ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΖ΄
ΣΥΝΟΔΟΣ Δ΄
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΙΕ΄
Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019
Αθήνα σήμερα, στις 10 Ιανουαρίου 2019, ημέρα Πέμπτη και ώρα 13.21΄ συνεδρίασε στην αίθουσα Γερουσίας του Μεγάρου της Βουλής η Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος υπό την προεδρία του Προέδρου αυτής κ. Νικόλαου Παρασκευόπουλου, με θέμα ημερήσιας διάταξης: Συζήτηση προτάσεων για την Αναθεώρηση του Συντάγματος, σύμφωνα με το γενικό πρόγραμμα που αποφασίστηκε και την πρόοδο των εργασιών: συνέχιση και ολοκλήρωση της συζήτησης επί της τελευταίας θεματικής ενότητας της «Δικαστικής Εξουσίας», της «Διοίκησης» και των «Ειδικών Τελικών και Μεταβατικών Διατάξεων», άρθρα 87 έως ακροτελεύτιο του Συντάγματος.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε. Τα είκοσι λεπτά είναι πολλά. Θα προσπαθήσω και για λιγότερο.
Θα αφιερώσω, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, λίγο χρόνο στα θέματα της προηγούμενης ενότητας για να τοποθετηθώ, όπως είχα προτείνει, και στα ζητήματα της ερμηνείας του άρθρου 110 του Συντάγματος που αφορούν τον τρόπο οργάνωσης του σύνθετου αυτού οργάνου που αποτελούν οι δύο διαδοχικές Βουλές.
Για τα θέματα της δικαιοσύνης έγινε μια συζήτηση που είχε και θετικά χαρακτηριστικά, αλλά είχε και θλιβερά. Καλό θα ήταν όλες οι πτέρυγες να εξασφαλίσουμε να μην υπάρχουν στο μέλλον. Δεν νομίζω ότι έχει την οποιαδήποτε ευθύνη η πτέρυγά μας.
Ως προς την άποψη που διατυπώθηκε ότι πέραν από την αλλαγή των διατάξεων του Συντάγματος -αρκετές από τις οποίες και εγώ παραδέχτηκα ότι θα χρειαστεί να τις ξαναδούμε στο μέλλον- είναι σημαντικό να δούμε πώς εφαρμόζουμε τις υφιστάμενες, θα συμφωνήσω.
Και να υπενθυμίσω στα δύο κόμματα που έχουν ασκήσει κυβερνητική εξουσία στο παρελθόν ότι η σύγκριση με τη δική μας διακυβέρνηση δεν είναι τιμητική γι’ αυτά, ιδίως σε ό,τι αφορά την επιλογή της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων. Σας αναφέρω τις δύο πιο θεαματικές περιπτώσεις. Η μεγαλύτερη «κατάδυση» στην επετηρίδα σε ό,τι αφορά τον Άρειο Πάγο βαρύνει τη Νέα Δημοκρατία, η άλλη αντίστοιχη «κατάδυση», η οποία είχε ως βασικό στόχο να παραμείνει για έντεκα χρόνια ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, βαρύνει το άλλο κυβερνητικό κόμμα. Επομένως νομίζω ότι ο δίκαιος κριτής δεν θα είχε να παρατηρήσει αντίστοιχες συμπεριφορές σε μας.
Και τα άλλα θέματα τα οποία τέθηκαν θα πρέπει να συζητηθούν, αλλά δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος.
Για τα θέματα της αυτοδιοίκησης –και αναφέρομαι στις ομιλίες συναδέλφων από το κόμμα μας-, θα ήθελα να πω ότι προσωπικά συμφωνώ απολύτως με τις νέες πρόσθετες προτάσεις, τις οποίες θα συζητήσουμε βέβαια και την επόμενη εβδομάδα, που σκοπό έχουν να ενισχύσουν και τη δημοκρατία στο εσωτερικό της τοπικής αυτοδιοίκησης και την αποτελεσματικότητα, αλλά και να επιβεβαιώσουν ότι οι κοινωνίες μας πρέπει να είναι ανοικτές, σύμφωνα με την πρόταση για τη συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές των μεταναστών από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για τη μονιμότητα είχα πει ότι εφόσον απηύθυνα ερώτηση προς τη Νέα Δημοκρατία ανάλογα με την απάντησή της θα τοποθετούμουν στη δευτερολογία μου. Θέλω πραγματικά, λοιπόν, να πω ότι αισθάνομαι ικανοποιημένος από τις απαντήσεις που πήρα από τον κ. Τασούλα. Δεν αισθάνομαι, όμως, ασφαλής ως προς το αν αυτή θα εξακολουθήσει να είναι η στάση της Νέας Δημοκρατίας και στην επόμενη Βουλή για τους εξής λόγους.
Πρώτον, γιατί είναι εδραία η πεποίθηση του Αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας για την άρση της μονιμότητας στο δημόσιο. Έχω τοποθετήσεις του το 2013, το 2014. Ενδεικτικά, θα καταθέσω στα πρακτικά μία από αυτές που λέει ότι «πρέπει να συζητήσουμε αν η άρση της μονιμότητας θα αφορά τους νέους ή τους παλιούς, γιατί υπάρχουν διαφορετικές προτάσεις, αλλά η κοινωνία είναι ώριμη να ανοίξει ζήτημα άρσης μονιμότητας για τους δημοσίους υπαλλήλους». Μετά πρόσθετε ότι είναι νωρίς να το συζητήσουμε τώρα, αλλά όταν ανοίξει η διαδικασία για την Αναθεώρηση, θα το δούμε. Το καταθέτω στα πρακτικά
(Στο σημείο αυτό ο Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Γεώργιος Κατρούγκαλος καταθέτει το προαναφερθέν έγγραφο, το οποίο βρίσκεται στο αρχείο της Γραμματείας της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος)
Αντίστοιχες τοποθετήσεις υπήρχαν και από μεμονωμένους Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας. Καταθέτω μία ανάλογη στη συζήτηση του 2008 από τον κ. Δένδια.
(Στο σημείο αυτό ο Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Γεώργιος Κατρούγκαλος καταθέτει το προαναφερθέν έγγραφο, το οποίο βρίσκεται στο αρχείο της Γραμματείας της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος)
Αυτό καθαυτό, όμως, δεν το θεωρώ προβληματικό, να έχει ένας Βουλευτής μια μεμονωμένη άποψη. Όμως, όταν ο Αρχηγός του κόμματος έχει τη θέση αυτή και αν συνδυάσουμε αυτή τη θέση με την άποψή σας, την οποία θα συζητήσουμε στη συνέχεια, ότι η κατεύθυνση που θα δώσει η Βουλή αυτή δεν δεσμεύει την επόμενη, και αν επιπλέον λάβουμε υπ’ όψιν ότι ακόμη και σήμερα δεν έχετε εξειδικεύσει τις διατάξεις της παραγράφου, τις οποίες προτείνατε να αναθεωρηθούν στο άρθρο 103, πώς θέλετε να εμπιστευτώ ότι αυτό που μου λέτε -και εσάς κύριε Τασούλα προσωπικά σας πιστεύω- είναι αυτό που θα επικρατήσει ως θέση της Νέας Δημοκρατίας στην επόμενη βουλευτική περίοδο;
Στο κάτω-κάτω, όπως ο Φάουστ λέει ότι έχει δύο ψυχές, εσείς έχετε τρεις ψυχές τουλάχιστον στο κόμμα σας: την παραδοσιακή-συντηρητική, τη νεοφιλελεύθερη, την εκ μεταγραφής ακροδεξιά.
Και θα ευχόμουν πράγματι να επικρατήσει η δική σας άποψη, κύριε Τασούλα. Όμως, αν έπρεπε να στοιχηματίσω, τα λεφτά μου θα τα έβαζα στον κ. Γεωργιάδη.
…
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ): Γι’ αυτόν τον λόγο, θα προτείνω στη δική μου Κοινοβουλευτική Ομάδα να αποδεχθούμε ορισμένες από τις προτάσεις σας που τις θεωρώ εύλογες, όπως είναι αυτή του άρθρου 88 για την κατάργηση της αρμοδιότητας του μισθοδικείου, αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο για εκείνες τις διατάξεις που δεν υπάρχει κίνδυνος να υπάρξει διαφορετική ερμηνεία και κατεύθυνση στην επόμενη Βουλή.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, λοιπόν, νομίζω ότι πρέπει να δούμε με μεγαλύτερη προσοχή το πραγματικό νόημα του άρθρου 110 ως προς τη δέσμευση της επόμενης Βουλής από τις κατευθύνσεις της παρούσας.
Τα επιχειρήματά μου από πλευράς συνταγματικής επιστήμης θα είναι ελάχιστα, γιατί εδώ η συζήτηση πρέπει να στραφεί στον δικαιοπολιτικό λόγο, στην τελεολογική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, στον βαθμό που εξυπηρετούν αυτό που θέλει ο συντακτικός νομοθέτης και που, όπως θα προσπαθήσω να αποδείξω, είναι η δυνατότητα ύπαρξης συναινέσεων.
Υπάρχουν γραμματικά επιχειρήματα. Για παράδειγμα, στο άρθρο 110 παράγραφος 2 η πρώτη Βουλή προσδιορίζει την «ανάγκη της Αναθεώρησης». Προφανώς η «ανάγκη» περιλαμβάνει μια αξιολογική κρίση για το υφιστάμενο κενό που πρέπει να καλυφθεί ή για το πρόβλημα της υφιστάμενης ρύθμισης που πρέπει να τροποποιηθεί. Επομένως δεν προϋποθέτει απόφαση μόνο για την επιλογή του συγκεκριμένου άρθρου αλλά και για την κατεύθυνση της τροποποίησής του.
Υπάρχουν κι άλλα τυπικά επιχειρήματα, στα οποία, ξαναλέω, δεν θα δώσω βάρος σε αυτή την εισήγηση, γιατί το θεωρώ περισσότερο αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των ομοτέχνων μου, μολονότι δεν είναι χωρίς πολιτικό βάρος. Για παράδειγμα, η παρατήρηση του κ. Βενιζέλου ότι λόγω της μεταβολής -για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1975- των πλειοψηφιών και οι δύο πλέον Βουλές πρέπει να θεωρούνται αναθεωρητικές κι όχι, όπως κατά την πάγια μέχρι τότε θεωρία του συνταγματικού δικαίου, μόνο η δεύτερη.
Έχω δύο βασικά επιχειρήματα για το γιατί πρέπει η δεύτερη Βουλή να θεωρείται ότι δεσμεύεται από την πρώτη. Η πρώτη δέσμη επιχειρημάτων αφορά την ανάγκη να εξυπηρετηθεί ο συνταγματικός σκοπός της συναίνεσης.
Το δεύτερο επιχείρημα αρύεται την βάση του, από τη δημοκρατική αρχή και την παρεμβολή του εκλογικού σώματος: Οι συναινέσεις, ακριβώς γιατί αφορούν τον μακρό χρόνο, ξαναδανείζομαι έναν όρο του Ευάγγελου Βενιζέλου, πρέπει να έχουν διάρκεια. Άρα όρος για να υπάρχει διάρκεια στη συναίνεση είναι ότι θα πρέπει να ταυτίζονται οι αποφάσεις της προτείνουσας Βουλής και αυτής που θα ολοκληρώσει τη σχετική διαδικασία.
Υπάρχει, όμως, ένα σημαντικότερο επιχείρημα που το κατάλαβα στην πράξη. Συνομιλώ με τον κ. Τασούλα και εντός της αίθουσας και προσπαθώντας να βρούμε αν υπάρχουν άλλα επίπεδα συναίνεσης και εκτός της αίθουσας, και είμαι ευτυχής που είναι Γενικός Εισηγητής στη Νέα Δημοκρατία.
…
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ):
Εγώ, λοιπόν, θα επιδίωκα να υπάρχουν ευρύτατες συναινέσεις σε θέματα συνταγματικής μηχανικής που δεν συναρτώνται με ιδεολογικές θέσεις, που αφορούν αποκλειστικά το πώς θα γίνουν αποτελεσματικότεροι οι κρατικοί μηχανισμοί. Κι εκεί, πράγματι, παρά τις σημαντικές ιδεολογικές μας διαφορές που προσδιορίζουν αντίθετες απόψεις σε θέματα που έχουν πράγματι ιδεολογικό φορτίο, θα μπορούσαμε να τα βρούμε.
Πώς μπορώ να εμπιστευτώ, όμως, ότι αυτό που θα συμφωνήσω τώρα με τον κ. Τασούλα και θα αποτυπωθεί στην απόφαση αυτής της Βουλής θα δεσμεύει τη Νέα Δημοκρατία και στην επόμενη, εφόσον ρητά λέει ότι η κατεύθυνση αυτής της Βουλής δεν πρόκειται να είναι καθοριστική, δεν είναι νομικά δεσμευτική για την επομένη; Πώς θα επιδιώξουμε έτσι συναινέσεις;
Στη διαδικαστική άποψή που φαίνεται να είχε προτείνει ο κ. Βενιζέλος σε προηγούμενες αναθεωρήσεις, δηλαδή να συμφωνήσουμε και να έχουμε εκατόν ογδόντα εκεί που έχουμε συμφωνίες, και στις άλλες να στείλουμε στην επόμενη Βουλή με εκατόν πενήντα μία και θα δούμε, πρώτα-πρώτα, ούτε για αυτές που θα ψηφιστούν με εκατόν ογδόντα εξασφαλίζει την ασφάλεια της τελικής έκβασης, εφόσον ούτε γι’ αυτές δεσμεύεται η Νέα Δημοκρατία, πολύ λιγότερο γι’ αυτές που θα προσδιορίσουμε την κατεύθυνση με τη μικρότερη ειδική πλειοψηφία που προβλέπει το Σύνταγμα.
Και προφανώς δεν είναι συναινετική Αναθεώρηση αυτή που πρότεινε ο πρόεδρος σας τον Φεβρουάριο του 2016, να τα βάλουμε όλα σε ένα τσουβάλι, αυτές που θέλετε να αλλάξετε εσείς, αυτές που θέλουμε να αλλάξουμε εμείς, κι ας τα βρει η επόμενη πλειοψηφία, γιατί ακριβώς αυτό αναιρεί αυτό που απαιτεί οπωσδήποτε το Σύνταγμα, την ανάγκη της ταύτισης της βούλησης των δύο Βουλών και καθιστά τη διαδικασία της Αναθεώρησης τυχερό παίγνιο ματαιώνοντας τη δυνατότητα πραγματικών συναινέσεων. Κατεύθυνση, λοιπόν, σημαίνει δέσμευση, αυτονοήτως. Αλλιώς, θα καταλήγαμε σε παράδοξα αποτελέσματα.
Θα σας διαβάσω ένα απόσπασμα -το έχω ξαναδιαβάσει- από αυτό που πρότεινε ως αυτονόητο και σαν παράδειγμα, για να δείξει τι λέει, ο κ. Βενιζέλος. Ανάγονται στην προηγούμενη Αναθεώρηση του 2001.
…
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ):
Λέει, λοιπόν, τα εξής: «Ας θυμηθούμε την Αναθεώρηση του 1985-1986. Το 1985 το ΠΑΣΟΚ πρότεινε την αναθεώρηση του κεφαλαίου περί του Προέδρου της Δημοκρατίας προς την κατεύθυνση της συρρίκνωσης των αρμοδιοτήτων. Αν υποτεθεί ότι το ΠΑΣΟΚ έχανε τις εκλογές του 1985 και αναδεικνυόταν μια άλλη Βουλή, με μια άλλη πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας, θα μπορούσαμε να έχουμε Αναθεώρηση του Συντάγματος προς την κατεύθυνση της αύξησης των αρμοδιοτήτων; Ασφαλώς όχι.».
Και προσέξτε αυτή τη φράση, «γιατί η πρώτη Βουλή καθόριζε όχι απλώς την ανάγκη, αλλά και την κατεύθυνση της Αναθεώρησης». Με βάση αυτά που έχει γράψει μεταγενέστερα ο ίδιος ο κ. Βενιζέλος, θεωρώ ότι αντιλαμβάνεται ως πολιτική τη δέσμευση αυτή της κατεύθυνσης και όχι ως νομική.
Έχω παρατηρήσεις και σε αυτό, αλλά νομίζω ότι δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που δεν βλέπει την προφανή πολιτική λογική του επιχειρήματος. Είναι δυνατόν να συμφωνήσουμε απλώς για το ποιο άρθρο θα αναθεωρηθεί, αυτός που το προτείνει να έχει λογική προς τη μια κατεύθυνση και να έρθει η επόμενη Βουλή να κάνει τα αντίθετα;
Εμείς, για παράδειγμα, για να ξαναγυρίσω στο θέμα της αξιολόγησης, δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα να αποδεχτούμε αυτά τα οποία προτείνετε ως γενικές αρχές, για τον απλό λόγο ότι αυτά δεν είναι δικές σας θέσεις, είναι δικές μας. Εσείς δεν κάνατε αξιολόγηση που να έχει ως βασικά χαρακτηριστικά την αξιοκρατία και την κρίση και των προϊσταμένων από τους υφισταμένους. Εμείς τα κάναμε αυτά. Το δικό σας το σύστημα ήταν ένα σύστημα που εκ των προτέρων προέβλεπε ότι το 15% των δημοσίων υπαλλήλων θα θεωρηθούν ανεπαρκείς και άρα θα οδηγηθούν στην έξοδο.
Κύριε Τασούλα, σας θυμίζω ότι το decimatio, ο αποδεκατισμός, το να προβλέπεται δηλαδή ότι το 10% από μια λεγεώνα θα οδηγούνταν στην εκτέλεση, ήταν η βαρύτερη τιμωρία που μπορούσε να επιβληθεί στον ρωμαϊκό στρατό.
Εσάς, λοιπόν, η πραγματική σας πεποίθηση, τουλάχιστον του Αρχηγού σας, γιατί αυτός καθιέρωσε το σύστημα αυτό αξιολόγησης, προέβλεπε τον εκ των προτέρων παραπάνω από αποδεκατισμό -15%- των δημοσίων υπαλλήλων, ανεξαρτήτως αν ήταν καλοί, κακοί ή μέτριοι.
Πως, λοιπόν, θα συμφωνούσαμε μαζί σας, που ξέρω ότι δεν τα θέλετε αυτά, εάν εσείς θεωρείτε ότι η επόμενη Βουλή δεν δεσμεύεται από αυτά που θα συμφωνήσουμε εδώ; Και ποιος είναι ο ρόλος του εκλογικού σώματος, εάν τα πολιτικά κόμματα δεν είναι δεσμευμένα από τις θέσεις που έχουν πάρει εδώ;
Λέει παγίως η συνταγματική θεωρία ότι μία από τις προβλέψεις του άρθρου 10, που καθιστά αυστηρό το Σύνταγμά μας είναι, μεταξύ άλλων, η παρεμβολή του εκλογικού σώματος. Εάν θεωρήσουμε ότι η κατεύθυνση της πρώτης Βουλής δεσμεύει τη δεύτερη, έχει νόημα η παρεμβολή του εκλογικού σώματος. Θα παρέμβει για να ευνοήσει ή για να ματαιώσει την πρόταση την οποία έχει υιοθετήσει η Βουλή. Αν θεωρήσουμε αντιθέτως ότι η δεύτερη Βουλή είναι εντελώς ελεύθερη να επιλέξει οποιοδήποτε κατεύθυνση θέλει, ακόμα και κατεύθυνση που δεν έχει δηλωθεί στο πλαίσιο της Αναθεώρησης, τότε καθίσταται εντελώς χωρίς νόημα η παρεμβολή του εκλογικού σώματος.
Επομένως, και από την άποψη την πρακτική, για να υπηρετηθεί δηλαδή η δυνατότητα ύπαρξης συναινέσεων και από την άποψη της εξυπηρέτησης της δημοκρατικής αρχής, δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρχει αντίρρηση ως προς το ότι το σύνθετο όργανο που ολοκληρώνει την Αναθεώρηση πρέπει να έχει σύμπτωση της βούλησής του και στις δύο φάσεις.
Δεν θεωρώ δε ότι είναι μόνο πολιτική και όχι νομική αυτή η δέσμευση, όχι μόνο για τον αυτονόητο λόγο ότι τα θέματα αξιοπιστίας της πολιτικής είναι θέματα που αντανακλούν στη νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και άρα είναι πάντοτε κρίσιμα, αλλά και γιατί ήδη τα δικαστήρια, αυτά που από το Σύνταγμα ασκούν έλεγχο συνταγματικότητας με χαρακτήρα οιονεί συνταγματικού δικαστηρίου, όπως είναι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και το Συμβούλιο της Επικρατείας, έχουν αποδεχθεί ότι έχουν τη δυνατότητα να εξετάζουν το κατά πόσον η διαδικασία που ακολουθήθηκε σε μια Αναθεώρηση ανταποκρίνεται στις συνταγματικές επιταγές.
Όχι μόνο η απόφαση 11/2003, αλλά και η απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 2512/2016 έχουν δεχθεί ότι είναι παραδεκτές παρόμοιες αμφισβητήσεις της διαδικασίας, ανεξαρτήτως από το τι έκριναν επί της ουσίας.
Το τελευταίο θέμα που θέλω να θίξω είναι επίσης συναφές και έγκειται στο κατά πόσο, εάν δεν ολοκληρωθεί η Αναθεώρηση, με την έννοια της μη επίτευξης των αναγκαίων πλειοψηφιών στη δεύτερη Βουλή, εξακολουθεί να ισχύει η απαγόρευση του άρθρου 110 για τη μη δυνατότητα εκκίνησης νέας διαδικασίας. Να σας πω ότι προσωπικά θεωρώ ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί, όσο και να το εύχεται εκείνη η πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, που θεωρώ ότι έχει αυτή τη στιγμή το πάνω χέρι. Αυτή ήταν η πρόταση του κ. Γεωργιάδη: «Αν δεν συμφωνήσετε με το άρθρο 16, μην περιμένετε να συζητηθούν άλλα θέματα στην Αναθεώρηση».
Αυτή η τοποθέτηση έχει τόσο φανερά στοιχεία εκβιασμού που ακόμα και μια Νέα Δημοκρατία που έχει περάσει στον έλεγχο των απόψεων αυτών δεν νομίζω θα μπορέσει τελικά να την υποστηρίξει. Θα γίνει, λοιπόν, συζήτηση και θα έχουμε πολλές διατάξεις που θα αναθεωρηθούν, μεταξύ των οποίων οπωσδήποτε το άρθρο 86. Θα θεωρούσα τερατώδη αναντιστοιχία με την αντίληψη που έχει ο ελληνικός λαός για την ανάγκη να ρυθμιστεί το θέμα της ευθύνης του πολιτικού προσωπικού οποιαδήποτε αντίθετη θέση.
Παρ’ όλα αυτά, ας αντιμετωπίσουμε το επιχείρημα περί ματαίωσης της Αναθεώρησης. Θέλω να σας διαβάσω τι δήλωνε, όταν είχε τεθεί ανάλογο θέμα στη συνεδρίαση του 2008, ο κ. Δένδιας. «Υπάρχει εντύπωση ότι αν αποβεί άκαρπη η Αναθεώρηση, τότε μπορούμε την επόμενη μέρα το πρωί να αλλάξουμε σακάκι και να ξεκινήσουμε μια νέα διαδικασία Αναθεώρησης. Θα μου επιτρέψετε να πω ότι, κατά την άποψή μου, αυτή είναι μία εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 110. Θεωρώ ότι ακόμη και αν αποβεί άκαρπη αυτή η Αναθεώρηση -κάτι που φαίνεται ότι ευτυχώς δεν θα συμβεί- η παράγραφος 6 του άρθρου110 δεν επιτρέπει προ της παρόδου πενταετίας έναρξη διαδικασίας νέας Αναθεώρησης».
Σε επόμενη συνεδρίαση τι λέει ο ίδιος; «Και βέβαια, δεν μπορεί να σταθεί το επιχείρημα ότι επειδή μια τέτοια απόφαση, δηλαδή να παραβιάσουμε το σαφέστατο πνεύμα του άρθρου 110, θα αποτελούσε απλώς απόφαση της Βουλής. Μπορούμε με απόφαση της Βουλής, η οποία δεν ελέγχεται με κάποιο τρόπο να κάνουμε κάτι το οποίο είναι προφανώς αντισυνταγματικό, αρχίζοντας μια νέα αναθεωρητική διαδικασία; Τότε, η ίδια η Βουλή -θα μου επιτρέψετε να πω τη βαρύτατη έκφραση- θα γελοιοποιούσε τον εαυτό της».
Επομένως η Νέα Δημοκρατία έχει πραγματικά ένα δίλημμα εδώ. Θα δεχθεί να γελοιοποιήσει τον εαυτό της, ακολουθώντας την άποψη του κ. Γεωργιάδη ή θα δεχθεί την άποψη του κ. Δένδια;
Διαβάζω από την ίδια συνεδρίαση και την άποψη του κ. Παυλόπουλου: Αν υποθέσουμε ότι κηρυσσόταν άγονη η διαδικασία της Αναθεώρησης, «δεν θα ήταν δυνατό από εκεί και πέρα να ρυμουλκηθεί ολόκληρη η Βουλή και το πολιτικό σύστημα στις ορέξεις ενός κόμματος που θα έκρινε εκείνο πότε θα γίνει Αναθεώρηση και ποιες διατάξεις να αναθεωρηθούν. Αν αποδεχόμασταν αυτή τη λογική, θα έπρεπε πάντοτε με την ίδια νοοτροπία να είναι ολόκληρη η Βουλή υποχείριο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης».
Και προφανώς, όλα τα γραμματικά επιχειρήματα από το άρθρο 110 συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι για να υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος διάσκεψης που επιτρέπει τη θεμελίωση ψύχραιμων και εύλογων κρίσεων και την ύπαρξη συναινέσεων πρέπει να υπάρχει ένα διάστημα κενού χρόνου.
Εδώ νομοθετήματα απλά, τυπικών νόμων, που απορρίπτονται από τη Βουλή δεν επιτρέπεται να επανενταχθούν για συζήτηση στην ίδια βουλευτική σύνοδο.
Αυτά, λοιπόν, ήθελα να σας πω, για να μην κάνω κατάχρηση του χρόνου. Είναι σοβαρή η διαδικασία της Αναθεώρησης, ύψιστη στιγμή της συνταγματογένεσης, εξίσου σοβαρό, όμως, είναι και το μεγάλο θέμα του πολιτικού ύφους και της κατεύθυνσης που θα έχει η πολιτική ζωή στη χώρα μας. Και εγώ θα ήθελα πάντοτε να έχει το ύφος που έχει αυτή τη στιγμή η συζήτηση στην αίθουσα. Αυτό, όμως, εξαρτάται κυρίως από τον χώρο, συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας, και αν θα επιλέξετε από τις ψυχές που είπα ότι υπάρχουν στο εσωτερικό του κόμματός σας, αυτές που ανταποκρίνονται στην ιστορία του ή αυτές που πράγματι θέλουν να το στρέψουν στις κατευθύνσεις που είχατε, δυστυχώς, κι εσείς την ατυχία να δείτε στην προηγούμενη συνεδρίασή μας.
Σας ευχαριστώ πολύ.