Ομιλία Γιώργου Κατρούγκαλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, 26-9-2019

0

Θα μου επιτρέψετε, πριν περάσω σ’ αυτό καθαυτό το θέμα της σημερινής ενότητας, δύο παρατηρήσεις, εκ των οποίων η πρώτη αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να συνεχίζει να οργανώνεται η συζήτηση και η δεύτερη σε ένα ζήτημα θεσμικής επικαιρότητας που συνδέεται και με την αναθεώρηση, την ψήφο των αποδήμων.

Να σας πω ότι πρέπει να είναι ξεκάθαρο στο μυαλό μας ότι τα θέματα της αναθεώρησης αφορούν τον μακρό πολιτικό χρόνο, είναι εκτός της πολιτικής συγκυρίας.

Γιατί το λέω αυτό; Η πρόσκληση που έχω και στις προηγούμενες συνεδριάσεις και θα επαναλάβω και τώρα προς τη Νέα Δημοκρατία είναι να προσδιορίζει τη θέση της ως προς ποιες αναθεωρητέες διατάξεις θα θελήσει να συζητήσει για να καταλήξουμε σε συναίνεση και σε εκείνες που ούτως ή άλλως έχει υπερψηφίσει, όπως είναι αυτή του Προέδρου της Δημοκρατίας, να προσδιορίσει το περιεχόμενο της ρύθμισης. Αυτό γίνεται ακριβώς για να σεβαστούμε αυτόν τον ξεχωριστό χαρακτήρα της αναθεώρησης.

Δεν είμαστε αφελείς. Είδαμε ότι βάλατε ως όγδοη ενότητα το θέμα του Προέδρου της Δημοκρατίας και όχι ως τέταρτη, όπως θα ήταν η φυσιολογική σειρά αν ακολουθούσαμε την κατ’ άρθρο αριθμητική σειρά του Συντάγματος.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θέλουμε να είμαστε συνένοχοι σε μια προσπάθεια ο μακρός πολιτικός χρόνος και η αναθεώρηση να υποταχθεί στην πολιτική συγκυρία. Και αυτό είναι κάτι που περιμένουμε από εσάς. Ο Πρόεδρος ορθά είπε ότι είχε πει μερικές σκέψεις δικές του. Εδώ, όμως, θεσμικά είναι ως Πρόεδρος της Επιτροπής. Δεν εκφράζει τη Νέα Δημοκρατία.

Επαναλαμβάνω, λοιπόν, την ανάγκη να έχουμε καθαρή συζήτηση και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο νομίζω ότι είναι κάτι απόλυτα εύλογο αυτό που σας ζητώ.

Η δεύτερη παρέκβαση που θα κάνω αναφέρεται στο ζήτημα της ψήφου των αποδήμων. Προσέξτε! Μπορούμε να έχουμε διαφορετικές ιδεολογικές θέσεις, προϋπόθεση όμως για τον διάλογο είναι να μην αμφισβητούνται τα γεγονότα, γιατί διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει κανενός είδους ορθολογική ανταλλαγή απόψεων.

Πού έχει ξεκινήσει η συζήτηση, σε ποιο υποτιθέμενο γεγονός έχει ξεκινήσει η συζήτηση και η επιχειρηματολογία από πλευράς δική σας ως προς την ψήφο των αποδήμων; Από το γεγονός ότι τάχα αφορά τριακόσιες χιλιάδες εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους. Αυτό το νούμερο είναι παντελώς ανύπαρκτο. Δεν ξέρω από ποιο καπέλο ταχυδακτυλουργού έχει βγει. Υπολογίζουμε ότι τριακόσιες χιλιάδες είναι περίπου οι Έλληνες που άφησαν τη χώρα τον καιρό της κρίσης και ούτε το Υπουργείο Εσωτερικών ούτε το Υπουργείο Εξωτερικών είναι αυτήν τη στιγμή σε θέση να μας πει πόσοι Έλληνες βρίσκονται στο εξωτερικό.

Άρα, ουσιαστικά έχετε κατασκευάσει ως βάση της επιχειρηματολογίας σας ένα fake news. Δεν πρέπει να γίνεται έτσι η συζήτηση για τα σοβαρά πράγματα. Και όχι μόνο είναι ανύπαρκτο αυτό το νούμερο, αλλά ουσιαστικά έτσι όπως το προβάλετε αναιρείτε την ουσία του θέματος, που ποια είναι;

Κάθε Έλληνας, οποιοσδήποτε έχει ελληνική ιθαγένεια έχει δικαίωμα να ψηφίζει. Η εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους δεν είναι μια πρόσθετη υποχρέωση. Όποιος είναι Έλληνας, είναι γραμμένος σε ένα δημοτολόγιο και η μεταφορά από το δημοτολόγιο στους εκλογικούς καταλόγους είναι αυτοδίκαιη και αυτόματη. Άρα, πόσοι Έλληνες έχουν δυνητικά το δικαίωμα να ψηφίσουν και βρίσκονται στο εξωτερικό; Η απάντηση είναι μία άλλη Ελλάδα.

Κάθε φορά που οι Υπουργοί Εξωτερικών πηγαίναμε και μιλούσαμε σε ομογενείς, αυτό τους λέγαμε, ότι η Μελβούρνη είναι η τρίτη ελληνική πόλη στον κόσμο, ότι εσείς που είστε έξω είστε ουσιαστικά μια άλλη Ελλάδα. Αυτό είναι, λοιπόν, δυνητικά το μέγεθος του εκλογικού σώματος. Αποσιωπάτε, λοιπόν, αυτήν την πραγματικότητα και θέλετε να μεταφέρετε τη συζήτηση σε ένα επίπεδο που δεν είναι αληθινό. Δεν γίνεται, όμως, με ψέματα και με ιδεολογήματα η σοβαρή συζήτηση επί των θεσμών.

Όπως έχουμε αναπτύξει -και εδώ θα τελειώσω, γιατί πρέπει να μιλήσουμε και για το εξίσου σοβαρό ζήτημα- όλες οι χώρες…

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): Όχι, μας ενδιαφέρει πολύ. Και επειδή μας ενδιαφέρει πολύ η ψήφος των αποδήμων, είμαστε η μόνη κυβέρνηση σε σαράντα χρόνια Μεταπολίτευσης που όσο ήμασταν κυβέρνηση συγκροτήσαμε επιτροπή ειδικών, στην οποία δεν συμμετείχαν ειδικοί μόνο των δικών μας απόψεων -ο Νίκος Αλιβιζάτος ήταν μεταξύ αυτών των ειδικών- η οποία κατέθεσε πρόταση, η οποία είναι αυτούσια αυτή που καταθέσαμε ως πρόταση νόμου.

Και εμείς είμαστε αυτοί που για να μην υπάρχει κανένα σημείο κενό και ως προς το ζήτημα του Συντάγματος, καταθέσαμε πρόταση για προσθήκη νέας παραγράφου. Άρα, εμείς είμαστε αυτοί που ασχοληθήκαμε με την ψήφο των αποδήμων και όχι εσείς, αλλά πρέπει να γίνει με τον τρόπο που το λύνει η Ευρώπη.

Ξέρετε ότι υπάρχει η Επιτροπή της Βενετίας, η οποία είναι το όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία εκφράζει τις θέσεις της επί των θεμάτων των θεσμών, η οποία έχει δώσει την κατεύθυνση να ψηφίζουν οι απόδημοι, αλλά σε ένα σύστημα κλειστής εκπροσώπησης. Γιατί αυτό; Το δείχνει ξεκάθαρα η περίπτωση της Ιρλανδίας. Αν εμείς λέμε ότι υπάρχει μία Ελλάδα έξω από την Ελλάδα, μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν τρεις και τέσσερις Ιρλανδίες, γιατί η ιρλανδική διασπορά ξεκίνησε από τις αρχές του 19ου αιώνα με τη μεγάλη πείνα. Η Ιρλανδία απαγορεύει απολύτως στους απόδημους την ψήφο. Εμείς δεν θέλουμε να φτάσουμε εκεί, γιατί ακριβώς σεβόμαστε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των Ελλήνων ομογενών να ψηφίζουν και κυρίως θέλουμε να κρατηθούν οι δεσμοί των συμπατριωτών μας με την πατρίδα.

Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, η πρότασή μας είναι αυτή που έχουν υιοθετήσει προ πολλού -δεν είμαστε εμείς που θα ανακαλύψουμε ούτε τον τροχό ούτε την Αμερική- χώρες με αντίστοιχο προφίλ διασποράς, όπως η δική μας, όπως είναι η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Γαλλία. Οι Πορτογάλοι απόδημοι εκλέγουν τέσσερις Βουλευτές εξωτερικού που τους εκπροσωπούν, οι Ιταλοί τέσσερις, οι Γάλλοι έντεκα, μεγαλύτερη χώρα και με μεγαλύτερη Βουλή. Η πρότασή μας προβλέπει μέχρι δώδεκα.

Άρα, εμείς έχουμε πει την αλήθεια για το τι προβλέπει το Σύνταγμα, ποιο είναι δυνητικά το εκλογικό σώμα και εμείς είμαστε αυτοί που καταθέσαμε την πρόταση που ανταποκρίνεται στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα, να γίνει σοβαρή συζήτηση, αλλά να μην γίνει ούτε βασισμένη σε fake news ούτε σε ψευδείς ισχυρισμούς.

Το άρθρο 3 και γενικά η σχέση Πολιτείας και Εκκλησίας είναι ένα μείζον θέμα. Ο Υπουργός Παιδείας της Νέας Δημοκρατίας κατά τη συζήτηση του 1975 είπε ότι επαναλαμβάνουμε μια διατύπωση που υπήρχε στα προηγούμενα συντάγματα αυτούσια, αλλά είναι ένα θέμα που θα πρέπει να συζητήσουμε. Απλώς –είχε πει τότε, το 1975- δεν είναι τώρα η στιγμή. Είναι δυνατόν να μην είναι η στιγμή ούτε τώρα, σαράντα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση;

Το ΠΑΣΟΚ είχε καταθέσει δύο φορές σχετικές προτάσεις, το 1995 και το 2006. Όμως, ακόμα και στην αναθεώρηση του 2001, μολονότι είχε πλειοψηφία και θα μπορούσε να περάσει ρύθμιση, δεν το έκανε. Γιατί έγινε αυτό; Γιατί υπάρχουν στοιχεία νεωτερικότητας και κυρίως στοιχεία που αφορούν τους ξεχωριστούς ρόλους Κράτους και Εκκλησίας που για διαφορετικούς λόγους οι πολιτικές δυνάμεις του αστικού χώρου δεν θέλησαν να ρυθμίσουν.

Πρώτα-πρώτα να συμφωνήσω με τον κ. Τζαβάρα ότι πράγματι δεν είναι η Εκκλησία που κερδίζει από το σημερινό ουσιαστικά πολιτικοκεντρικό σύστημα. Επειδή έγιναν πολλές αναφορές από πολλούς συναδέλφους στον Δημήτρη Τσάτσο, που δεν ήταν μόνο ο δικός μου δάσκαλος, αλλά και πολλών άλλων στην Αίθουσα, αλλά, κατά τη γνώμη μου, και ο δεύτερος μεγαλύτερος συνταγματολόγος της νέας εποχής, ισόκυρος με τον Αριστόβουλο Μάνεση, θα σας διαβάσω μια μικρή του ρήση, κοινή με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά. Την είχα διαβάσει και στην προηγούμενη Βουλή, αλλά θεωρώ ότι είναι απολύτως επίκαιρη.

Λέει, λοιπόν, ο αείμνηστος Τσάτσος και αυτός ο μεγάλος σύγχρονος διανοούμενος Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Μία ελεύθερη χριστιανική κοινωνία όχι μόνο δεν προϋποθέτει μια επίσημα ονομαζόμενη χριστιανική πολιτεία, αλλά αναιρείται από αυτήν. Από τη στιγμή που η Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών μπαίνει σε εισαγωγικά και αναδεικνύεται σε δεσμευτικό εθνόσημο, καταλύεται η Δημοκρατία, αλλά και αλλοιώνεται η πίστη. Ή πιο απλά ειπωμένο: Τον χριστιανό δεν τον παράγει η Πολιτεία, αλλά ο ίδιος ο Χριστιανισμός. Ο Χριστιανισμός που παράγει το κράτος είναι ψεύτικος».

Θα προσπαθήσω να αποδείξω στη συνέχεια ότι η προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί ως νομιμοποιητική ιδεολογία του κράτους και μάλιστα του κράτους της δεξιάς ο Χριστιανισμός αλλοιώνει και τα στοιχεία ουδετερότητας που πρέπει να έχει ένα νεωτερικό κράτος, αλλά και τις σχέσεις της με την Εκκλησία.

Η ιστορική αναφορά του κ. Τζαβάρα ήταν γενικά ορθή. Το βεστφαλικό κράτος, το κράτος όπως το έχουμε σήμερα υπ’ όψιν μας, προήλθε από την προσπάθεια των Γερμανών, καταρχήν ηγεμόνων, να διαφοροποιηθούν από τη δυνατότητα του αυτοκράτορα να χρησιμοποιεί την καθολική πίστη ως ενοποιητικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας.

Γι’ αυτόν τον λόγο στη Γαλλία που ο καθολικισμός επικράτησε, το σύστημα ήταν απολυταρχικό και το κράτος ενιαίο, ενώ στη Γερμανία, που μέσω του τριακονταετούς πολέμου και όσων ακολούθησαν οι προτεστάντες πρίγκιπες διατήρησαν την αυτονομία τους, δεν κατέστη δυνατή η γερμανική ενοποίηση, παρά μόνο μετά τον Βίσμαρκ.

Άρα, στο πλαίσιο των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους, στη Δυτική Ευρώπη η Εκκλησία προηγείται του Κράτους, όπως το αντιλαμβανόμαστε εμείς. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει στην Ελλάδα.

Οι Βαυαροί που ήρθαν, και μολονότι προέρχονταν από μία καθολικά πλειοψηφούσα περιοχή, είχαν υπ’ όψιν τους ακριβώς αυτά που είπε και ο κ. Τζαβάρας, ότι δηλαδή η θρησκευτική πίστη ήταν χαρακτηριστικό στην πραγματικότητα όχι μόνο δημιουργίας κρατών, αλλά και εθνογένεσης. Γιατί οι προτεσταντικές χώρες έχουν κρατική θρησκεία; Γιατί διαφύλασσαν την κρατική τους αυτονομία, αλλά και την υπόστασή τους ως διακριτά πολιτικά υποκείμενα μέσω της διαφοροποίησής τους με τον καθολικισμό. Οι Βαυαροί έκαναν το ακριβώς αντίστροφο.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): Κύριε Λοβέρδο, κατά τη γνώμη μου, οι Βαυαροί έκαναν το ακριβώς αντίστροφο. Όταν ήρθαν, και όταν με το βασιλικό διάταγμα του 1833 αποσπάστηκε η Εκκλησία της Ελλάδας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αυτό που επεδίωξε η βαυαρική αρχή ήταν να χρησιμοποιήσει την Εκκλησία ως νομιμοποιητικό μηχανισμό της δικής της εξουσίας.

Αυτό το σύστημα, λοιπόν, της πολιτειοκρατίας, που καθιερώνει και σήμερα ασφυκτικό έλεγχο των διαδικασιών της Εκκλησίας από το Κράτος, όπως για παράδειγμα, να είναι ο Υπουργός Παιδείας ο κριτής των ενστάσεων όταν βγάζουμε Αρχιεπίσκοπο –έλα, Χριστέ και Παναγιά!- ή να διορίζονται με προεδρικό διάταγμα οι μητροπολίτες, ανάγεται στην εποχή αυτή.

Δεν ήταν μόνο στο επίπεδο της βαθιάς ιδεολογίας, που έφτασε σε παροξυσμό με το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», που προσπάθησε η πολιτική άρχουσα τάξη -και ιδίως η δική σας παράταξη, η συντηρητική- να χρησιμοποιήσει τη θρησκεία ως πρόσθετη κρατική ιδεολογία.

Σε ισχυρότερες στιγμές του πρώτου διχασμού χρησιμοποιήθηκε η Εκκλησία ως πολιτικό όργανο της Δεξιάς. Θυμόσαστε το ανάθεμα κατά του Βενιζέλου, όταν σύσσωμοι οι μητροπολίτες πήραν έναν βράχο και τον αποκόμισαν στο Πεδίο του Άρεως, εκεί που είναι σήμερα το άγαλμα της Αθηνάς, καθιστώντας την Εκκλησία μοχλό της χειρότερης, μέχρι τον Εμφύλιο του ’40, πολιτικής σύγκρουσης, και στην πραγματικότητα καθιστώντας την Εκκλησία εργαλείο μιας παράταξης, της παράταξης της Δεξιάς.

Αυτό πρέπει να αλλάξει. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να αλλάξει, γιατί είναι αντινεωτερικό. Είναι παράλογο να συζητάμε στον 21ο αιώνα για θέματα που αποτελούσαν αντικείμενο του πολιτιστικού πολέμου «culture kampf» στη Γερμανία, ακόμα και αν οι όροι είναι διαφορετικοί.

Προσέξτε το αυτό, γιατί είναι βασικό. Για να καταλάβετε τη διαφορά της λαϊκότητας στη Γαλλία ως ανάγκη της δημοκρατίας και της ανάγκης διαχωρισμού Πολιτείας και Κράτους στην Ελλάδα πρέπει να καταλάβετε τον βαθύ διαφορετικό πολιτικό χαρακτήρα που είχε η σύγκρουση.

Στα δυτικά κράτη αυτό που επιχειρούσε το Κράτος της νεωτερικότητας είναι να διαφοροποιήσει τις δομές του από αυτές της Εκκλησίας. Στον τομέα της εκπαίδευσης, αν πάτε σε πανεπιστήμια της Νότιας Αμερικής, θα δείτε τον όρο «αυτόνομο». Αυτόνομο σημαίνει «αυτόνομο από την Εκκλησία», διότι μέχρι τότε σ΄ αυτές τις χώρες, όπως και στην Ευρώπη, τα πανεπιστήμια ήταν καθολικά.

Άρα, το πολιτικό αίτημα της νεωτερικότητας στις δυτικές χώρες ήταν ακριβώς αυτή η ανάγκη αυτονόμησης του πολιτικού μηχανισμού από την Εκκλησία, όπου η Εκκλησία είχε τον κυρίαρχο ρόλο.

Στην Ελλάδα είναι ακριβώς αντίστροφα τα πράγματα. Είναι το κράτος που δημιούργησε το πολιτειοκρατικό σύστημα, ώστε να χρησιμοποιήσει τη θρησκεία στο πλαίσιο μιας κυρίαρχης ιδεολογίας.

Θα σας διαβάσω ένα απόσπασμα από κάποιον, όπου κάθε άλλο παρά μαρξιστής δεν ήταν. Κατά τη γνώμη μου, ήταν ο αγνότερος από τους εθνικιστές Έλληνες του πρώτου μισού του αιώνα, ο Περικλής Γιαννόπουλος.

Λέει, λοιπόν, ο Γιαννόπουλος: «Ο ελληνισμός δεν έχει να πολεμήσει την Εκκλησίαν του, όπως γίνεται και έγινε αναγκαστικώς εις όλα τα κράτη που θέλουν να προοδεύσουν, δια τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχει να πολεμήσει κατά του παπά. Ο Έλλην παπάς δεν έχει, δόξα τω Θεώ, καμία σχέση με τον φραγκόπαπα. Ο Ελληνόπαπας, απαραλλακτότατος και κοινωνικότατος πολίτης, είναι υπάλληλος του Κράτους σαν κάθε άλλον υπάλληλον. Και είναι τόσο λίγο φλάρης ή αγγλογερμανομουρλόπαπας, ώστε –προσέξτε αυτό- αν ένας ταγματάρχης και ένας παπάς ανταλλάξουν τα ρούχα των, αδύνατον να διακριθεί ποιος ο παπάς και ποιος ο στρατιώτης». Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η πρακτική, γιατί βλάπτει, όπως έλεγε ο δάσκαλός μου ο Τσάτσος, και τη δημοκρατία και την Εκκλησία.

Είναι αλήθεια ο ισχυρισμός του κ. Τζαβάρα ότι υπάρχει καθεστώς, κατά την ορθή συνταγματική άποψη, θρησκευτικής ουδετερότητας, που απορρέει από το 2013. Και πράγματι, αν δεν είχαμε αποφάσεις όπως αυτές –όχι μόνο οι πρόσφατες 1749-52/19, αλλά και η 660-926/2018 του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το μάθημα των θρησκευτικών- θα είχε δίκιο.

Ακριβώς, όμως, επειδή ερμηνεύεται –κατά τη γνώμη μου εντελώς εσφαλμένα- το άρθρο 16 υπό το κράτος του άρθρου 3, της επικρατούσας θρησκείας, επιβάλλεται να ορίσουμε τη θρησκευτική ουδετερότητα.

Στο κάτω-κάτω θα ρώταγα τον κ. Τζαβάρα και περιμένω την απάντησή του στη δευτερολογία του το εξής: Αν αυτή είναι η αντίληψή του ότι πράγματι η θρησκευτική ουδετερότητα κατοχυρώνεται -και δεν έχουμε κάποιο λόγο να το αμφισβητούμε- γιατί δεν θέλει την προσθήκη της ερμηνευτικής δήλωσης που προτείναμε, η οποία λέει ακριβώς αυτό;

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): Εάν είναι επομένως απολύτως περιττό, λοιπόν, και αν όπως λέτε, κύριε Τζαβάρα, μόνο νομοθετικές ρυθμίσεις θα επέτρεπαν να κάνουμε τις αναγκαίες προσαρμογές, πώς εξηγείτε το γεγονός ότι προγράμματα σπουδών βγαίνουν αντισυνταγματικά;  Πραγματικά πώς; Υπάρχει μία λογική αντίφαση.

Την ίδια λογική αντίφαση νομίζω ότι έχει η σκέψη σας για την κατάργηση του όρκου. Λέτε ότι η θρησκεία δεν το επιβάλλει, «μη ομόσαι όλως», κι όταν εμείς προτείνουμε την καθιέρωση πολιτικού όρκου, λέτε ότι έτσι μπορεί ένας χριστιανός να έρθει σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις του, όταν του στερούμε τη δυνατότητα θρησκευτικού όρκου.

Εδώ δεν υπάρχει μόνο η συνταγματική, κατά τη γνώμη μου, αντίφαση, υπάρχει και λογική αντίφαση. Εφόσον δεν είναι θρησκευτική υποχρέωση η υποχρέωση όρκου, πώς μπορεί κανείς να έρθει σε σύγκρουση με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, εφόσον η θρησκεία δεν επιβάλει όρκο; Νομίζω ότι υπάρχει ένα προφανώς λογικό άτοπο.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): Το ουσιώδες, όμως, συνταγματικά είναι άλλο. Η πολιτεία θεωρεί τους Έλληνες ίσους. Ένας άθεος Έλληνας, είναι Έλληνας. Ένας εβραίος Έλληνας, είναι Έλληνας. Και απέναντι σε όλους αυτούς, λοιπόν, η πολιτεία θα πρέπει να απευθύνεται με ουδέτερο τρόπο. Γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, σε όλες τις διαδικασίες θα έπρεπε να προβλέπονται μόνο ουδέτεροι θρησκευτικά πολιτικοί τρόποι επικοινωνίας του πολίτη με το κράτος.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): Πράγματι, κύριε Πλεύρη, η λογική αναγκαιότητα αυτού που λέω είναι ότι πολιτικός θα έπρεπε να ήταν ο γάμος για όλες τις συνέπειες της αστικής ταυτότητας των πολιτών κι από εκεί και μετά, όποιος ήθελε να ακολουθήσει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, θα πρέπει να κάνει και θρησκευτικό γάμο. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο τείνει να γίνει. Απόδειξη ότι προσανατολίζεται προς τα εκεί η ελληνική κοινωνία είναι ότι για πρώτη φορά ο αριθμός των πολιτικών γάμων ξεπέρασε τους θρησκευτικούς, ενώ όπως θα γνωρίζετε το πρώτο διάστημα υπήρχε μια μεγάλη διαφορά.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας): Αγαπητοί συνάδελφοι, και με αυτό θα κλείσω, θέλετε να εμφανίζεστε ως προοδευτικοί. Θέλετε να μιλάτε εν όψει της ευρωπαϊκής κανονικότητας. Εδώ έχουμε ένα ζήτημα, όπως σας είπα, νεωτερικότητας που, έστω κι αν ήταν διαφορετικό το πολιτικό διακύβευμα, έληξε στις άλλες χώρες της Ευρώπης ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα. Πώς είναι δυνατόν να μας ακολουθεί;

Ας πούμε, λοιπόν, ότι το επιχείρημα του κ. Τζαβάρα είναι να μη βάλουμε περιττά πράγματα στο Σύνταγμα. Η παράγραφος 3 του άρθρου 3, που λέει σε ποια γλώσσα πρέπει να μεταγλωττίζεται η Αγία Γραφή και να παίρνει η Εκκλησία την άδεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είναι κάτι χρήσιμο; Αυτό σας φαίνεται ότι πρέπει να υπάρχει σε μία σύγχρονη πολιτεία; Γιατί να ανακατεύεται το κράτος στα πόδια της Εκκλησίας; Ποια σκοπιμότητα υπάρχει γι’ αυτό;

Άρα, περιμένω πειστικές απαντήσεις επί τούτου, γιατί εκ δύο πραγμάτων, ένα: Ή είστε νεωτερικοί, προοδευτικοί και ουσιαστικά θα πρέπει να ανταποκριθείτε σε αυτό που αποτελεί τον μέσο όρο της ευρωπαϊκής κανονικότητας του 19ου αιώνα, όχι του 21ου αιώνα ή θα έχετε έναν υποκριτικό πολιτικό λόγο.

Εισηγήτρια για το θέμα αυτό από εμάς θα είναι η κυρία Αναγνωστοπούλου. Θα μας επιτρέψετε, κύριε Πρόεδρε, όπως σας είχα ζητήσει, σε κάθε ενότητα να σας αναγγέλλουμε με το ποιος θα είναι ο Εισηγητής για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ.

Ευχαριστώ πολύ.

Share.