητικής –τουλάχιστον- διαδικασίας αδύνατη.

Ποια χαρακτηριστικά έχει η πρότασή μας;

Κατ’ αρχήν, ενισχύουμε την κανονιστική πυκνότητα και το δικαστικά αγώγιμο των κοινωνικών δικαιωμάτων. Κατοχυρώνονται κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμά μας, αλλά πολλές φορές με πολύ ασθενή κανονιστικά διατύπωση. Για παράδειγμα, προβλέπει ότι μεριμνά το κράτος για την υγεία, δεν αναφέρεται όμως ρητά ένα δικαίωμα στην υγεία. Το αντίστοιχο ισχύει για την κοινωνική ασφάλιση. Γι’ αυτόν τον λόγο όταν οι δικαστές δικάζουν υποθέσεις κοινωνικών δικαιωμάτων, δεν ανατρέχουν συνήθως στην ίδια τη ρύθμιση που αφορά το κοινωνικό δικαίωμα καθ’ εαυτό, αλλά είτε σε γενικές αρχές, όπως είναι η ισότητα, όπως είναι η αξία του ανθρώπου, είτε σε μια σύνθεση αυτών των θεμελιωδών αρχών.

Ερχόμαστε σήμερα να ενισχύσουμε την κανονιστική πυκνότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων με δύο τρόπους: Αφενός βεβαιωτικά, να ενσωματώσουμε ρητά στη συνταγματική μας τάξη την υφιστάμενη θετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τέτοια είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, του δικαιώματος στο νερό. Η γνωστή απόφαση 1905/2014 της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας το έχει θεωρήσει, εξαιτίας της ιδιότητάς του αυτής ως θεμελιώδους δικαιώματος, στην πραγματικότητα αγαθό μη δεκτικό ιδιωτικοποιήσης. Επίσης, και άλλες σχετικές θετικές αποφάσεις, όπως η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για το ότι η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία προστατεύεται από το Σύνταγμα και δεν μπορεί να καταργηθεί από τον κοινό νομοθέτη. Είναι η απόφαση 2307/2014.

Βεβαιωτική, επίσης, είναι η παρέμβασή μας και σε σχέση με νομοθετικές τομές που ήδη έχουμε κάνει και θεωρούμε ότι πρέπει να έχουν και συνταγματική θωράκιση, όπως για παράδειγμα η απαγόρευση της αντιμετώπισης απεργίας με πολιτική επιστράτευση των απεργών που το καθιερώσαμε σε έναν από τους πρώτους νόμους μας, στον λεγόμενο πρώτο νόμο Κατρούγκαλου -είναι τιμή μου να συνδέεται το όνομά μου με τέτοια μεταρρύθμιση-, τον ν.4325/2015, και συγκεκριμένα στο άρθρο 1.

Η τομή που επιφέρουμε ανάγεται κυρίως σε δύο άρθρα: στο 21 και στο 22. Στο άρθρο 21 ανέκαθεν υπήρχαν διατάξεις σχετικές με την κοινωνική πρόνοια. Η δέσμη των διατάξεων που προτείνουμε καθιερώνει ένα γενικό δικαίωμα στην πρόνοια και όχι απλώς σε μια αντικειμενική υποχρέωση του κράτους. Μάλιστα επειδή δεν θέλουμε να είναι αφηρημένη η επίκληση του δικαιώματος αυτού, το εξειδικεύουμε στο ότι το κράτος, για να ανταποκριθεί στο υποκειμενικό αυτό δικαίωμα, πρέπει να εξασφαλίζει μέσω καθολικών κοινωνικών υπηρεσιών και εισοδηματικών ενισχύσεων ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους πολίτες του. Θεωρούμε αυτή τη ρύθμιση πληρέστερη από την προτεινόμενη από τη Νέα Δημοκρατία σε άλλη διάταξη, στο άρθρο 25, για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, διότι η υποχρέωση του κράτους δεν έγκειται μόνο στην αποκατάσταση ενός επιπέδου εισοδήματος για τους πολίτες του, αλλά για την συνολική εξυπηρέτηση των βασικών τους αναγκών όπως αυτοί καθιερώνονται σε συνταγματικούς σκοπούς κοινωνικής πολιτικής από το Σύνταγμα. Άλλωστε, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, όπως καταγράφεται στη βιβλιογραφία αλλά και στις πολιτικές διεκδικήσεις διαφορετικών ρευμάτων, μπορεί να έχει απελευθερωτικό χαρακτήρα απέναντι στην αγορά, δηλαδή να εξοπλίζει τον πολίτη με τη δυνατότητα μιας αποεμπορευματοποιημένης ύπαρξης. Αυτές ήταν οι διεκδικήσεις μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ΄70 στις προηγμένες σοσιαλδημοκρατίες, κυρίως τις σκανδιναβικές. Ήδη, όμως, κυριαρχεί μια νεοφιλελεύθερη εκδοχή η οποία θέλει με αυτό να υποκαταστήσει ελλειμματικά το σύνολο των προνοιακών επιδομάτων που δίνονται στοχευμένα σε συγκεκριμένες ομάδες που έχουν ανάγκη πρόσθετης προστασίας από αυτή που έχει το σύνολο των πολιτών. Με το χαρακτήρα αυτό δεν έχει πια απελευθερωτικό, αλλά –αντίθετα- οπισθοδρομικό και αντιδραστικό περιεχόμενο.

Συστηματικά εμείς θεωρούμε ότι, εν πάση περιπτώσει, ανέκαθεν το άρθρο 21 ήταν η sedes materiae των κοινωνικών δικαιωμάτων και εκεί λοιπόν προτείνουμε τις τροποποιήσεις που προανέφερα. Για να μπορεί να είναι δικαστικά αγώγιμο το δικαίωμα, αναφερόμαστε σε σύγχρονη νομολογία, κυρίως όπως η απόφαση του Συνταγματικού Γερμανικού Δικαστηρίου «Hartz IV» του 2010. Σε αυτήν ο γερμανικός δικαστής για να ξεπεράσει τον σκόπελο της διάκρισης των εξουσιών και του πώς μπορεί να επέμβει στο ιδιαίτερα τεχνικό θέμα του πόσοι πόροι θα διατεθούν σε αυτό το δικαίωμα και γιατί όχι σε ένα άλλο- προσδιόρισε ως βασική υποχρέωση του νομοθέτη να αποδείξει ότι έχει χρησιμοποιήσει επιστημονικές μεθόδους στην αναζήτηση της -κατά την κρίση του- optimum λύσης. Ανάλογη νομολογία έχει -μέχρι στιγμής- και το δικό μας ανώτατο διοικητικό δικαστήριο για τις ασφαλιστικές ρυθμίσεις, για τις οποίες απαιτεί αναλογιστικές μελέτες. Με αυτήν τη διατύπωση, όμως, επεκτείνουμε την σχετική υποχρέωση του κοινού νομοθέτη σε όλα τα κοινωνικά δικαιώματα με έναν τρόπο και δικαστικά ελέγξιμος είναι και δεν συνιστά κατοχύρωση της διεκδίκησης του αδύνατου.

Αντίστοιχα, κατοχυρώνουμε και το δικαίωμα στην υγεία ως κοινωνικό δικαίωμα και όχι απλώς ως κρατική υποχρέωση. Τονίζουμε ότι η υποχρέωση αυτή συνίσταται στην καθολική πρόσβαση σε αποτελεσματικές παροχές υγείας. Αντίστοιχα κατοχυρώνουμε ρητά σε σχέση με την κοινωνική ασφάλιση -και όχι γενικά όπως είναι στο άρθρο 25- την αρχή της αλληλεγγύης και τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει το ασφαλιστικό μας σύστημα και που ήδη του προσδώσαμε νομοθετικά, μέσω της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, δηλαδή το ενιαίο του χαρακτήρα του, τον συνδυασμό της ανταποδοτικότητας με την αλληλεγγύη και την αποτελεσματική κάλυψη όλου του πληθυσμού. Τέλος με την παράγραφο 7 κατοχυρώνουμε τον δημόσιο έλεγχο των βασικών κοινωνικών αγαθών.

Στο άρθρο 22 προσπαθούμε οι ρυθμίσεις μας να αντανακλούν την πρόσφατη νομική και πολιτική πραγματικότητα της χώρας. Αυτήν τη φορά αντίστροφα, λαμβάνοντας υπόψη τις αμφισβητήσεις που είχε η προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων και που με είχε οδηγήσει να μιλήσω για την ύπαρξη ενός παρασυντάγματος, δηλαδή ενός πλαισίου κανόνων δικαίου που έπρεπε να υπερβούν το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος για να εφαρμόσουν ένα κατ’ ουσίαν νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, όπως ήταν τα προγράμματα των μνημονίων. Έτσι, εδώ κατοχυρώνουμε ρητά ότι ίση αμοιβή για ίση αξίας εργασία πρέπει να δίδεται σε όλους τους εργαζόμενους, ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Αυτός ο κανόνας συναγόταν και από την αρχική διατύπωση του Συντάγματος. Όμως, είδαμε να επιβάλλεται μνημονιακά η κατασκευή του υποκατώτατου μισθού για τους νέους.

Ενισχύουμε, επίσης, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στον καθορισμό του ελάχιστου μισθού και το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Τέλος, όπως σας προανέφερα, κατοχυρώνουμε με αποτελεσματικότερο τρόπο, ως πλήρες υποκειμενικό κοινωνικό δικαίωμα, και το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση.

Στα λίγα λεπτά που μου μένουν -δυο λεπτά- θέλω να αναφερθώ στις προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας και των άλλων κομμάτων.

(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του Γενικού Εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ)

Μια ανοχή ενός λεπτού, σας παρακαλώ, κύριε Πρόεδρε.

Σε ορισμένες από τις απόψεις σας, όπως αυτή για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, αναφέρθηκα. Μια, που τη μοιράζεστε και με το Ποτάμι για την κλιματική αλλαγή, είναι θετική και θα μπορούσαμε να τη συζητήσουμε στο τέλος, όταν θα κάνουμε ανασκόπηση όλων των προτάσεων και αναζήτηση πιθανών συγκλίσεων μεταξύ μας.

Τις περισσότερες, όμως, ειδικά αυτές που αφορούν στα ατομικά δικαιώματα, τις θεωρώ βερμπαλιστικές. Στο ένα-ενάμισι λεπτό που μου απομένει, θέλω να αναφερθώ μόνο στο γιατί δεν είναι στην πραγματικότητα προοδευτική, αλλά αντιδραστική, όπως όρισα το τι είναι αντιδραστικό, η πρότασή σας για την τροποποίηση του άρθρου 16.

Γενικά η εκπαίδευση στην Ελλάδα ήταν το βασικό όχημα κοινωνικής ανέλιξης, αυτό με το οποίο ξέφευγαν από τη φτώχεια παιδιά που προέρχονταν από την εργατική ή την αγροτική τάξη, με πιο αποτελεσματικό τρόπο από ό,τι στην Ευρώπη που ήταν πιο σπάνιο να συναντήσεις παιδιά από αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες στις λεγόμενες «μεγάλες σχολές», την Ιατρική και τη Νομική.

Αυτή η δυνατότητα μειώνεται το τελευταίο διάστημα γιατί υπεισέρχεται η υπονόμευση της δωρεάν παιδείας, μέσω της αναγκαίας προετοιμασίας για αυτές τις υψηλές σχολές, και σε βαθμό που να υπονομεύεται η θεσμική υπόσχεση του άρθρου 16. Εσείς έρχεστε, όμως, να την υπονομεύσετε ακόμα και στον πυρήνα της. Αυτό, όμως, που καθιστά τα δημόσια πανεπιστήμια ανταγωνιστικά δεν είναι το να υποταχθούν στους κανόνες της αγοράς, γιατί ιστορικά τα πανεπιστήμια στην Ευρώπη δεν διαμορφώθηκαν μέσω αγοραίων διαδικασιών.

Η ποιότητά τους εξασφαλίζεται από την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας του προσωπικού τους και των φοιτητών τους, την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών στην πρόσβαση στους φοιτητές, κάτι που συναρτάται με τον δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης και, επίσης, με την υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίζει οικονομικά τη λειτουργία τους.

Ιστορικά ο νεοφιλελευθερισμός το πρώτο που υπονομεύει είναι ακριβώς αυτήν την υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίζει εκείνο το επίπεδο λειτουργίας των πανεπιστημίων που απαιτούν οι συνταγματικοί σκοποί που προανέφερα. Από εκεί και μετά, ξεκινάει ένας ολισθηρός δρόμος που στην αρχή ζητάει από τα πανεπιστήμια να συμπληρώσουν ό,τι τους λείπει από την κρατική χρηματοδότηση με έναν όχι μη θεμιτό σκοπό, αναζητώντας κονδύλια στο πλαίσιο των προγραμμάτων έρευνας, στην οποία ούτως ή άλλως εμείς οι πανεπιστημιακοί είμαστε υποχρεωμένοι να εγκύπτουμε, στη συνέχεια νομιμοποιώντας το αίτημα για δίδακτρα στα μεταπτυχιακά και μετά επεκτείνοντας αυτό το αίτημα σε όλη την γκάμα των σπουδών.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Κύριε Εισηγητά, παρακαλώ ολοκληρώνετε.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Μάλιστα, κύριε Πρόεδρε.

Αυτό έχει οδηγήσει, ειδικά στις αγγλοσαξονικές χώρες, στον υπερδανεισμό των φοιτητών και σε μια μεγάλη ενίσχυση των ανισοτήτων ακόμα και στον τομέα αυτόν.

Για όλους αυτούς τους λόγους, που προφανώς δεν μπορώ να αναλύσω περαιτέρω, γιατί πρέπει, όπως μου ζητά ο Πρόεδρος –και ορθά- να σεβαστώ τον χρόνο, θεωρώ ότι αυτή η πρόταση, όχι απλώς δεν ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των πανεπιστημίων μας, που είναι γενικά πολύ καλά -είδατε πρόσφατα τη συνεργασία του Πολυτεχνείου με το Columbia-, αλλά στην πραγματικότητα κατατείνει να αναιρέσει ένα από τα θετικά χαρακτηριστικά του Συντάγματος του 1975, που στο κάτω-κάτω της γραφής η παράταξή σας είχε εισάγει στη συνταγματική μας τάξη.

Ευχαριστώ πολύ.

(Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ)

(Στο σημείο αυτό ο Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Γεώργιος Κατρούγκαλος καταθέτει για τα Πρακτικά τα προαναφερθέντα έγγραφα, τα οποία βρίσκονται στο Αρχείο της Γραμματείας της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος)

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Κύριε Πρόεδρε, μπορώ να έχω τον λόγο;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Κύριε Κατρούγκαλε, έχετε τον λόγο. Είναι για διαδικαστικό θέμα;

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Μια μικρή παρατήρηση επί προσωπικού στον πολύ ευγενή, συνήθως, Γενικό Εισηγητή, τον κ. Τασούλα.

Δεν θα αναφερθώ στους χαρακτηρισμούς περί «εχθροπάθειας» και «κακεντρέχειας». Τους αποφεύγω. Όποιος ανατρέχει στα Πρακτικά, θα δει εάν υπάρχει θέμα αναφοράς.

Αναφέρθηκε, απλώς, σε υποτιθέμενο άρθρο μου στην «Καθημερινή», που δεν υπήρχε. Ο πάντα ευγενής κ. Τασούλας προφανώς παρασύρθηκε από την αντίστοιχη δήλωση του Αρχηγού του στη διάρκεια της συζήτησης στην Ολομέλεια, ποτέ όμως δεν έχω γράψει παρόμοια άρθρο στην «Καθημερινή». Υπήρχε μια αναφορά σε εμένα σε άρθρο συντάκτη της «Καθημερινής», στο οποίο φαντάζομαι αναφέρεται ο κ. Τασούλας, όπου δήλωνα ότι για εμάς το Σύνταγμα και η αναθεώρησή του έχει συγκεκριμένο προσανατολισμό.

Ο προσανατολισμός της αναθεώρησής μας έγκειται, αφενός στην εμβάθυνση της Δημοκρατίας, αφετέρου στην απόκρουση του νεοφιλελευθερισμού. Και ειδικά η τελευταία γίνεται με θετικά μέτρα, αυτά τα οποία συζητήσαμε σήμερα, η κατοχύρωση δηλαδή των κοινωνικών δικαιωμάτων, η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των κοινών, αλλά και με αποθετικά μέτρα, αρνητικά μέτρα, με την απόκρουση, κατά τη γνώμη μας, νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων, όπως η πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 16.

Το λέω απλώς για τα Πρακτικά και γιατί νομίζω ότι αυτή είναι μια πολιτική άποψη που μπορεί να κατακριθεί, αλλά δεν είναι κακεντρεχής ή εν εχθροπαθής.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Ευχαριστώ, κύριε Κατρούγκαλε.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Είναι εκτός πλαισίου η αναφορά την οποία τώρα διαβάσατε. Πέραν του ότι αφορά άλλη εφημερίδα, αναφέρεται σε άλλο κείμενο. Δεν αναφέρεται στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τη συνταγματική αναθεώρηση, αλλά στο κείμενο εργασίας έξι συνταγματολόγων, μεταξύ των οποίων και αυτός στον οποίο αναφερθήκατε και είπατε προηγουμένως ότι αποδοκιμάζει –δεν είναι έτσι, κατά την γνώμη μου- την παρούσα.

Είχαμε καταθέσει το δικό μας επιστημονικό στίγμα. Επ’ αυτού του στίγματος, λοιπόν, δεν μπορείτε να αναφέρεστε, όταν μιλάτε για την πρόταση της αναθεώρησης του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι δύο διαφορετικά κείμενα.

Και πράγματι, η δική μου η πρόταση και των άλλων συναδέλφων ήταν πιο περιεκτική, αναφερόταν σε μεγαλύτερο αριθμό άρθρων του Συντάγματος και αφορά αποκλειστικά και μόνο στη δική μας πολιτική και επιστημονική άποψη. Ακόμη και αυτή, όμως, δεν είχε εχθροπάθεια ή κακεντρέχεια, πολιτικά αναφερόταν στο στόχο να ξεπεράσουμε αμαρτίες του παλιού πολιτικού συστήματος, κάτι που θα έπρεπε και εσάς να σας βρίσκει σύμμαχο και όχι αντίπαλο.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Ευχαριστώ πολύ.

Κύριε Μαυρωτά, έχετε τον λόγο και συγγνώμη για αυτή τη διακοπή.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΥΡΩΤΑΣ (Γενικός Εισηγητής του «Ποταμιού»): Παρακαλώ, ήταν πολύ ενδιαφέροντα αυτά που ακούσαμε.

Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.

Θα πιάσω το νήμα από εκεί που το είχαμε αφήσει στην προηγούμενη συνεδρίαση, όταν μιλούσαμε για το άρθρο 3. Θεωρούμε ότι θα ήταν απόλυτα υποκριτικό να γίνει επέμβαση στο άρθρο 3 και να μπει η θρησκευτική ουδετερότητα, χωρίς να γίνει επέμβαση αντίστοιχα στο άρθρο 16 παράγραφο 2 που λέει ότι το κράτος έχει ως αποστολή την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης. Και δεν άκουσα τον Εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Κατρούγκαλο να λέει κάτι για το άρθρο 16 παράγραφο 2.

Η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης θεωρούμε ότι είναι αποστολή της Εκκλησίας και όχι της Πολιτείας, όπως αντίστοιχα αποστολή της Πολιτείας και όχι της Εκκλησίας είναι η ανάπτυξη της δημοκρατικής συνείδησης.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Είχα τοποθετηθεί στη δευτερολογία μου στην προηγούμενη ενότητα. Γι’ αυτό δεν αναφέρθηκα σε αυτό σήμερα.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Στα άλλα άρθρα, κύριε Εισηγητά, της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, ποια άποψη έχετε…

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΥΡΩΤΑΣ (Γενικός Εισηγητής του «Ποταμιού»): Επειδή είμαι μόνος μου θα μιλήσω στη δευτερολογία για αυτά. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να έχουμε περισσότερους Βουλευτές.

 

 

Στην Αθήνα σήμερα, 03 Δεκεμβρίου 2018, ημέρα Δευτέρα και ώρα 17.15΄ στην Αίθουσα Γερουσίας του Μεγάρου της Βουλής, συνεδρίασε η Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, υπό την προεδρία του Προέδρου αυτής κ. Νικόλαου Παρασκευόπουλου, με θέμα ημερήσιας διάταξης: Συζήτηση προτάσεων για την αναθεώρηση του Συντάγματος σύμφωνα με το γενικό πρόγραμμα που αποφασίστηκε και την πρόοδο των εργασιών (εισαγωγή στη θεματική ενότητα των Ατομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων – άρθρα 4 έως 25 Σ).

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Αγαπητοί κύριοι συνάδελφοι, η θεματική ενότητα με την οποία θα ασχοληθούμε –εγώ θα εστιάσω κυρίως στα κοινωνικά δικαιώματα- νομίζω ότι προσφέρεται όχι μόνο για την ανάδειξη του διαφορετικού χαρακτήρα των προτάσεων που έχουμετων κομμάτων, αλλά και για να μπορέσουμε να δούμε αν ευσταθεί ο ισχυρισμός που έχω ακούσει κυρίως από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας –με έκπληξή μου, όμως, και από άλλες πλευρές- ότι δεν νοείται προοδευτική ή συντηρητική Αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά νοείται το μόνο ζητούμενο είναι η αποτελεσματικότητα του. Μάλιστα, άκουσα από τον κ. Τζαβάρα –νομίζω- το επιχείρημα ότι αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει είναι το πώς θα μεγαλώσει η «πίτα» και ότι η κατανομή της «πίτας» έρχεται μετά.

Πριν μπω στην ουσία της ανάπτυξης, θέλω να σας διαβάσω ένα απόσπασμα από μια την Εεγκύκλιο-Ππροτροπή του Πάπα Φραγκίσκου, το «GaudiumEvangelii», «η Χαρά του Ευαγγελίου», που δημοσιεύτηκε το 2013. Αυτός Εκεί ο Πάπας αναφέρεται στην ίδια άποψη της περί «πίτας», που πρέπει να μεγαλώσει για να μοιραστεί, στην αγγλοσαξονική της εκδοχή που αποτυπώνουν οι θεωρίες trickledown, ότι πρέπει να γεμίσει το ποτήρι, να ξεχειλίσει, κι έτσι όταν γεμίσει και ξεχειλίσει, δεν θα επωφεληθούν μόνο οι πλούσιοι, αλλά και οι φτωχοί.

Σας διαβάζω: «Η υπόσχεση ότι όταν γεμίσει το ποτήρι, θα ξεχειλίσει και θα επωφεληθούν οι φτωχοί, δεν επαληθεύεται. Αντίθετα, τι συμβαίνει; Όταν το ποτήρι γεμίζει, μ’ έναν μαγικό τρόπο γίνεται ακόμα μεγαλύτερο». Και συνεχίζει ο Πάπας: “Πρέπει να αντιληφθούμε την εντολή «ου φονεύσεις», η οποία θέτει σαφή όρια για την προστασία της ανθρώπινης ζωής στο περιβάλλον της νέας οικονομίας, των αποκλεισμών και των ανισοτήτων.

Αυτή η οικονομία σκοτώνει.

Τα κοινωνικά δικαιώματα ιστορικά απετέλεσαν την αμφισβήτηση του μονοπωλίου της αγοράς σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση των σχέσεων των πολιτών με την εργασίααυτήν και το κράτος. Εντοπίζουμε ήδη μια διαφορά στις μεγάλες καταστατικές επαναστάσεις του σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους. :

Η Αμερικανική Επανάσταση δεν είχε κοινωνικό περιεχόμενο. Η αναζήτηση της ευτυχίας δεν θεωρείτο αντιστοιχούσε σε κάποια υποχρέωση του κράτους, ενώ α. Αντίθετα στη Γαλλική Επανάσταση όχι μόνο στα Συντάγματα του 1793 και του 1795, τα κατεξοχήν ριζοσπαστικά Συντάγματα, είχαμε κοινωνικά δικαιώματα, αλλά ήδη από το 1789 ο Αββάς Σεγιές έλεγε ότι πρέπει οι πολίτες να προσδοκούν από το κράτος οτιδήποτε αυτό μπορεί να κάνει για να τους εξυπηρετήσει,  για να βελτιώσει την κατάστασή τους.

Το κοινωνικό ζήτημα του 19ου αιώνα ήταν αφορούσε ακριβώς γύρω από το πώς θα μπορούσαν τα κοινωνικά δικαιώματα να καταστήσουν το μονοταξικό, τυπικά φιλελεύθερο κράτος δικαίου, ουσιαστικό κράτος δικαίου.

Θυμίζω ότι ενώ κατοχυρώνονταν μετά τις επαναστάσεις αυτές ατομικά δικαιώματα και πολιτικές ελευθερίες, το κράτος στα δύο τρίτα τουλάχιστον του 19ου αιώνα ήταν μονοταξικό. Δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο όσοι είχαν περιουσία. Μάλιστα, θεωρείται εθεωρείτο ότι το να επεκτείνεις επεκταθεί και σ’ αυτούς που δεν έχουν περιουσία το εκλογικό δικαίωμα, αφενός θα ήταν ανεύθυνο, γιατί πώς θα μπορούσαν αυτοί να νοιάζονται για την περιουσία των άλλων και αφετέρου και υπονομευτικό της καλής διαχείρισης του κράτους, γιατί εφόσον οι μάζες ήταν ανεκπαίδευτες.

Εκείνη την εποχή, λοιπόν, διαμορφώθηκαν δύο απαντήσεις για το πώς θα μπορούσε αυτή η κατάσταση να διαφοροποιηθείαλλάξει. Το ένα ρεύμα ήταν επαναστατικό. Επεδίωκε την ανατροπή του συστήματος της αγοράς και σ’ έναν βαθμό βρήκε την έκφρασή του στην πρώτη πανευρωπαϊκή επανάσταση –και μόνη μέχρι σήμερα- τη λεγόμενη «Άνοιξη των Λαών», τα επαναστατικά κινήματα του 1848, όπου εθνικοαπελευθερωτικά αιτήματα συναντήθηκαν με τα τη διεκδίκησηδύο πρωταρχικώνά αιτήματα σχετικά με τα κοινωνικάών δικαιώματαδικαιωμάτων:, του δικαίωματος στην εργασία και του δικαίωματος στην εκπαίδευση.

Η άλλη άποψη προσπάθησε επεδίωκε, μέσω της νομικής κατοχύρωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων, να αποφύγει η γενίκευση του εκλογικού δικαιώματος να φτάσει οδηγήσει στην ανατροπή του κοινωνικού συστήματος και  στοε σοσιαλισμό. Ήταν η άποψη που επικράτησε με την τις βισμαρκιανέςή μεταρρύθμιση μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1870, ένα συνδυασμό καρότου και μαστίγιου, : το μαστίγιοι ήταν οι νόμοι κατά των σοσιαλιστών, οι Ssosialistengesetzen, οι οποίοιπου απαγόρευσαν τα σωματεία και τη δράση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, σε συνδυασμό μετο καρότο μια εκ των άνωθεν πατερναλιστική νομοθεσία, που όμως για πρώτη φορά προστάτευε ως δημόσιο δικαίωμα το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση.

Η παράλληλη αυτή πορεία διεκδίκηση άλλαξε τον χαρακτήρα της πολιτείας. Η στιγμή που γενικεύεται στον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζονταιη νέα, κοινωνική αντίληψη για τα κλασικά ατομικά δικαιώματα και οι τις ελευθερίες, ειδικά το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, είναι το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, όπου για πρώτη φορά διακηρύσσεται ότι η ιδιοκτησία υποχρεώνει. Δεν είναι, δηλαδή, το ανεξέλεγκτο δικαίωμα των αστών του αστικού Διαφωτισμού. Είναι δικαίωμα που είναι λειτουργικά δεσμευμένο.  Μμε ποιον τρόπο; Μέσω των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Αυτό δεν σημαίνει μόνοΆρα η νομική κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Σημαίνει, συνεπάγεται μια συνολική αλλαγή του τρόπου με τον οποίον γίνονται αντιληπτά δικαιώματα όπως η ισότητα, δικαιώματα όπως η ιδιοκτησία και γενικότερα η σχέση κράτους και αγοράς, αποκτούν μια νέα ρύθμιση.

Θα σας αναφέρω ένα κλασικό παράδειγμα. Η προοδευτική φορολογία, να φορολογούνται σήμερα περισσότερο, με ανώτερο φορολογικό συντελεστή, οι πλούσιοι και με χαμηλότερο οι φτωχοί, θεωρείται σήμερα μια αυτονόητη ιδέα. Όταν στο πλαίσιο του τυπικού φιλελεύθερου κράτους είχε παρουσιαστεί στον Τιργκό αυτή μια παρόμοια η πρόταση, είχε πει ότι πρέπει να εκτελεστεί αυτός που τη σκέφτηκε, όχι η πρόταση. Ο Τζον Στιούαρτ Μιλλ, ο οποίος είχε μια γενική συμπάθεια στο πλαίσιο του πολιτικού φιλελευθερισμού του προς αρκετές σοσιαλιστικές ιδέες, χαρακτήριζε την προοδευτική φορολογία ως μια ήπια μορφή ληστείας. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο χρειάστηκε η 16η Αναθεώρηση στην Αμερική για να έχουμε κατοχυρωθεί η  προοδευτική φορολογία.

Αυτό, λοιπόν, το φιλελεύθερο Σύνταγμα που στο μυαλό σας, κύριοι συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας, είναι αναλλοίωτο από τον 19ο αιώνα, έχει ήδη υποστεί μια βαθύτατη τομή, μία πολιτειακή τομή μετάλλαξη με το πέρασμα από το τυπικό φιλελεύθερο κράτος στο κοινωνικό κράτος πρόνοιας του 20ου αιώνα. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο όσες προτάσεις σήμερα έρχονται να αμφισβητήσουν αυτήν την πολιτειακή τομή, θέλοντας να αποκαταστήσουν την πλήρως ανεξέλεγκτους ανεξέλεγκτη ρυθμούς στην αγορά, στην πραγματικότητα δεν είναι συντηρητικές, αλλά είναι αντιδραστικές, γιατί θέλουν να γυρίσουν πίσω το ρολόι της θεσμικής ιστορίας σε κάτι που ίσχυε αταστάσεις πολύ πριν τη σύγχρονη μορφή της πολιτείας μας.

Σήμερα τα κοινωνικά δικαιώματα θεωρούνται ισότιμα με τα άλλα, όχι κατώτερα από πλευράς κανονιστικής ισχύο. Θα καταθέσω μετά στα Πρακτικά τη Δδιακήρυξη και το Ππρόγραμμα Δδράσης της Συνδιάσκεψης της Βιέννης, που αποτελεί αυτήν την στιγμή τον κλασικό τόπο αναφοράς σε επίπεδο διεθνούς δικαίου και έτσι για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.  

Τα κοινωνικά δικαιώματα προσδιορίζουν το οικονομικό και το κοινωνικό Σύνταγμα. Αυτή η αλλαγή που θέλετε να επιφέρετε στο άρθρο 106 ώστε να κατοχυρώνεται ο πλήρως ελεύθερος ανταγωνισμός συνιστά την πεμπτουσία -αυτό που χαρακτηρίζω «αντιδραστική στροφή»- προς ένα Σύνταγμα που έπαψε προ πολλού να είναι το Σύνταγμα αναφοράς των σύγχρονων ευρωπαϊκών δημοκρατιών τον 20ο αιώνα.

Στο Συνταγμα του κοινωνικού κράτους Τα κοινωνικά δικαιώματα ανάγουν οιτους στόχοιυς της κοινωνικής πολιτικής ανάγονται σε συνταγματικούς σκοπούς και εντάσσουν τόσο τα κοινωνικά δικαιώματα όσο και το οικονομικό Σύνταγμα εντάσσονται στον σκληρό πυρήνα των μη αναθεωρητέων διατάξεων. Όπως ξέρετε, το άρθρο 110 δεν προσδιορίζει μόνο ενάριθμα τις μη αναθεωρητέες διατάξεις, αλλά αναφέρεται και σε αυτές που προσδιορίζουν στη μορφή και στις βάσεις του πολιτεύματος. Η αρχή του κοινωνικού κράτους, που έχει ως βασικό περιεχόμενο αυτό που προανέφερα, την πολιτειακή μεταβολή του τυπικού φιλελεύθερου κράτους του 19ου αιώνα σε ένα κράτος που η ισότητα δεν έχει μόνο τυπικά χαρακτηριστικά, αλλά δυνάμει και ουσιαστικά, την αναζήτηση της πραγματικής ισότητας, όπου οι σχέσεις κράτους- αγοράς-πολιτών έχουν ρυθμιστεί με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στα αρχαϊκά συντάγματα του προ προηγούμενου αιώνα, όλα αυτά πρέπει να θεωρηθούν ότι στον πυρήνα τους -όχι προφανώς στην περιφέρεια ρύθμισής τους- ανάγονται σε εκείνα τα ζητήματα που δεν μπορεί ούτε ο αναθεωρητικός νομοθέτης να τροποποιήσει. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο η πλήρης συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα, κατά τη γνώμη μου, λόγω του αυστηρού Συντάγματος που έχουμε και αυτής της προστασίας, της μορφής και της βάσης του πολιτεύματός μας στο οποίο πρέπει να συμπεριλάβουμε και τη θεμελιώδη αρχή του κοινωνικού κράτους, είναι στο πλαίσιο της αναθεωρητικής –τουλάχιστον- διαδικασίας αδύνατη.

Ποια χαρακτηριστικά έχει η πρότασή μας;

Κατ’ αρχήν, ενισχύουμε την κανονιστική πυκνότητα και το δικαστικά αγώγιμο των κοινωνικών δικαιωμάτων. Κατοχυρώνονται κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμά μας, αλλά πολλές φορές με πολύ ασθενή κανονιστικά διατύπωση. Για παράδειγμα, προβλέπει ότι  μεριμνά το κράτος για την υγεία, δ. Δεν κατοχυρώνεται αναφέρεται όμως ρητά ως ένα δικαίωμα στην υγεία. Το αντίστοιχο ισχύει για την κοινωνική ασφάλιση. Γι’ αυτόν τον λόγο όταν οι δικαστές δικάζουν υποθέσεις κοινωνικών δικαιωμάτων, δεν ανατρέχουν συνήθως στην ίδια τη ρύθμιση που αφορά το κοινωνικό δικαίωμα καθ’ εαυτό, αλλά είτε σε γενικές αρχές, όπως είναι η ισότητα, όπως είναι η αξία του ανθρώπου, είτε προσπαθούν να κάνουνσε μια σύνθεση αυτών των θεμελιωδών αρχών.

Ερχόμαστε σήμερα να ενισχύσουμε την κανονιστική πυκνότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων με δύο τρόπους: Αφενός βεβαιωτικά, να ενσωματώσουμε ρητά στη συνταγματική μας τάξη την υφιστάμενη θετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τέτοια είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, του δικαιώματος στο νερό. Η γνωστή απόφαση 1905/20 του ΄14 της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας το έχει θεωρήσει, εξαιτίας της ιδιότητάς του αυτής, ως θεμελιώδους δικαιώματος, στην πραγματικότητα ως αγαθό εκτός συναλλαγής, μη δεκτικό ιδιωτικοποιήσης. Επίσης, και άλλες σχετικές θετικές αποφάσεις, όπως η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για το ότι η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία προστατεύεται από το Σύνταγμα και δεν μπορεί να καταργηθεί από τον κοινό νομοθέτη. Είναι η απόφαση 2307/ του 2014.

Βεβαιωτική, επίσης, είναι η παρέμβασή μας και σε σχέση με νομοθετικές τομές που ήδη έχουμε κάνει και θεωρούμε ότι πρέπει να έχουν και συνταγματική θωράκιση, όπως για παράδειγμα η απαγόρευση της αντιμετώπισης απεργίας με πολιτική επιστράτευση των απεργών που το καθιερώσαμε σε έναν από τους πρώτους νόμους μας, στον λεγόμενο πρώτο νόμο Κατρούγκαλου -είναι τιμή μου να συνδέεται το όνομά μου με τέτοια μεταρρύθμιση-, τον ν.4325/2015, και συγκεκριμένα στο άρθρο 1.

Η τομή που επιφέρουμε ανάγεται κυρίως σε δύο άρθρα: στο 21 και στο 22. Στο άρθρο 21 ανέκαθεν υπήρχαν οι σχετικές διατάξεις σχετικές με την κοινωνική πρόνοια. Η δέσμη των διατάξεων που προτείνουμε καθιερώνει ένα γενικό δικαίωμα στην πρόνοια και όχι απλώς σε μια αντικειμενική υποχρέωση του κράτους. Μάλιστα επειδή δεν θέλουμε να είναι αφηρημένη η επίκληση του δικαιώματος αυτού, το εξειδικεύουμε στο ότι το κράτος, για να ανταποκριθεί στο υποκειμενικό αυτό δικαίωμα, πρέπει να εξασφαλίζει μέσω καθολικών κοινωνικών υπηρεσιών και εισοδηματικών ενισχύσεων ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους πολίτες του. Θεωρούμε αυτή τη ρύθμιση πληρέστερη από την προτεινόμενη από τη Νέα Δημοκρατία σε άλλη διάταξη, στο άρθρο 25, για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, διότι η υποχρέωση του κράτους δεν έγκειται μόνο στην αποκατάσταση ενός επιπέδου εισοδηματικού εισοδήματος για τους πολίτες του, αλλά για την συνολική εξυπηρέτηση των βασικών τους αναγκών όπως αυτοί καθιερώνονται σε συνταγματικούς σκοπούς κοινωνικής πολιτικής ήδη από το Σύνταγμα. Άλλωστε, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, όπως καταγράφεται στη βιβλιογραφία αλλά και στις πολιτικές διεκδικήσεις διαφορετικών ρευμάτων, μπορεί να έχει απελευθερωτικό χαρακτήρα απέναντι στην αγορά, δηλαδή να εξοπλίζει τον πολίτη με τη δυνατότητα μιας αποεμπορευματοποιημένης ύπαρξης. Αυτές ήταν οι διεκδικήσεις μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ΄70 στις προηγμένες σοσιαλδημοκρατίες, κυρίως τις σκανδιναβικές. Ήδη, όμως, έχει κυριαρχεί μια νεοφιλελεύθερη εκδοχή η οποία θέλει με αυτό να υποκαταστήσει ελλειμματικά το σύνολο των προνοιακών επιδομάτων που δίνονται στοχευμένα σε συγκεκριμένες ομάδες που έχουν ανάγκη πρόσθετης προστασίας από αυτή που έχουν έχει το σύνολο των πολιτών.  και εξ αυτού τουΜε το χαρακτήρα αυτό δεν έχει πια απελευθερωτικό, αλλά –αντίθετα- οπισθοδρομικό και αντιδραστικό περιεχόμενο.

Συστηματικά εμείς θεωρούμε ότι, εν πάση περιπτώσει, ανέκαθεν το  άρθρο 21 ήταν ο τομέας που εντοπίζονται οιη sedesmateriae των κοινωνικών δικαιωμάτων και εκεί λοιπόν αναφερόμαστε προτείνουμε τις τροποποιήσεις με τον τρόπο που σας προανέφερα. Για να μπορεί να είναι δικαστικά αγώγιμο το δικαίωμα, αναφερόμαστε σε σύγχρονη νομολογία, κυρίως όπως έχει καταγραφεί κυρίως στοη απόφαση του Συνταγματικό Συνταγματικού Γερμανικού ό Δικαστήριοηρίου και την Απόφαση «Hartz4IV» του 2010, . Σε αυτήνόπου ο γερμανικός νομοθέτης δικαστής για να ξεπεράσει τον σκόπελο της διάκρισης των εξουσιών και του πώς μπορεί ο δικαστής να επέμβει στο ιδιαίτερα τεχνικό θέμα του πόσοι πόροι θα διατεθούν -γιατί αυτοί σε αυτό το δικαίωμα και γιατί όχι άλλοι σε ένα άλλο- προσδιόρισε ως βασική υποχρέωση του νομοθέτη να αποδείξει ότι έχει χρησιμοποιήσει επιστημονικές μεθόδους στην αναζήτηση της -κατά την κρίση  γνώμη του- optimum λύσης.  Ανάλογη νομολογία έχει -μέχρι στιγμής- και το δικό μας ανώτατο διοικητικό δικαστήριο μας για τις ασφαλιστικές ρυθμίσεις, για τις οποίες  που απαιτεί αναλογιστικές μελέτες, . αλλά μΜε αυτήν τη διατύπωση, όμως,  επεκτείνουμε αυτήν την σχετική υποχρέωση του κοινού νομοθέτη σε όλα τα κοινωνικά δικαιώματα με έναν τρόπο και δικαστικά ελέγξιμος είναι και δεν συνιστά κατοχύρωση της διεκδίκησης του αδύνατου.

Αντίστοιχα, κατοχυρώνουμε και το δικαίωμα στην υγεία ως κοινωνικό δικαίωμα και όχι απλώς ως κρατική υποχρέωση. Τονίζουμε ότι η υποχρέωση αυτή συνίσταται στην καθολική πρόσβαση σε αποτελεσματικές παροχές υγείας. Αντίστοιχα και για την κοινωνική ασφάλιση κατοχυρώνουμε ρητά σε σχέση με την κοινωνική ασφάλιση -και όχι γενικά όπως είναι στο άρθρο 25- την αρχή της αλληλεγγύης και τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει το ασφαλιστικό μας σύστημα και που ήδη του προσδώσαμε τα έχει νομοθετικά, μέσω της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, δηλαδή το ενιαίο του χαρακτήρα του, τον συνδυασμό της ανταποδοτικότητας με την αλληλεγγύη και την αποτελεσματική κάλυψη όλου του πληθυσμού. Τέλος με την παράγραφο 7 κατοχυρώνουμε τον δημόσιο έλεγχο των βασικών κοινωνικών αγαθών.

Στο άρθρο 22 προσπαθούμε οι ρυθμίσεις μας να αντανακλούν την πρόσφατη νομική και πολιτική πραγματικότητα της χώρας. Αυτήν τη φορά αντίστροφα, λαμβάνοντας υπόψη  από μεριάς των αμφισβητήσεωντις αμφισβητήσεις που είχε η προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων και που με είχε οδηγήσει να μιλήσω για την ύπαρξη ενός παρασυντάγματος, δηλαδή ενός πλαισίου κανόνων δικαίου που έπρεπε να υπερβούν το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος για να εφαρμόσουν ένα κατ’ ουσίαν νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, όπως ήταν τα προγράμματα των μνημονίων. Έτσι, εδώ κατοχυρώνουμε ρητά ότι είσαι ίση αμοιβή για ίση αξίας εργασία πρέπει να γίνεται δίδεται σε για όλους τους εργαζόμενους, ανεξάρτητα και από την ηλικία τους. Αυτός ο κανόνας συεναγόταν και από την αρχική διατύπωση του Συντάγματος. Όμως, είδαμε την να επιβάλλεται μνημονιακά η κατασκευή του υποκατώτατου μισθού για τους νέους.

Ενισχύουμε, επίσης, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στον καθορισμό του ελάχιστου μισθού και το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Τέλος, όπως σας προανέφερα, κατοχυρώνουμε με αποτελεσματικότερο τρόπο, ως πλήρες υποκειμενικό κοινωνικό δικαίωμα, και το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση.

Στα λίγα λεπτά που μου μένουν -δυο λεπτά- θέλω να αναφερθώ στις προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας και των άλλων κομμάτων.

(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του Γενικού Εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ)

Μια ανοχή ενός λεπτού, σας παρακαλώ, κύριε Πρόεδρε.

Σε οΟρισμένες από τις απόψεις σας, όπως αυτή για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, -σε αυτές αναφέρθηκα. -, Μμια, που τη μοιράζεστε και με το Ποτάμι για την κλιματική αλλαγή, είναι θετική και θα μπορούσαμε να τη συζητήσουμε στο τέλος, όταν θα κάνουμε ανασκόπηση όλων των προτάσεων και αναζήτηση πιθανών συγκλίσεων μεταξύ μας.

Τις περισσότερες, όμως, ειδικά αυτές που αφορούν στα ατομικά δικαιώματα, τις θεωρώ βερμπαλιστικές. Στο ένα-ενάμισι λεπτό που μου απομένει, θέλω να αναφερθώ μόνο στο γιατί δεν είναι στην πραγματικότητα προοδευτική, αλλά αντιδραστική, όπως όρισα το τι είναι αντιδραστικό, η πρότασή σας για την τροποποίηση του άρθρου 16.

Γενικά η εκπαίδευση στην Ελλάδα ήταν το βασικό όχημα κοινωνικής ανέλιξης, αυτό με το οποίο ξέφευγαν από τη φτώχεια παιδιά που προέρχονταν από την εργατική ή την αγροτική τάξη, ,  με διαφορετικό πιο αποτελεσματικό τρόπο από ό,τι στην Ευρώπη που ήταν πιο σπάνιο να συναντήσεις παιδιά από αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες στις λεγόμενες «μεγάλες σχολές», την Ιατρική και τη Νομική.

Αυτή η δυνατότητα ό σε μεγάλο βαθμό μειώνεται το τελευταίο διάστημα γιατί υπεισέρχεται η μη υπονόμευση της δωρεάν παιδείας, μέσω της αναγκαίας προετοιμασίας για αυτές τις υψηλές σχολές, και σε μεγάλο βαθμό που να υπονομεύεται αυτή τηη θεσμική υπόσχεση του άρθρου 16. Εσείς έρχεστε, όμως, να την υπονομεύσετε ακόμα και στον πυρήνα της. Αυτό, όμως, που καθιστά τα δημόσια πανεπιστήμια ανταγωνιστικά δεν είναι το να υποταχθούν στους κανόνες τηις αγοράς, γιατί ιστορικά τα πανεπιστήμια στην Ευρώπη δεν διαμορφώθηκαν μέσω αγοραίων διαδικασιών.

Η ποιότητά τους εξασφαλίζεται από την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας του προσωπικού τους και των φοιτητών τους, την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών στην πρόσβαση στους φοιτητές, κάτι που συναρτάται με τον δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης και, επίσης, με την υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίζει οικονομικά τη λειτουργία τους.

Ιστορικά ο νεοφιλελευθερισμός το πρώτο που υπονομεύει είναι ακριβώς αυτήν την υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίζει εκείνο το επίπεδο λειτουργίας των πανεπιστημίων που απαιτούν οι συνταγματικοί σκοποί που προανέφερα. Από εκεί και μετά, ξεκινάει ένας ολισθηρός δρόμος που στην αρχή ζητάει από τα πανεπιστήμια να συμπληρώσει συμπληρώσουν ό,τι τους λείπει από την κρατική χρηματοδότηση στην αρχή με έναν όχι μη θεμιτό σκοπό, αναζητώντας κονδύλια έρευνας στο πλαίσιο των προγραμμάτων έρευνας, που στην οποία ούτως ή άλλως εμείς οι πανεπιστημιακοί είμαστε υποχρεωμένοι να εγκύπτουμε, στη συνέχεια νομιμοποιώντας το αίτημα για δίδακτρα στα μεταπτυχιακά και μετά επεκτείνοντας αυτό το αίτημα σε όλη την γκάμα των σπουδών.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Κύριε Εισηγητά, παρακαλώ ολοκληρώνετε.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Μάλιστα, κύριε Πρόεδρε.

Αυτό έχει οδηγήσει, ειδικά στις αγγλοσαξονικές χώρες, σε ένα μεγάλο ζήτημαστον υπερδανεισμόού των φοιτητών και σε μια μεγάλη ενίσχυση των ανισοτήτων ακόμα και στον τομέα αυτόν.

Για όλους αυτούς τους λόγους, που προφανώς δεν μπορώ να αναλύσω περαιτέρω, γιατί πρέπει, όπως μου ζητά ο Πρόεδρος –και ορθά- να σεβαστώ τον χρόνο, θεωρώ ότι αυτή η πρόταση, όχι απλώς δεν ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των πανεπιστημίων μας, που είναι γενικά πολύ καλά -είδατε πρόσφατα τη συνεργασία του Πολυτεχνείου με το Columbia-, αλλά που στην πραγματικότητα κατατείνει να αναιρέσει ένα από τα θετικά χαρακτηριστικά του Συντάγματος του 1975, που στο κάτω-κάτω της γραφής η παράταξή σας είχε εισάγει στη συνταγματική μας τάξη.

Ευχαριστώ πολύ.

(Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ)

(Στο σημείο αυτό ο Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Γεώργιος Κατρούγκαλος καταθέτει για τα Πρακτικά τα προαναφερθέντα έγγραφα, τα οποία βρίσκονται στο Αρχείο της Γραμματείας της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος)

 

 

 

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Κύριε Πρόεδρε, μπορώ να έχω τον λόγο;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Κύριε Κατρούγκαλε, έχετε τον λόγο. Είναι για διαδικαστικό θέμα;

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Μια μικρή παρατήρηση επί προσωπικού στον πολύ ευγενή, συνήθως, Γενικό Εισηγητή, τον κ. Τασούλα. 

Δεν θα αναφερθώ στους χαρακτηρισμούς περί «εχθροπάθειας» και «κακεντρέχειας». Τους αποφεύγω. Όποιος ανατρέχει στα Πρακτικά, θα δει εάν υπάρχει θέμα αναφοράς.

ΑναφέρομαιΑναφέρθηκε, απλώς, σε υποτιθέμενο άρθρο μου στην «Καθημερινή», που δεν υπήρχε. Επειδή οΟ πάντα ευγενής κ. Τασούλας προφανώς παρασύρθηκε από την αντίστοιχη δήλωση του Αρχηγού του στη διάρκεια της συζήτησης στην Ολομέλεια, ποτέ όμως δεν έχω γράψει παρόμοια άρθρο στην «Καθημερινή». Υπήρχε μια αναφορά εκεί σε εμένα στο σε άρθρο συντάκτη της «Καθημερινής», στο οποίο φαντάζομαι αναφέρεται ο κ. Τασούλας, που δήλωσεόπου δήλωνα ότι για εμάς το Σύνταγμα και η αναθεώρησή του έχει συγκεκριμένο προσανατολισμό.

 Ο προσανατολισμός της αναθεώρησής μας έγκειτοέγκειται, αφενός στην εμβάθυνση της Δημοκρατίας, αφετέρου στην απόκρουση του νεοφιλελευθερισμού. Και ειδικά η τελευταία γίνεται με θετικά μέτρα, αυτά τα οποία συζητήσαμε σήμερα, η κατοχύρωση δηλαδή των κοινωνικών δικαιωμάτων, η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των κοινών,  αλλά και με αποθετικά μέτρα, αρνητικά μέτρα, με την απόκρουση, κατά τη γνώμη μας,  νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων, όπως αυτά τηςη πρόταση για την αΑναθεώρησης του 2016άρθρου 16.

Το λέω απλώς για τα Πρακτικά και γιατί νομίζω ότι αυτή άποψη είναι μια πολιτική άποψη που μπορεί να κατακριθεί, αλλά δεν είναι κακεντρεχής ή εν πάση περιπτώσει εχθροπαθής.       

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Ευχαριστώ, κύριε Κατρούγκαλε.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Είναι εκτός πλαισίου η αναφορά την οποία τώρα διαβάσατε. Πέραν του ότι αφορά άλλη εφημερίδα, αναφέρεται σε άλλο κείμενο. Δεν αναφέρεται στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τη συνταγματική αναθεώρηση, αλλά στο κείμενο εργασίας που έξι συνταγματολόγοισυνταγματολόγων, μεταξύ των οποίων και αυτός στον οποίο αναφερθήκατε και είπατε προηγουμένως ότι αποδοκιμάζει –δεν είναι έτσι, κατά την γνώμη μου- την παρούσα.

Είχαμε καταθέσει το δικό μας επιστημονικό στίγμα. Επ’ αυτού του στίγματος, λοιπόν, δεν μπορείτε να αναφέρεστε, όταν μιλάτε για την πρόταση της αναθεώρησης του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι δύο διαφορετικά κείμενα.

Και πράγματι, η δική μου η πρόταση και των άλλων συναδέλφων ήταν πιο περιεκτική, αναφερόταν σε μεγαλύτερο κομμάτι, σε περισσότερα  αριθμό άρθρωνα του Συντάγματος και αναφερόταν αφορά αποκλειστικά και μόνο στη δική μου μας πολιτική και επιστημονική άποψη. Ακόμη και αυτή, όμως, δεν είχε εχθροπάθεια ή κακεντρέχεια, πολιτικά αναφερόταν και νομίζω ότι οστο στόχος του να ξεπεράσουμε αμαρτίες του παλιού πολιτικού συστήματος, κάτι που θα έπρεπε και εσάς να σας βρίσκει σύμμαχο και όχι αντίπαλο.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Ευχαριστώ πολύ.

Κύριε Μαυρωτά, έχετε τον λόγο και συγγνώμη για αυτή τη διακοπή.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΥΡΩΤΑΣ (Γενικός Εισηγητής του «Ποταμιού»): Παρακαλώ, ήταν πολύ ενδιαφέροντα αυτά που ακούσαμε.

Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.

Θα πιάσω το νήμα από εκεί που το είχαμε αφήσει στην προηγούμενη συνεδρίαση, όταν μιλούσαμε για το άρθρο 3. Θεωρούμε ότι θα ήταν απόλυτα υποκριτικό να γίνει επέμβαση στο άρθρο 3 και να μπει η θρησκευτική ουδετερότητα, χωρίς να γίνει επέμβαση αντίστοιχα στο άρθρο 16 παράγραφο 2 που λέει ότι το κράτος έχει ως αποστολή την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης. Και δεν άκουσα τον Εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Κατρούγκαλο να λέει κάτι για το άρθρο 16 παράγραφο 2.

Η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης θεωρούμε ότι είναι αποστολή της Εκκλησίας και όχι της Πολιτείας, όπως αντίστοιχα αποστολή της Πολιτείας και όχι της Εκκλησίας είναι η ανάπτυξη της δημοκρατικής συνείδησης. 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Είχα τοποθετηθεί στη δευτερολογία μου στην προηγούμενη ενότητα. Γι’ αυτό δεν αναφέρθηκα σε αυτό σήμερα.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Στα άλλα άρθρα, κύριε Εισηγητά, της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ,  ποια άποψη έχετε…

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΥΡΩΤΑΣ (Γενικός Εισηγητής του «Ποταμιού»): Επειδή είμαι μόνος μου θα μιλήσω στη δευτερολογία για αυτά. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να έχουμε περισσότερους Βουλευτές.

Share.