Ο φόβος μπροστά στο δημοψήφισμα
Μετά τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού για την αναθεώρηση, σεβάσμιοι συνταγματολόγοι και πολιτικοί του παλαιοκομματισμού ενώνονται από ένα ιερό φόβο: το φάντασμα του δημοψηφίσματος. Και όμως, σε όλο τον πλανήτη το τελευταίο αποτελεί έναν από τους βασικότερους θεσμούς συμπλήρωσης και αναζωογόνησης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Κατά την διατύπωση του άρθρου 20 του γερμανικού συντάγματος, οι εξουσίες ασκούνται από το λαό με εκλογές και δημοψηφίσματα. Οι δύο χώρες με το μεγαλύτερο αριθμό δημοψηφισμάτων, η Ελβετία (πάνω από 600) και η Αυστραλία, αποτελούν υποδείγματα σταθερών και φιλελεύθερων δημοκρατιών. Και νεότερες όμως δημοκρατίες καταφεύγουν συχνά σε αυτό. Τα τελευταία τριάντα χρόνια προκηρύχθηκαν δώδεκα δημοψηφίσματα στη Λιθουανία, εννέα στη Λετονία, έξη στη Ρουμανία και την Ουγγαρία, τέσσερα στην Πολωνία, δύο στην Εσθονία και τη Μολδαβία.
Το ίδιο διάστημα έχουν διοργανωθεί συνολικά 116 δημοψηφίσματα στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μέσα ένα μόνο έτος, το 2011, στην Ιταλία διεξήχθησαν τέσσερα.) Το ένα τέταρτο από αυτά αφορούν στη συμμετοχή στην ΕΕ ή την τροποποίηση των συνθηκών, αλλά τα υπόλοιπα αφορούν σε ζητήματα θεσμικά επίκαιρα και για τη χώρα μας, όπως, π.χ. το δημοψήφισμα για τη μη ιδιωτικοποίηση του νερού (Ιταλία, Βερολίνο 2011), για το καθεστώς της δημόσιας περιουσίας (Πολωνία 1996, Ισλανδία 2011), ή το εκλογικό σύστημα (Ρουμανία 2007, Μεγάλη Βρετανία 2011, Λουξεμβούργο 2015). Πολλές χώρες (ενδεικτικά:, Ισπανία, Αυστρία, Δανία, Εσθονία, Ιρλανδία, Ισλανδία, Πολωνία, Ελβετία, Ρωσία, Σερβία) υιοθέτησαν νέο Σύνταγμα με άμεση προσφυγή στο λαό ή προβλέπουν δημοψήφισμα για την αναθεώρηση του.
Αρκετές (ενδεικτικά: Ελβετία, Ιταλία, Φινλανδία, Ουγγαρία, Κροατία, Ισλανδία) προβλέπουν την δυνατότητα διοργάνωσης του με λαϊκή πρωτοβουλία. Άλλες (Αυστρία, Ρουμανία) προβλέπουν την ανάκληση του Προέδρου με τον τρόπο αυτό. Τέλος, νέα δικαιώματα τέθηκαν υπόψη του εκλογικού σώματος με δημοψήφισμα, άλλοτε συναντώντας την επιδοκιμασία του, άλλοτε όχι (π.χ. δικαίωμα στην άμβλωση -Πορτογαλία, 1998, 2007- γάμος ομοφύλων -Σλοβενία 2015-)
Γιατί, ενόψει όλων των παραπάνω, δαιμονοποιείται στην Ελλάδα το δημοψήφισμα; Προφανώς, το σύστημα της διαπλοκής, είτε με την παραδοσιακή είτε την εκσυγχρονιστική/ψευδομεταρρυθμιστική του διάσταση, έχει μια δικαιολογημένη απέχθεια προς οτιδήποτε σχετίζεται με το λαό, γιατί αμφισβητεί άμεσα την ιδιοκτησιακή του σχέση με την εξουσία. Την ίδια δυσπιστία απέναντι στην ικανότητα του λαού να δηλώνει τη βούληση του μοιράζονται και οι συστημικοί συνταγματολόγοι.
Όχι, βεβαίως, όλοι οι συνταγματολόγοι. Ο σημαντικότερος μεταπολιτευτικά εκπρόσωπος του κλάδου, ο Δημήτρης Τσάτσος, ανέδειξε στο έργο του το δημοψήφισμα ως έκφραση της σύγκρουσης της αντιπροσωπευτικής αρχής με το ιστορικό αίτημα της διεύρυνσης της δημοκρατίας και τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Όπως έγραφε: «Ο μεγάλος ιστορικός αντίλογος στο αντιπροσωπευτικό σύστημα και στον σύμφυτο με αυτό φιλελευθερισμό, υπήρξε η σοσιαλιστική ιδεολογία και η σοσιαλιστική πρακτική».
Η λατινική λέξη για το δημοψήφισμα, referendum, είναι γερούνδιο του ρήματος refero, δίνω πίσω. Περί αυτού πρόκειται, για την επιστροφή στο λαό της εξουσίας που του ανήκει. Για τους συστημικούς συνταγματολόγους ο πολίτης είναι κυρίαρχος μόνο τη στιγμή των εκλογών και τα όποια θεσμικά αντίβαρα στην εξουσία πρέπει να αναζητηθούν στο εσωτερικό των ελίτ, το πολύ-πολύ με στην θέσπιση ανεξάρτητων αρχών για τον αυτοέλεγχο τους. Η αριστερά θέλει τον πολίτη διαρκώς ενεργό και καθοριστική την άμεση, λαϊκή λογοδοσία. Στο πλαίσιο αυτό, τα δημοψηφίσματα συμβάλλουν στην μετάβαση από την τυπική στην ουσιαστική δημοκρατία, από την απλή ισονομία στην πραγματική ισότητα.